Η συνάντηση στο Σταρομπέσεβο, στο Ντονμπάς, είχε κλείσει από την προηγούμενη μέρα. Θα πηγαίναμε σ΄ ένα, ίσως το πιο παλιό, χωριό στην περιοχή του Ντονμπάς που κατοικούνταν από Έλληνες.
Να πω την αμαρτία μου δεν τα είχα ξανακούσει τα ονόματα Σταρομπέσεβο και Στύλα. Στα δελτία ειδήσεων βόλευαν άλλα χωριά και πόλεις για να κάνουν τις συνδέσεις τους και να «πουλήσουν» τα νέα τους.
Ούτε όταν το 2014 έγιναν σκληρές μάχες στην περιοχή έγιναν πιο γνωστοί αυτοί οι οικισμοί που ιδρύθηκαν το 1779 το Στύλα και το 1780 το Σταρομπέσεβο, από Έλληνες της Κριμαίας, μετά την απόφαση της Αικατερίνης της Μεγάλης για πληθυσμιακή αναδιάρθρωση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Το Σταρομπέσεβο, που βρίσκεται στα νότια του Ντονέτσκ, είναι σύνθετη λέξη. Από το στάρο, που σημαίνει παλιό και Μπέσεβ, σύμφωνα με το λεξικό, «πέντε σπίτια» στα ταταρικά της Κριμαίας. Μόνο πέντε σπίτια δεν έχει το Σταρομπέσεβο, αλλά είναι μια μικρή πόλη με αρκετά χωριά δίπλα του.
Ένα από αυτά τα χωριά είναι το Στύλα, που προέρχεται από το Στέλλα, άστρο ή φωτεινό σώμα, κι εκεί ήταν η πρώτη μας στάση, αφού πήραμε από το Σταρομπέσεβο την πρόεδρο του Ελληνικού Συλλόγου της περιοχής.
Ο δρόμος κατεστραμμένος από τις οβίδες και τα βαριά στρατιωτικά οχήματα που περνούσαν συνέχεια για να μεταφέρουν στρατιώτες, εφόδια και πυρομαχικά. Στο Σταρομπέσεβο είχαμε ήδη δει μια μικρή φάλαγγα με στρατιώτες που είχαν σταματήσει σ’ ένα καφέ-μπαρ-εστιατόριο, όπου άλλοι έτρωγαν κι άλλοι έπαιρναν τον καφέ τους, περιμένοντας προφανώς να έρθουν και τα υπόλοιπα οχήματα με τους στρατιώτες.
Το τζιπ μας αγκομαχούσε από τους κρατήρες που αναγκαζόταν να περάσει ενώ κάθε λίγο συναντούσαμε στρατιωτικά οχήματα και φορτηγά. Στις άκρες του δρόμου πινακίδες προειδοποιούσαν για νάρκες που μάλλον ήταν διάσπαρτες στα χωράφια. Δεν μάθαμε, ευτυχώς, αν ήταν αλήθεια ή όχι οι νάρκες, αλλά οι οδηγίες ήταν σαφείς. Μην βγαίνετε έξω από τα όρια του δρόμου, υπάρχουν νάρκες.
Την ίδια πινακίδα μετά από 40 λεπτά είδαμε και στην είσοδο του χωριού Στύλα. Πρώτα η πινακίδα με τις νάρκες και μετά ο θυρεός του χωριού στα Ουκρανικά και από κάτω ιδρυθέν το 1779. Ο Απόλλων, θεός του ήλιου στο άρμα του ξεχώριζε με μαιάνδρους από ένα στάχι, ένα πρόβατο και μια σκαπάνη, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων. Γεωργία, κτηνοτροφία και μεταλλωρυχεία.
Ένα διώροφο κτίριο στέγαζε το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού στο Στύλα. Με το ακορντεόν του μας περίμενε ένας από τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους που μας υποδέχτηκαν. Αν και το κρύο είχε γίνει τσουχτερό το θερμό καλωσόρισμα των Ελλήνων μας ζέστανε.
Ο 67χρονος Νικολάι με πλησίασε κι αρχίσαμε να μιλάμε. Με τα ελληνικά του, στην ποντιακή διάλεκτο, αφηγήθηκε το ταξίδι των προγόνων του από την Κριμαία στο Στύλα, τους αγώνες τους να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες, ξεριζωμένοι για άλλη μια φορά, επειδή ήταν μειονότητα.
«Δεν χάσαμε ποτέ την ελληνικότητα μας, τη γλώσσα, τις παραδόσεις. Σε κάθε τόπο τις μεταφέραμε και τις κάναμε θεμέλιο λίθο για τη νέα μας πατρίδα», μου είπε.
Ο Νικολάι έγραφε κιόλας. Είχε συγγράψει ένα ρωσο-ελληνικό λεξικό για να γίνει πιο κατανοητή η γλώσσα τους και να την μάθουν και οι νέοι. Ευτυχώς είχαν γυρίσει τα παιδιά μετά τις μάχες του 2014 και το σχολείο ήταν γεμάτο.
Στον πρώτο όροφο του πολιτιστικού κέντρου ήταν όλη η ζωή τους μαζεμένη σ’ ένα μουσείο. Ενδυμασίες, πλεκτά και υφαντά από το παρελθόν, είδη οικιακής και προσωπικής χρήσης αλλοτινών εποχών εκθέτονταν στις αίθουσες για να συνδέουν το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον.
Η βιβλιοθήκη καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ορόφου. Βιβλία στα ρωσικά, η πλειοψηφία, αλλά και στα ουκρανικά και ελληνικά, μεταφρασμένα ή πρωτότυπα. Ήταν ένας σύλλογος προσεγμένος γεμάτος από γνώση και μνήμες, που θα ζήλευαν πολλά χωριά στην Ελλάδα.
Καθώς τελείωσε η περιήγηση στο πολιτιστικό κέντρο κατεβήκαμε στην πλατεία που ήταν μπροστά από το κτίριο, όπου δέσποζε ένα μνημείο με μια πέτρα τοποθετημένη πάνω του. Την είχαν φέρει το 2011 από την περιοχή της Κριμαίας όπου είχαν έρθει οι Έλληνες εκεί το 1779.
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε το σχολείο του χωριού όπου υπήρχε η αίθουσα για τα παιδιά που έκαναν ελληνικά, με την ελληνική σημαία και το χάρτη της να δεσπόζουν στην αίθουσα. Το ελληνικά δεν ήταν υποχρεωτικά αλλά μάθημα επιλογής, όπως φαίνεται στο ημερήσιο πρόγραμμα. Μπορούσαν να το επιλέξουν οι μαθητές σε πέντε τάξεις από την 5η μέχρι την 9η.
Το σχολείο είχε επίσης κι ένα μικρό μουσείο αφιερωμένο στην Ελλάδα και τους Έλληνες της περιοχής, αναπόσπαστο κομμάτι σε κάθε έκφανση της ζωής στο Στύλα.
Η ώρα είχε περάσει και στο Σταρομπέσεβο μας περίμεναν ήδη. Έξω από το σχολείο στο Στύλα μια στάση λεωφορείου για τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, με μια μεγάλη πινακίδα όπου αναγράφονται οδηγίες για την προστασία από τους βομβαρδισμούς.
Είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε στο πολιτιστικό κέντρο στο Σταρομπέσεβο. Χτισμένο δίπλα σε μια ελληνική εκκλησία ενώ στον είσοδο δέσποζε το άγαλμα της Πάσα Ανγκελίνα από το Σταρομπέσεβο, της πρώτης γυναίκας οδηγού τρακτέρ στη Σοβιετική Ένωση, ίσως και στον κόσμο. Θρυλική μορφή στην ιστορία της χώρας και Ελληνίδα στην καταγωγή.
Ο πολυχώρος του πολιτιστικού κέντρου στο Σταρομπέσεβο γεμάτος εκπλήξεις. Αίθουσα διδασκαλίας ελληνικών, στούντιο ήχου και αίθουσες εκμάθησης χορού. Στο τεράστιο αμφιθέατρο μας περίμεναν τα παιδιά ντυμένα με παραδοσιακές φορεσιές από τον Πόντο για να χορέψουν μόνο για μας «κότσαρι». Εμπειρία μοναδική για μας, το πάθος και η αγάπη για την παράδοση των προγόνων τους. Ξεχασμένοι όμως όλοι αυτοί οι Έλληνες, που κρατούν αναμμένη τη φλόγα του ελληνισμού στο Ντομπάς, για πολλά χρόνια από την Μητέρα Πατρίδα, επειδή δεν ήταν στη «σωστή πλευρά» της Ιστορίας.
Την επόμενη μέρα θα ταξιδεύαμε στη Μαριούπολη και το Σαρτανά.