Η νίκη του φιλοευρωπαίου Νίκουσορ Νταν στη Ρουμανία πρόσφερε μια πρόσκαιρη ανάσα στις Βρυξέλλες, όμως το ρεύμα της ακροδεξιάς απλώνεται στην Ευρώπη. Σε μια σειρά από χώρες κόμματα υπερσυντηρητικά διεκδικούν με αξιώσεις την εξουσία, εκμεταλλευόμενα την αυξανόμενη πολιτική απογοήτευση, την οικονομική αβεβαιότητα και τη λεγόμενη αντισυστημική οργή. Όπως σημειώνουν οι Financial Times, το φαινόμενο προσδιορίζει την βαθιά μεταβολή στο πολιτικό τοπίο της Ευρώπης.
Η ήττα του Σιμιόν –ενός πρώην ποδοσφαιρικού χούλιγκαν, ανεπιθύμητου στην Ουκρανία και τη Μολδαβία– αποτέλεσε πηγή ανακούφισης για τις Βρυξέλλες και τους Ευρωπαίους ηγέτες. Ο Δαν φαντάζει ως εγγυητής της συνέχειας της Ρουμανίας στον φιλοδυτικό, δημοκρατικό της προσανατολισμό, σύμφωνα με την ανάλυση των FT. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Σιμιόν συγκέντρωσε ένα εντυπωσιακό 46% των ψήφων φανερώνει ότι το ακροδεξιό ρεύμα παραμένει ισχυρό.
Κόμματα της ακροδεξιάς ή του εθνικιστικού λαϊκισμού χτυπούν την πόρτα της εξουσίας, σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Η ακροδεξιά κέρδισε τις εκλογές στην Αυστρία και την Ολλανδία και η εθνικιστική συντηρητική Τζόρτζια Μελόνι κυβερνά -μέχρι στιγμής πραγματιστικά- στην Ιταλία.
Ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα έχουν βρεθεί στη δεύτερη θέση σε αρκετές άλλες χώρες, ιδίως στη Γερμανία και πρόσφατα στην Πορτογαλία. Το να είναι κάποιος φιλοτραμπικός δεν αποδείχθηκε πολιτικό μειονέκτημα στην Ευρώπη, όπως συνέβη στον Καναδά ή στην Αυστραλία.
Το επόμενο τεστ
Το επόμενο τεστ για το φιλοευρωπαϊκό ρεύμα είναι ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στην Πολωνία, την ερχόμενη Κυριακή. Αν ο υποψήφιος του εθνικιστικού συντηρητικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), Καρόλ Ναβρότσκι, νικήσει τον κεντροδεξιό Ραφάλ Τσαζκόφσκι, είναι πιθανό να μπλοκάρει τις προσπάθειες της κυβέρνησης συνασπισμού να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και άλλες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπως έκανε και ο απερχόμενος πρόεδρος Αντρέι Ντούντα. Η επιβίωση της κυβέρνησης μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο.
Η Πολωνία αναδεικνύει επίσης ένα άλλο ανησυχητικό χαρακτηριστικό της σκληρής δεξιάς στην Ευρώπη: το να είσαι πιο ακραίος μπορεί να προσελκύει, αντί να απωθεί τους ψηφοφόρους. Δύο υποψήφιοι ξεπέρασαν τον Ναβρότσκι από τα δεξιά στον πρώτο γύρο, υποστηρίζοντας ότι το PiS είναι υπερβολικά κατεστημένο κόμμα. Μαζί συγκέντρωσαν 21%.
Το Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ) κέρδισε τις εκλογές πέρυσι και το Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ήρθε δεύτερο τον Φεβρουάριο, υιοθετώντας την έννοια της «επαναμετανάστευσης», δηλαδή της επιστροφής μεταναστών και ακόμη και πολιτών στις χώρες προέλευσής τους.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή των ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων στην εξουσία μπορεί να μειώσει την αντισυστημική τους απήχηση. Αυτό λειτούργησε σε κάποιο βαθμό στις σκανδιναβικές χώρες, αλλά η Αυστρία αποτελεί ισχυρό αντεπιχείρημα.
Ορισμένα κόμματα, όπως το AfD, και πρόσωπα, όπως ο ηγέτης του FPÖ Χέρμπερτ Κικλ, αποτελούν υπερβολικά μεγάλο κίνδυνο για τις δημοκρατικές αξίες και το κράτος δικαίου για να τους δοθεί εξουσία από παραδοσιακούς κυβερνητικούς εταίρους.
Η μίμηση από συντηρητικά κόμματα
Πολλά κόμματα του παραδοσιακού συντηρητικού τόξου, αντιμέτωπα με την άνοδο της σκληρής δεξιάς, επέλεξαν να την αντιμετωπίσουν μέσω μίμησης — συχνά δανειζόμενα τη ρητορική της, αλλά χωρίς να αγγίζουν τη ριζοσπαστική ουσία της. Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, αυτή η τακτική σπάνια αποδίδει. Οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν την απομίμηση και προτιμούν την “αυθεντικότητα”, ακόμα κι αν αυτή φέρει ακραίο πολιτικό πρόσημο.
Τα τελευταία πέντε χρόνια διαμόρφωσαν ένα ιδανικό έδαφος για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη: η πανδημία, ο επίμονος πληθωρισμός και ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησαν ανασφάλεια, οικονομική πίεση και θεσμική δυσπιστία. Ακόμη κι αν αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες αρχίσουν να εξασθενούν, η αντισυστημική οργή που προκάλεσαν δύσκολα θα εξατμιστεί. Αντιθέτως, φαίνεται να εδραιώνεται, τροφοδοτούμενη από το δημοφιλές αφήγημα περί “προδοσίας των ελίτ”. Όπως επισημαίνουν και οι Financial Times, αυτή η οργή εντείνεται καθώς οι εκλογικές βάσεις διασπώνται και οι κυβερνήσεις εξαρτώνται πλέον από εύθραυστους, ευρείς συνασπισμούς για να διατηρηθούν στην εξουσία.
Οι Financial Times προειδοποιούν ότι οι συντηρητικές δυνάμεις του παραδοσιακού φάσματος που επιλέγουν να μιμηθούν την ακροδεξιά –ειδικά σε επίπεδο ρητορικής– αποτυγχάνουν να την περιορίσουν. «Οι ψηφοφόροι προτιμούν το αυθεντικό», σημειώνεται. Παράλληλα, η έλλειψη απτών αποτελεσμάτων από τις μετριοπαθείς κυβερνήσεις, η διάχυτη οικονομική αβεβαιότητα και η ισχυρή παρουσία των λαϊκιστών στα κοινωνικά δίκτυα δημιουργούν ένα εκρηκτικό πολιτικό μείγμα.
Όπως καταλήγουν οι FT, η αργή, γραφειοκρατική κεντρώα πολιτική δεν επαρκεί. Αν δεν αρχίσουν να αποδίδουν, τα δεξιά κόμματα που τώρα έρχονται δεύτερα μπορεί να κερδίσουν την επόμενη φορά.