Τα αποθέματα τροφίμων έχουν πρακτικά τελειώσει. Ο αριθμός των γευμάτων έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 70%. Τα ελάχιστα φορτηγά με ανθρωπιστική βοήθεια που το Ισραήλ επέτρεψε να μπουν στη Γάζα τις τελευταίες ημέρες, είναι σταγόνα στον ωκεανό. Οι ανάγκες είναι τεράστιες.
Άνθρωποι περιμένουν με άδεια δοχεία μπροστά από τις ελάχιστες κουζίνες που εξακολουθούν να λειτουργούν. Μωρά πεθαίνουν επειδή δεν υπάρχουν φάρμακα και ιατρικός εξοπλισμός. Παιδιά δεν αναγνωρίζουν που βρίσκονται. Όπως περιέγραψε στο iEidiseis.gr η Όλγα Τσερέβκο, εκπρόσωπος του Γραφείου Συντονισμού των Ανθρωπιστικών Υποθέσεων των Ηνωμένων Εθνών, οι συνθήκες που επικρατούν στη Γάζα -στην οποία ζει και εργάζεται τα τελευταία πέντε χρόνια-, είναι κάτι παραπάνω από εφιαλτικές.
«Οι ανάγκες είναι τεράστιες»
Σύμφωνα με όσα ανέφερε η Όλγα Τσερέβκο, η κατάσταση στη Γάζα -και- τις τελευταίες ημέρες, είναι «όσο άσχημη μπορείτε να φανταστείτε».
Από την περασμένη Δευτέρα και μετά, το Ισραήλ έχει επιστρέψει σε μερικές δεκάδες φορτηγά με ανθρωπιστική βοήθεια να περάσουν στη Γάζα. Όπως όμως ανέφερε η ίδια, «αυτός ο ρυθμός θα πρέπει να συνεχιστεί τις επόμενες ημέρες. Είναι άγνωστο για πόσο ακόμη θα συνεχίσουν να φτάνουν φορτηγά, επειδή μας είπαν ότι είναι ενδιάμεσο μέτρο».

Παρά την περιορισμένη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας των τελευταίων ημερών, οι ανάγκες εξακολουθούν να είναι τεράστιες. Άλλωστε, όπως εξήγησε η κ. Τσερέβκο, «τα φορτηγά που έρχονται από το Ισραήλ ή την Ιορδανία ή από όπου κι αν προέρχονται, όταν φτάνουν, σαρώνονται, ξεφορτώνονται και επαναφορτώνονται σε παλαιστινιακά φορτηγά. Αυτά είναι εντελώς διαφορετικά φορτηγά. Ο όγκος των προμηθειών που μπορεί να βρίσκονται στο φορτηγό στην παλαιστινιακή πλευρά σε σχέση με την ισραηλινή πλευρά, είναι πολύ διαφορετικός».
«Παρόμοια η κατάσταση σε όλη τη Γάζα»
Ως αποτέλεσμα, οι ανάγκες, εξακολουθούν να «είναι τεράστιες. Απαιτείται μεγάλος όγκος βοήθειας που θα έρχεται για μεγάλο χρονικό διάστημα -και από τον ιδιωτικό τομέα-, ώστε να κάνει τη διαφορά. Κι αυτό πρέπει να γίνει με τρόπο που θα μας επιτρέπει να συλλέγουμε και να διανέμουμε τη βοήθεια εύκολα. Προς το παρόν, τα πράγματα είναι πολύ περιορισμένα, εξαιτίας της κατάστασης ασφαλείας και της στρατιωτικής επίθεσης που διεξάγεται».
Κάτι που είναι επικίνδυνο και «για εμάς που κινούμαστε στην περιοχή». Κι αυτό ενώ «είναι δύσκολο να διαχειριστούμε ότι υπάρχουν τόσες προμήθειες που περιμένουν να φτάσουν στη Γάζα, αλλά δεν έρχονται». Σχετικά με το αν όσα περιγράφει αφορούν συγκεκριμένες περιοχές, η ίδια σχολίασε πως «η κατάσταση είναι παρόμοια σε όλη τη Γάζα».
«600.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν ξανά»
Από όταν έσπασε η κατάπαυση του πυρός, στις 15 Μαρτίου, «έχουμε σχεδόν συνεχείς βομβαρδισμούς και αεροπορικές επιδρομές. Λίγες ημέρες αργότερα ξεκίνησαν και χερσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, έχουν εκδοθεί πολλές διαταγές εκτόπισης. Η τελευταία, εκδόθηκε το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, ως απάντηση σε πυρά ρουκετών, κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά».
Όπως εξήγησε η κ. Τσερέβκο, «λένε στους ανθρώπους να εκκενώσουν την περιοχή αλλά μερικές φορές τους αφήνουν να επιστρέψουν. Όμως δεν ανακαλείται ποτέ επίσημα αυτή η εντολή. Ως αποτέλεσμα, από τις 15 Μαρτίου κι έπειτα, περίπου 600.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν ξανά». Κι αυτό ενώ πριν την κατάπαυση του πυρός, «περισσότερο από το 90% του πληθυσμού είχε εκτοπιστεί κι επέστρεψε πίσω».
«Δεν είχαν θερμοκοιτίδα να σώσουν το μωρό»
Σε ότι αφορά την κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία της Γάζας, η ίδια ανέφερε πως είναι «τραγική, επειδή συνεχίζουν να βομβαρδίζονται. Δέχονται είτε απευθείας χτυπήματα, είτε περιμετρικά. Από όταν ξεκίνησαν όλα, νοσοκομεία έπρεπε να κλείσουν, ενώ αρκετά άλλα υπέστησαν ζημιές. Προφανώς, πολλοί ασθενείς σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν».
Όταν όμως «χτυπούν ένα νοσοκομείο, υπάρχει ιατρικός εξοπλισμός και αποθέματα φαρμάκων που καταστρέφονται».

Είναι ενδεικτικό, ότι όπως αφηγήθηκε, «πριν από μερικές ημέρες πήγα σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο που έχει ΜΕΘ νεογνών. Ο γιατρός μου έδειξε ένα μωρό που γεννήθηκε πρόωρα και μου είπε ότι έχει μηδενικές πιθανότητες επιβίωσης, επειδή δεν έχουν τον κατάλληλο τύπο θερμοκοιτίδας προκειμένου να το κρατήσουν στη ζωή. Δυστυχώς, υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Πάρα πολλοί θάνατοι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν είχαμε τα απαραίτητα μέσα να σώσουμε τους ανθρώπους».
«Παιδιά ξεχνούν ποια είναι ή που βρίσκονται»
Παράλληλα όμως, «ο αντίκτυπος στην ψυχική υγεία των ανθρώπων, είναι σοκαριστικός. Είναι πραγματικά καταστροφικό, ειδικά για τα παιδιά. Πολλές φορές, οι γονείς μας λένε ότι τα παιδιά παρουσιάζουν μουτισμό (σ.σ. αδυναμία ή άρνηση να μιλήσει κάποιος), ξεχνούν που βρίσκονται, ποια είναι ή ποια είναι η οικογένειά τους. Άλλες φορές παρουσιάζουν επιθετικότητα ή απομονώνονται. Το ίδιο συμβαίνει και στους ενήλικες».
«Διανέμονται λιγότερα από 300.000 γεύματα ημερησίως»
Εξίσου τραγική όμως είναι και η κατάσταση που αφορά τη σίτιση του πληθυσμού: «λίγοι άνθρωποι έχουν ακόμη κάποια μικρά αποθέματα φαγητού, επομένως προσπαθεί ο ένας να στηρίξει τον άλλο. Εμείς μοιράσαμε τα τελευταία αποθέματα τροφίμων πριν από περίπου ένα μήνα. Ο αριθμός των γευμάτων που παρέχεται το τελευταίο διάστημα έχει μειωθεί κατά περίπου 70%, καθώς από περισσότερο από 1 εκατομμύριο γεύματα ημερησίως, πλέον διανέμονται λιγότερα από 300 χιλιάδες».
Αντίστοιχα, «έχει μειωθεί το μέγεθος των γευμάτων και η όποια ποικιλία φαγητού υπήρχε. Πριν λίγο καιρό οι άνθρωποι μπορούσαν ενδεχομένως να πάρουν φακές ή ρύζι. Πλέον, είναι τυχεροί αν βρουν λίγη σούπα. Κάθε φορά που πηγαίνω σε διάφορες περιοχές, βλέπω πλήθη ανθρώπων να περιμένουν με άδεια δοχεία μπροστά από τις κοινοτικές κουζίνες που εξακολουθούν να λειτουργούν. Αυτές οι λιγοστές κουζίνες, μειώνουν τα γεύματα. Προσπαθούν να αντέξουν όσο το δυνατόν περισσότερο και να αποφύγουν το κλείσιμο».

Όπως αφηγήθηκε, «ένας πολύ καλός μου φίλος διηύθυνε κοινοτικές κουζίνες. Τους τελείωσαν τα τρόφιμα. Δεν του έχει απομείνει τίποτα ούτε για να θρέψει την οικογένειά του πια».
Είναι αυτονόητο πως αυτές οι συνθήκες έχουν οδηγήσει «σε σημαντική αύξηση των ποσοστών υποσιτισμού».
«Αισθάνονται ότι αυτό είναι το τέλος»
Μέσα σε αυτή τη δυστοπική και απάνθρωπη πραγματικότητα, «οι άνθρωποι εξακολουθούν να προσπαθούν να επιβιώσουν. Η πλειοψηφία εξακολουθεί να ελπίζει. Σίγουρα όμως, έχω μιλήσει με ανθρώπους που μου είπαν ότι αισθάνονται ότι αυτό είναι το τέλος, επειδή η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Έχουν αποδεχθεί ότι θα σκοτωθούν ή θα πεθάνουν από την πείνα. Είναι πολύ δύσκολο να το ακούς αυτό. Συνολικά όμως, νομίζω ότι είναι μια πολύ ισχυρή και ανθεκτική κοινωνία, που προσπαθεί να προσαρμοστεί όσο περισσότερο μπορεί».
Όμως, «αυτή η συνθήκη τους επηρεάζει όλους. Έχω φίλους που τη μια ημέρα είναι αισιόδοξοι και την επόμενη βρίσκονται σε πλήρη απόγνωση. Αυτή η απόγνωση έρχεται και φεύγει, αναλόγως με το πως είναι η κατάσταση».
Λίγη ώρα προτού συνομιλήσουμε με την κ. Τσερέβκο, η ίδια μίλησε «με έναν γιατρό που ήταν στο νοσοκομείο Kamal Adwan στην Τζαμπάλια, το οποίο έκλεισε τον περασμένο Δεκέμβριο, εξαιτίας μαχών στη γύρω περιοχή. Όλα μέσα στο νοσοκομείο είχαν καταστραφεί. Αυτός ο γιατρός ήταν ο τελευταίος που έφυγε από το νοσοκομείο, ήλπιζε ότι θα ξανανοίξει».
Τελικά, έξω από τις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου, «έχτισαν ένα άλλο, υπαίθριο. Τους επισκέφθηκα πριν από δύο εβδομάδες και είδα ότι έκαναν πολύ καλή δουλειά. Τώρα όμως αναγκάστηκαν να κλείσουν και πάλι εξαιτίας της κατάστασης. Σήμερα, ο γιατρός μου είπε ότι δεν χάνει την ελπίδα του και ότι ελπίζει πως θα το ξαναχτίσουν το νοσοκομείο».
«Πέφτουν βόμβες και τα παιδιά γελάνε»
Σχετικά με το αν αισιοδοξεί πως οι φριχτές εικόνες που περιγράφει θα λάβουν κάποια στιγμή τέλος, η ίδια σχολίασε πως «ακόμη ελπίζουμε. Αν δεν είχαμε ελπίδα, δεν θα είχαμε τίποτα. Πιθανότατα, θα μαζεύαμε τα πράγματά μας και θα πηγαίναμε στα σπίτια μας. Όμως κάποιες ημέρες, είναι πολύ πιο ζοφερές από άλλες. Κι έχω περάσει πέντε χρόνια στη Γάζα, επομένως ξέρω πόσο όμορφη ήταν πριν από αυτόν τον πόλεμο».
Αυτή η Γάζα δεν υπάρχει πια, όμως ακόμη και σήμερα, «ο κόσμος περπατάει στους δρόμους. Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει αυτή την κατάσταση. Αυτό που πάντα, μέχρι και σήμερα με συγκλονίζει, είναι ο ήχος των βομβών που πέφτουν και των γέλιων των παιδιών. Δεν δίνουν πια σημασία. Απλά παίζουν».