Μετά την ήττα της από τους Βρετανούς στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου, η δυναστεία των Τσινγκ υπέγραψε το 1842 μια συνθήκη που καταδίκασε την Κίνα σε πάνω από έναν αιώνα ξένης καταπίεσης και αποικιακού ελέγχου της εμπορικής της πολιτικής. Ήταν η πρώτη από τις λεγόμενες «ανισομερείς συνθήκες», δηλαδή συμφωνίες επιβεβλημένες με στρατιωτική και τεχνολογική υπεροχή, με στόχο να αναστραφεί ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα. Σας θυμίζει κάτι; «Σχεδόν δύο αιώνες μετά, η ΕΕ αρχίζει να καταλαβαίνει πώς είναι αυτό το συναίσθημα», σχολιάζει το Politico σε άρθρο του με τίτλο: «Ο “αιώνας της ταπείνωσης” της Ευρώπης μόλις ξεκινά».
Η «ανισομερής συνθήκη» και η ευρωπαϊκή… ανεπάρκεια
Η επίσκεψη της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προς το γήπεδο γκολφ του Ντόναλντ Τραμπ στο Τέρνμπερι της Σκωτίας τον περασμένο μήνα για την επίτευξη μιας εμφανώς άνισης εμπορικής συμφωνίας, έχει προκαλέσει φόβους ότι η Ευρώπη έχει χάσει την επιρροή που κάποτε πίστευε πως κατείχε ως παγκόσμια εμπορική δύναμη.
Οι επικριτές της φον ντερ Λάιεν έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την αποδοχή του δασμού 15% από τον Τραμπ για τα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα ως «πράξη υποταγής», «καθαρή πολιτική ήττα για την ΕΕ» και «ιδεολογική και ηθική παράδοση».
Κι αν στόχος της ήταν να κατευνάσει τον Αμερικανό πρόεδρο, την περίμενε μια ψυχρολουσία. Με το μελάνι της συμφωνίας ακόμη νωπό, ο Τραμπ επανήλθε τη Δευτέρα με απειλή για νέους δασμούς, αυτή τη φορά λόγω των ευρωπαϊκών κανονισμών για την ψηφιακή αγορά που επηρεάζουν τους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ. Αν η ΕΕ δεν συμμορφωθεί, προειδοποίησε, οι ΗΠΑ θα διακόψουν τις εξαγωγές κρίσιμης τεχνολογίας μικροτσίπ.
Η επίθεση αυτή ήρθε λιγότερο από μία εβδομάδα αφότου οι Βρυξέλλες πίστευαν πως είχαν εξασφαλίσει γραπτή εγγύηση από την Ουάσιγκτον ότι οι ευρωπαϊκοί ψηφιακοί κανόνες —και η κυριαρχία τους— ήταν ασφαλείς.
Ο Τραμπ κρατά αυτό το μοχλό πίεσης επειδή – όπως και οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές του 19ου αιώνα – διαθέτει τα στρατιωτικά και τεχνολογικά «χαρτιά» και γνωρίζει καλά πως ο ευρωπαίος συνομιλητής του υστερεί και στα δύο. Ξέρει πως η Ευρώπη δεν θέλει να αντιμετωπίσει τον Πούτιν χωρίς αμερικανική στρατιωτική κάλυψη, ούτε μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την τεχνολογία των ΗΠΑ – άρα νιώθει ότι μπορεί να επιβάλει την εμπορική του ατζέντα.
Ο Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, Μαρός Σέφτσοβιτς, άφησε να εννοηθεί ότι η συμφωνία αντικατοπτρίζει τη στρατηγική αδυναμία της Ευρώπης και την ανάγκη της για αμερικανική υποστήριξη. «Δεν πρόκειται μόνο για εμπόριο. Πρόκειται για ασφάλεια, για την Ουκρανία, για τη γεωπολιτική αστάθεια», δήλωσε.
Η συμφωνία είναι, σύμφωνα με τον Τόρστεν Μπέννερ του Global Public Policy Institute, «άμεσο αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής ανεπάρκειας στον τομέα της ασφάλειας, της ανικανότητάς της να εξασφαλίσει στρατιωτική αυτονομία και της αποτυχίας να επενδύσει επί δύο δεκαετίες στην ασφάλεια και την τεχνολογική της ισχύ».
Όπως και η δυναστεία Τσινγκ, η Ευρώπη αγνόησε τα προειδοποιητικά σημάδια για χρόνια. «Πληρώνουμε τώρα το τίμημα για το γεγονός ότι αγνοήσαμε το ξυπνητήρι της πρώτης θητείας Τραμπ — και ξαναπέσαμε για ύπνο. Ελπίζω να μην κάνουμε το ίδιο και τώρα», είπε η Σαμπίνε Βεγιάντ, γενική διευθύντρια εμπορίου της Κομισιόν, λίγες ώρες πριν ο Τραμπ εκτοξεύσει τη νέα του επίθεση.
Παλιές πληγές, νέες απειλές
Η Συνθήκη της Νανκίν, που υπογράφηκε υπό απειλή πάνω σε βρετανικό πολεμικό πλοίο το 1842, ανάγκασε την Κίνα να παραχωρήσει το Χονγκ Κονγκ, να πληρώσει αποζημιώσεις και να δεχθεί δασμούς που επέβαλαν οι Βρετανοί. Άνοιξε επίσης πέντε λιμάνια για «ελεύθερο» εμπόριο — δηλαδή για την εξαγωγή οπίου από τη Βρετανία.
Ο Πόλεμος του Οπίου σηματοδότησε την αρχή του «αιώνα της ταπείνωσης» για την Κίνα — ένα τραύμα που ακόμη επηρεάζει τη στρατηγική της. Ένας βασικός λόγος που υπέκυψε η Κίνα ήταν η τεχνολογική και στρατιωτική της καθυστέρηση. Ο αυτοκράτορας Τσιενλούγκ είχε πει το 1793 στους Βρετανούς ότι η Κίνα δεν είχε ανάγκη τα «βαρβαρικά τους προϊόντα». Αν και είχε εφεύρει την πυρίτιδα και τα όπλα, η έλλειψη καινοτομίας την άφησε τεχνολογικά πίσω δύο αιώνες.
Αντίστοιχα, η ΕΕ πληρώνει τώρα την καθυστέρησή της έναντι των ΗΠΑ. Οι περικοπές στις αμυντικές δαπάνες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και η αδιαφορία για την τεχνολογική εξέλιξη άφησαν την ήπειρο πίσω σε σχεδόν κάθε κρίσιμο τομέα. Ο Αμερικανός εμπορικός εκπρόσωπος Τζέιμσον Γκριρ χαρακτήρισε τη νέα συμφωνία ως απαρχή μιας νέας παγκόσμιας τάξης — του λεγόμενου «Συστήματος Τέρνμπερι», παραλληλίζοντας το με το Μπρέτον Γουντς του 1944.
Ένα αβέβαιο φθινόπωρο
Με την τελευταία του επίθεση, ο Τραμπ έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν σέβεται τις προσπάθειες της ΕΕ να εξαιρέσει ευαίσθητα ζητήματα από την κοινή δήλωση. Η αοριστία του τετρασέλιδου κειμένου του αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα νέων απαιτήσεων ή αντιποίνων.
Πιθανές ταπεινώσεις περιμένουν την ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για ποσοστώσεις στα μέταλλα, εξαιρέσεις σε κλάδους και επενδυτικές υποχρεώσεις. Όταν ρωτήθηκε τι θα συμβεί αν η ΕΕ δεν επενδύσει τα υποσχεθέντα 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ, ο Τραμπ απάντησε: «Τότε θα πληρώσουν δασμούς 35%».
Οι Βρυξέλλες γνωρίζουν πολύ καλά τον κίνδυνο. Η Κομισιόν λέει πως τα 600 δισ. δεν είναι δεσμευτικά, αλλά πρόθεση του ιδιωτικού τομέα. Όμως ο Τραμπ μπορεί να το χρησιμοποιήσει σαν μοχλό για επιβολή κυρώσεων. «Περιμένουμε περαιτέρω αναταράξεις», δήλωσε ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος. «Αλλά νιώθουμε πως έχουμε ένα είδος ασφαλιστικής δικλείδας».
Ωστόσο, με την αποδοχή της συμφωνίας, η ΕΕ απέδειξε ότι ο εκβιασμός αποδίδει. Το Πεκίνο παρακολουθεί προσεκτικά, σε μια συγκυρία που οι σχέσεις ΕΕ–Κίνας βρίσκονται στο ναδίρ, ενώ η εξάρτηση της Δύσης από την Κίνα για κρίσιμες πρώτες ύλες της δίνει γεωπολιτικό πλεονέκτημα.
Πώς μπορεί να αποφύγει την παρακμή η Ευρώπη;
Πριν τη συμφωνία, η φον ντερ Λάιεν τόνισε πως η στρατηγική της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ πρέπει να βασίζεται σε τρεις άξονες: αντίμετρα, διαφοροποίηση εμπορικών εταίρων και ενίσχυση της ενιαίας αγοράς.
Για ορισμένους, σημειώνει το Politico, αυτή η κρίση πρέπει να λειτουργήσει ως καμπανάκι για βαθιές αλλαγές. Ο Μάριο Ντράγκι και ο Ενρίκο Λέτα πρότειναν, σε αναφορές τους, θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ.
Ο Ντράγκι προχώρησε σε μια αυστηρή προειδοποίηση: η ικανότητα του Τραμπ να επιβάλλει τη βούλησή του στην ΕΕ αποδεικνύει ότι, αν δεν σοβαρευτεί, η Ένωση οδηγείται στην αχρηστία — ή και στην εξαφάνιση. «Η Ευρώπη είναι απροετοίμαστη σε έναν κόσμο όπου το διεθνές εμπόριο καθορίζεται από τη γεωοικονομία, την ασφάλεια και τη σταθερότητα των προμηθειών — όχι από την αποδοτικότητα», δήλωσε.
Ο Εϊμον Ντραμ του German Marshall Fund τόνισε: «Η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει το επιχειρηματικό της περιβάλλον ως γεωπολιτικό πλεονέκτημα». Αυτό απαιτεί επενδύσεις σε υποδομές, ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, αξιοποίηση των αποταμιεύσεων για επενδύσεις και ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών. Ο Γάλλος Υπουργός Ευρώπης, Μπενζαμέν Αντάντ, δήλωσε: «Πρέπει να επενδύσουμε μαζικά στην τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, τις πράσινες τεχνολογίες και να προστατεύσουμε τις στρατηγικές μας βιομηχανίες — όπως κάνουν χωρίς δισταγμό οι Αμερικανοί».
Το στοίχημα του ελεύθερου εμπορίου
Άλλοι βλέπουν τη λύση στην ενίσχυση και διαφοροποίηση των εμπορικών σχέσεων. Η ΕΕ δηλώνει έτοιμη να ανακοινώσει τη συμφωνία με την Mercosur (την ένωση των χωρών της Νότιας Αμερικής), ενώ επιδιώκει συμφωνίες με την Ινδονησία, την Ινδία και άλλες χώρες, καθώς και πιο στενή συνεργασία με τη συμφωνία CPTPP της Ασίας.
«Εκτός από τον εκσυγχρονισμό του ΠΟΕ, η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει το δίκτυο εμπορικών συμφωνιών με αξιόπιστους εταίρους», δήλωσε ο Μπερντ Λάνγκε, πρόεδρος της επιτροπής εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Για να σταθεροποιήσουμε το εμπορικό σύστημα που βασίζεται σε κανόνες, πρέπει να βρούμε κοινό έδαφος με δημοκρατικές χώρες».
Ο Ντραμ το έθεσε ωμά: «Η Ευρώπη έχει να επιλέξει. Θα ενισχύσει τη θέση της ως κόμβος του ελεύθερου εμπορίου, ή θα γίνει απλώς το πεδίο μάχης όπου συγκρούονται Κίνα και ΗΠΑ;».