Η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, συμπεριλαμβανομένων του πυρηνικού και του βαλλιστικού του προγράμματος, είναι απίθανο να εξασφαλίσει τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς του στόχους – ακόμη κι αν ο Νετανιάχου καταφέρει να πείσει την κυβέρνηση Τραμπ να συμμετάσχει στη σύγκρουση τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, όπως αναφέρουν ειδικοί.
Σύμφωνα με διπλωμάτες, στρατιωτικούς και αναλυτές ασφαλείας, το Ισραήλ – και ο πρωθυπουργός του – αναμένεται να αντιμετωπίσουν αυξανόμενες δυσκολίες στην εκστρατεία, εν μέσω προειδοποιήσεων ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αποσταθεροποίησης της περιοχής.
Εντείνεται ο σκεπτικισμός για το κατά πόσον ακόμη και η χρήση από πλευράς ΗΠΑ των βαρέων βομβών διάτρησης σκυροδέματος θα μπορούσε να καταστρέψει τη ιρανική πυρηνική εγκατάσταση στο Φορντόου, που βρίσκεται βαθιά κάτω από ένα βουνό.
Ταυτόχρονα, εγείρονται ερωτήματα για το κατά πόσον το Ισραήλ μπορεί να διατηρήσει μια μακρόχρονη επιθετική εκστρατεία, έχοντας ήδη εκθέσει τις πόλεις του σε αντεπιθέσεις με βαλλιστικούς πυραύλους.
Οι ειδικοί διαχωρίζουν την επιχειρησιακή επιτυχία του Ισραήλ στο να πλήξει σημαντικούς ιρανικούς στόχους και πρόσωπα, από τους στρατηγικούς του στόχους, οι οποίοι φαίνεται να έχουν επεκταθεί και σε αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη, πέραν της εξάλειψης του πυρηνικού προγράμματος.
«Υπάρχει μια κυρίαρχη τάση στο Ισραήλ από την ίδρυση του κράτους, που έχει οδηγήσει τους πολιτικούς να πιστεύουν ότι η βία μπορεί να προσφέρει λύση σε προβλήματα που είναι κατ’ ουσίαν πολιτικά», δήλωσε ο καθηγητής διεθνών σχέσεων στο LSE, Τόμπι Ντοντζ.
«Το ένστικτό μου λέει ότι το ιρανικό καθεστώς είναι πιο σταθερό απ’ όσο υποστηρίζεται. Και δεδομένου ότι το Ιράν έχει μακρά ιστορία δέσμευσης στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και την πυρηνική διάχυση, αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να εξαλείψεις με μια βόμβα.»

Η στρατηγική του Ισραήλ και οι ΗΠΑ
Οι αναλυτές παραξενεύονται από μια ισραηλινή στρατηγική που φαίνεται να στοιχηματίζει στην πρόκληση σύγκρουσης με στόχο να παρασύρει έναν απρόβλεπτο πρόεδρο των ΗΠΑ όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ώστε να εμπλακεί και να προσφέρει την πυρηνική ισχύ που το Ισραήλ δεν διαθέτει – κυρίως με τις τεράστιες βόμβες διάτρησης καταφυγίων.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ πιθανόν θα χρειάζονταν να ρίξουν πολλές τέτοιες βόμβες, κοντά στην εγκατάσταση του Φορντόου, η οποία προστατεύεται από έως και 90 μέτρα συμπαγούς βράχου. Η επιχείρηση θα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη, επικίνδυνη, χωρίς εγγυημένη επιτυχία, και θα προκαλούσε σχεδόν σίγουρα ιρανικά αντίποινα κατά αμερικανικών βάσεων, με κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης.
«Αναθέτοντας στις ΗΠΑ το χτύπημα στο Φορντόου, τοποθετείς τη χώρα στο στόχαστρο του Ιράν», έγραψαν οι Ντάνιελ Κερτζερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, και Στίβεν Σάιμον, πρώην μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, στο Foreign Affairs προ ημερών.
«Το Ιράν θα αντεκδικούσε σχεδόν σίγουρα σκοτώνοντας Αμερικανούς πολίτες. Αυτό με τη σειρά του θα υποχρέωνε τις ΗΠΑ να απαντήσουν.
Και τότε, ο μόνος στόχος που θα απέμενε στην Ουάσινγκτον θα ήταν οι ηγέτες του ιρανικού καθεστώτος – και οι ΗΠΑ θα επέστρεφαν ξανά στην επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος. Μια επιχείρηση στην οποία ελάχιστοι Αμερικανοί θέλουν πλέον να εμπλακούν.»
Το ενδεχόμενο αλλαγής καθεστώτος – ίσως μέσω της δολοφονίας του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ένα σενάριο που φέρεται να πρότεινε το Ισραήλ αλλά απορρίφθηκε από τον Τραμπ – έχει προκαλέσει ανησυχία στην περιοχή.
Ο Μεγάλος Αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστάνι, ανώτερος Ιρακινός σιίτης κληρικός, έκανε μια σπάνια δημόσια παρέμβαση, προειδοποιώντας για τον σοβαρό κίνδυνο που διατρέχει η περιοχή.

«Δεν φτάνει η αεροπορική ισχύς»
Ένας ακόμη σκεπτικιστής είναι ο Αντρέας Κρίγκ, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Στρατιωτικών Σπουδών του King’s College London, με πολυετή εμπειρία στη Μέση Ανατολή.
Ο ίδιος αμφισβητεί ότι η αεροπορική ισχύς από μόνη της μπορεί να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει το Ισραήλ – είτε πρόκειται για την εξάλειψη της πυρηνικής τεχνογνωσίας του Ιράν είτε για την ανατροπή του θεοκρατικού καθεστώτος.
«Δεν είναι το Άγιο Δισκοπότηρο. Μάθαμε ότι η αεροπορική ισχύς από μόνη της δεν αρκεί. Και έπειτα μάθαμε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ότι ούτε οι μαζικές χερσαίες δυνάμεις αρκούν», είπε.
«Αυτό που βλέπουμε δεν είναι στρατηγική προσέγγιση αλλά επιχειρησιακή, βασισμένη στην αεροπορία – και αυτή η προσέγγιση αρχίζει να καταπίνει τη στρατηγική, δηλαδή τον πολιτικό στόχο.
Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει το Ισραήλ είναι κάτι σαν την εκστρατεία κατά της Χεζμπολάχ, που είχε προσωρινή επιτυχία, αφού κατάφερε να αποδυναμώσει σημαντικά το δίκτυό της.
Το Ιράν έχει παρόμοια στρατηγική άμυνας, βασισμένη σε ένα αποκεντρωμένο “μωσαϊκό”. Η προσέγγιση αυτή δεν λειτουργεί σε τέτοιο σύστημα. Μπορείς να εξουδετερώσεις κάποιους βασικούς κόμβους, αλλά το μόνο που ίσως καταφέρει το Ισραήλ σκοτώνοντας τον Χαμενεΐ είναι να προκαλέσει μια διαδοχική κρίση, που ούτως ή άλλως ήταν αναμενόμενη.»

Η (μη) στήριξη των Αμερικανών και οι προκλήσεις για το Ισραήλ
Κι αν ο Νετανιάχου έκανε λάθος υπολογισμό, το έκανε σε ένα πεδίο στο οποίο δηλώνει διαχρονικά ειδικός: στην κατανόηση και αξιοποίηση της αμερικανικής πολιτικής σκηνής.
Με τη στήριξη των Αμερικανών για στρατιωτική επέμβαση να βρίσκεται στα τάρταρα στις δημοσκοπήσεις, και το θέμα να απειλεί να διχάσει το κίνημα MAGA του Τραμπ, το Ισραήλ ίσως διαπιστώσει πως βρίσκεται στη λάθος πλευρά ενός πολιτικά τοξικού διλήμματος – με πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα για τον Τραμπ απ’ ό,τι η υποστήριξη στον Νετανιάχου.
Αν οι ΗΠΑ δεν επέμβουν υπέρ του Ισραήλ, η χώρα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει ολοένα και μεγαλύτερες προκλήσεις, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαντλούνται τα αποθέματά της σε πυραύλους αναχαίτισης.
Η κόπωση των πληρωμάτων από τις αποστολές μεγάλων αποστάσεων, οι κύκλοι συντήρησης των αεροσκαφών και η εξάντληση των προετοιμασμένων στόχων αναμένεται να λειτουργήσουν ανασταλτικά για την ικανότητα του Ισραήλ να διατηρήσει μια σύγκρουση υψηλής έντασης για μεγάλο διάστημα.
Οποιαδήποτε μείωση της έντασης θα αξιοποιηθεί από την Τεχεράνη για να πείσει τους Ιρανούς πως άντεξε τη θύελλα.
Υπάρχει και τρίτο ενδεχόμενο. Στο βιβλίο του Waging Modern War, ο πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, Ουέσλι Κλαρκ, περιγράφει την αεροπορική εκστρατεία στο Κόσοβο το 1999 – μια από τις λίγες επιτυχημένες επιχειρήσεις τέτοιου τύπου – ως μια προσπάθεια να αναγκαστούν οι Σέρβοι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Με τις επαφές με Ιρανούς διαπραγματευτές να έχουν αποκατασταθεί και συνομιλίες να διεξάγονται στη Γενεύη με ευρωπαϊκές χώρες, ο ίδιος ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί πως υπάρχει ακόμη χρόνος για τη διπλωματία.
Ακόμα κι αν το Ιράν εξαναγκαστεί σε μια νέα πυρηνική συμφωνία, το Ισραήλ ενδέχεται να διαπιστώσει ότι αυτή συνοδεύεται από βαριές “κρυφές” συνέπειες – όπως η επιβίωση ενός θεοκρατικού καθεστώτος, πιο εχθρικού από ποτέ απέναντι στο Ισραήλ, και η αποκάλυψη των ορίων της στρατιωτικής ισχύος του.
«Αν ο Χαμενεΐ έχει τη σύνεση να κάνει πίσω, κι αν η Αμερική μείνει εκτός,» λέει ο Ντοντζ, «τότε το Ισραήλ έβαλε το δάχτυλο σε σφηκοφωλιά», καταλήγει η ανάλυση του Guardian.