Πέθανε στα 92 του ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο πληροφοριοδότης που αποκάλυψε τα ψέματα της αμερικανικής κυβέρνησης για τον πόλεμο του Βιετνάμ, διαρρέοντας τα περίφημα «Pentagon Papers» σε κορυφαίες εφημερίδες της χώρας.
Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή η οικογένειά του με ανακοίνωσή της την Παρασκευή. Πέθανε στο σπίτι του στο Κένσινγκτον της Καλιφόρνιας.
Ο θάνατος του Έλσμπεργκ ήρθε περίπου 4 μήνες αφότου ανακοίνωσε στο Twitter ότι είχε διαγνωστεί με «ανεγχείρητο καρκίνο του παγκρέατος». «Λυπάμαι που σας αναφέρω ότι οι γιατροί μου έχουν δώσει 3-6 μήνες ζωής», έγραψε στις 2 Μαρτίου.
Η οικογένεια του Έλσμπεργκ ανέφερε στην ανακοίνωσή της ότι «δεν πονούσε και ήταν περιτριγυρισμένος από την αγαπημένη οικογένειά του». Τις τελευταίες μέρες του, μάλιστα, αστειεύτηκε: «Αν ήξερα ότι ο θάνατος θα ήταν έτσι, θα το είχα κάνει νωρίτερα».
Ποιος ήταν ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ
Γεννημένος στις 7 Απριλίου 1931 στο Σικάγο, ο Έλσμπεργκ μεγάλωσε στο Ντιτρόιτ και ήταν γιος μη θρησκευόμενων Εβραίων που έγιναν αφοσιωμένοι Χριστιανοί Επιστήμονες. Το 1946 η μητέρα και η αδελφή του πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη αφού ο πατέρας του αποκοιμήθηκε στο τιμόνι, ενώ ήταν και ο ίδιος στο αυτοκίνητο.
Η διαρροή των Pentagon Papers
Ο Έλσμπεργκ εργαζόταν ως στρατιωτικός αναλυτής για την RAND Corporation το 1969, όταν με έναν συνάδελφό του ονόματι Άντονι Ρούσο φωτοτύπησαν κρυφά μια μελέτη 7.000 σελίδων που είχε παραγγείλει ιδιωτικά το υπουργείο Άμυνας και η οποία αποκάλυπτε ότι η αμερικανική κυβέρνηση γνώριζε από νωρίς ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν μπορούσε να κερδηθεί.
Αρχικά, ο Έλσμπεργκ και ο Ρούσο παρουσίασαν τη μελέτη σε διάφορα μέλη του Κογκρέσου και κυβερνητικούς αξιωματούχους πριν αποφασίσουν να τη διαρρεύσουν στις εφημερίδες. Ο τότε πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον τους χαρακτήρισε προδότες και προσπάθησε να σταματήσει τη δημοσίευση των Pentagon Papers, αρχικά στους New York Times και στη συνέχεια στην Washington Post. Ο Χένρι Κίσινγκερ, τότε σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου, τον χαρακτήριζε «τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο στην Αμερική που πρέπει να τον σταματήσουμε με κάθε τρόπο».
Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ τον Ιούνιο του 1971 τάχθηκε στο πλευρό των εφημερίδων με μια απόφαση-ορόσημο που απαγόρευε τον εκ των προτέρων περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης.
Δύο ημέρες πριν από την έκδοση της βαρυσήμαντης απόφασης, ο Έλσμπεργκ παραδόθηκε στο γραφείο του εισαγγελέα των ΗΠΑ στη Βοστώνη. «Αισθάνθηκα ότι ως Αμερικανός πολίτης, ως υπεύθυνος πολίτης, δεν μπορούσα πλέον να συνεργάζομαι για την απόκρυψη αυτών των πληροφοριών από το αμερικανικό κοινό», δήλωσε. «Το έκανα σαφώς με δική μου ευθύνη και είμαι έτοιμος να λογοδοτήσω με όλες τις συνέπειες αυτής της απόφασης».
Οι δύο άνδρες κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία, κλοπή και συνωμοσία για τη διαρροή. Δικάστηκαν στο Λος Άντζελες και ο Έλσμπεργκ αντιμετώπιζε μέγιστη ποινή φυλάκισης 115 ετών σε περίπτωση καταδίκης. Αλλά ένας ομοσπονδιακός δικαστής απέρριψε την υπόθεση το 1973, κρίνοντας ότι η κυβέρνηση ήταν ένοχη για παραπτώματα, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας του Λευκού Οίκου να βρει πυρομαχικά για να δυσφημίσει τον Έλσμπεργκ εισβάλλοντας στο γραφείο του ψυχιάτρου του στο Μπέβερλι Χιλς.
Η υπόθεση των Pentagon Papers μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη το 2017 με την ταινία «The Post», και τον Έλσμπεργκ ενσάρκωσε ο Matthew Rhys.