Η πραγματική έναρξη της δεύτερης θητείας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ως προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) έγινε μόλις πρόσφατα σχολιάζει σε ανάλυσή του το Politico.
Την Πέμπτη (10/7) η Γερμανίδα πολιτικός ξεπέρασε με ευκολία μια πρόταση μομφής που κατατέθηκε από ακροδεξιούς πολιτικούς, πείθοντας μια άνετη πλειοψηφία των παρόντων ευρωβουλευτών να την απορρίψουν και να την διατηρήσουν στη θέση της.
Το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα «έδειξε και πάλι σήμερα ότι είμαστε ο παράγοντας σταθερότητας για το ευρωπαϊκό εγχείρημα», δήλωσε με υπερηφάνεια ο Μάνφρεντ Βέμπερ, κύριος σύμμαχος της Φον ντερ Λάιεν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία.
Κι όμως, η νίκη αυτή συνοδεύεται από σημαντικό κόστος για την πρόεδρο της Επιτροπής. Όχι μόνο αναγκάστηκε να υπερασπιστεί δημόσια τις ενέργειές της στο σκάνδαλο που αποκαλείται «Pfizergate», αλλά επίσης αναγκάστηκε να παραχωρήσει σημαντικές υποχωρήσεις προς την Ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών -τους υποτιθέμενους συμμάχους της- προκειμένου να αποτρέψει την απειλή αποχής των ευρωβουλευτών τους από την ψηφοφορία.
«Νομίζω ότι τελικά κατάλαβε τι συμβαίνει στο Κοινοβούλιο», δήλωσε θριαμβευτικά ο ευρωβουλευτής Ρενέ Ρεπάζι, επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας του SPD.

Άλλες πολιτικές ομάδες παρακολουθούν -και βγάζουν συμπεράσματα.
Το ένα είναι ότι είναι εκπληκτικά εύκολο να κατατεθεί μια πρόταση μομφής με τη δυναμική να ανατρέψει το ισχυρότερο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: απαιτούνται μόλις 72 ψήφοι.
Το άλλο είναι ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα να φτάσει κανείς έως την ανατροπή της προέδρου της Επιτροπής. Μια καλά διατυπωμένη απειλή πολιτικής φθοράς και παρεμπόδισης της ευρύτερης ατζέντας της μπορεί να αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματική.
Θεωρητικά, τίποτα δεν εμπόδιζε τα κόμματα να εμπλακούν σε αυτό το είδος πολιτικής πίεσης πριν από την ψηφοφορία της Πέμπτης (10/7).
Όμως, το θέαμα της VDL σε τόσο ευάλωτη θέση φαίνεται πως απελευθέρωσε κάτι τόσο στους αντιπάλους όσο και στους συμμάχους της, ενθαρρύνοντάς τους να την επικρίνουν με τρόπους που προηγουμένως δεν θα τολμούσαν, και νομιμοποιώντας μια μορφή πολιτικής εξουσίας που είναι πιο συνηθισμένη σε εθνικά κοινοβούλια παρά στις Βρυξέλλες.
Με αυτή την έννοια, η 10η Ιουλίου 2025 αποτέλεσε ορόσημο: την πραγματική πολιτική έναρξη της δεύτερης θητείας της Φον ντερ Λάιεν στην εξουσία, σημειώνει με νόημα το Politico.
«Η Επιτροπή πρέπει να σταματήσει να υπαναχωρεί από την Πράσινη Συμφωνία με το ψευδές πρόσχημα της μείωσης της γραφειοκρατίας και να τηρήσει τις υποσχέσεις της», προειδοποίησε ο Μπας Άικχαουτ, πρόεδρος της Ομάδας των Πρασίνων/EFA.
Ποιος θα κινηθεί εναντίον της Φον ντερ Λάιεν στη συνέχεια;

Η πρόταση μομφής προήλθε από παρακλάδι της λαϊκιστικής δεξιάς, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ευρωβουλευτών που τείνουν ευνοϊκά προς τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και γι’ αυτό ήταν εύκολο να απορριφθεί από όλα τα κόμματα του κεντρώου και φιλοευρωπαϊκού τόξου.
Η επόμενη, όμως, ενδέχεται να προέλθει από ένα αριστερό-πράσινο μπλοκ που είναι εξοργισμένο από το γεγονός ότι η VDL αναιρεί μεγάλο μέρος της πράσινης ατζέντας της. Με συνδυαστικά 99 έδρες στο Κοινοβούλιο, δεν θα είχαν καμία δυσκολία να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες ψήφους για να καταθέσουν πρόταση μομφής.
Ωστόσο, η σοβαρότερη απειλή για την Φον ντερ Λάιεν προέρχεται από μέλη του ίδιου του συνασπισμού που τη βοήθησε να ανέλθει στην εξουσία το 2019 και ξανά το 2024 -δηλαδή τις ομάδες των Φιλελευθέρων (Renew) και των Σοσιαλιστών & Δημοκρατών (S&D).
Καμία από τις δύο ομάδες -οι οποίες και οι δύο υπέστησαν σημαντικές απώλειες στις τελευταίες εκλογές- δεν έχει συμφέρον να ανατρέψει τη Φον ντερ Λάιεν, καθώς παραμένει η καλύτερη ελπίδα τους για να προωθηθούν έστω και μερικά από τα πολιτικά τους αιτήματα.
Ωστόσο, το μάθημα που πιθανότατα αποκόμισαν, είναι ότι οι ήσυχες διαπραγματεύσεις παρασκηνίου με την Επιτροπή δεν είναι πλέον ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να πετύχουν τους στόχους τους. Αντιθέτως, το μήνυμα των τελευταίων εβδομάδων είναι το ακριβώς αντίθετο: εκείνοι που φωνάζουν πιο δυνατά και απειλούν πιο αποτελεσματικά, κερδίζουν.
Κι όταν ένα τέτοιο μάθημα εμπεδωθεί, μπορεί να αποδειχθεί αδύνατο να ξεχαστεί -ακόμη και για ένα παραδοσιακά συγκρατημένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.