Ο Αμερικανός βιολόγος Ντέιβιντ Μπάλτιμορ, ο οποίος βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ιατρικής το 1975 στα 37 του, έφυγε από τη ζωή το Σάββατο σε ηλικία 87 ετών.
Ο Μπάλτιμορ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), υπήρξε κορυφαία μορφή της μοριακής βιολογίας και διακρίθηκε για την ανακάλυψη ενός ιικού ενζύμου που εξηγούσε τον τρόπο με τον οποίο αντιγράφεται η γενετική πληροφορία στα κύτταρα.
Η συμβολή αυτή υπήρξε θεμελιώδης για την ανάπτυξη των γονιδιακών θεραπειών και του χάρισε το Νόμπελ για τις έρευνές του στους ρετροϊούς, όπως ο HIV.

Ωστόσο, η καριέρα του επισκιάστηκε τη δεκαετία του 1980, όταν ενεπλάκη σε υπόθεση επιστημονικής απάτης.
Αν και ο ίδιος δεν κατηγορήθηκε ποτέ προσωπικά, μια συνεργάτιδά του από την Ιαπωνία, με την οποία είχε συνυπογράψει μελέτη, βρέθηκε στο στόχαστρο κατηγοριών για παραποίηση δεδομένων.
Ο Μπάλτιμορ κλήθηκε επανειλημμένα να υπερασπιστεί τη δουλειά του, ακόμα και ενώπιον Επιτροπής του Κογκρέσου, και το 1991 παραιτήθηκε από την προεδρία του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ μετά από 18 μήνες θητείας.
Η πλήρης αποκατάσταση ήρθε το 1996, όταν εκείνος και η συνεργάτιδά του απαλλάχθηκαν οριστικά από κάθε κατηγορία.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να την ξεχάσω», είχε πει στους New York Times, αναφερόμενος σε εκείνη την δύσκολη περίοδο της ζωής του.