Η πολιτική κρίση στη Γαλλία πυροδοτεί ανησυχίες για μετάδοση της οικονομικής αβεβαιότητας στην ευρωζώνη, ενώ «στο κάδρο» μπαίνει πλέον ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν, αφού απέτυχε στο υποτίθεται προνομιακό πεδίο του: την οικονομία.
Ο πρώην επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, που είναι επικεφαλής του γαλλικού ελεγκτικού συνεδρίου και ένα από τα πιθανά πρόσωπα που μπορούν να αναλάβουν την πρωθυπουργία στη Γαλλία, «κάρφωσε» εμμέσως τον Γάλλο πρόεδρο, λέγοντας σε συνέντευξη ότι από τα 3,4 τρισεκατομμύρια ευρώ του γαλλικού χρέους, περισσότερο από το 1 τρισ δημιουργήθηκε από το 2019.
Το δημόσιο χρέος είναι η καρδιά του προβλήματος της χώρας και τελικά είναι ο ίδιος ο Μακρόν, που θεωρείται υπεύθυνος ότι δεν κατάφερε να θέσει υπό έλεγχο τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας, παρότι είχε το προφίλ του μεταρρυθμιστή και του ανθρώπου που «καταλαβαίνει» την οικονομία και τις αγορές.
Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας τον Δεκέμβριο. Οι S&P Global και Fitch έχουν ήδη τη χώρα σε «αρνητική προοπτική», ενώ η Fitch πρόκειται να δημοσιεύσει την αναθεώρηση της πιστοληπτικής της ικανότητας στις 12 Σεπτεμβρίου και δεν αποκλείεται να την υποβαθμίσει.
Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας αυξήθηκε στο 113% πέρυσι και αναμένεται να φτάσει το 118% έως το 2026. Είναι η τρίτη υψηλότερη αναλογία στην ευρωζώνη μετά την Ελλάδα και Ιταλία.
Οι πληρωμές τόκων στη Γαλλία αναμένεται να φθάσουν τα 67 δισεκατομμύρια ευρώ το 2025, από 59 δισεκατομμύρια το 2024, και προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 100 δισεκατομμύρια έως το 2029. Αυτό σημαίνει ότι η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους θα αποτελέσει για πρώτη φορά την μεγαλύτερη δαπάνη του προϋπολογισμού, ξεπερνώντας ακόμα και την εκπαίδευση και την άμυνα
Η Γαλλία είναι πλέον σε χειρότερη θέση από τις χώρες της «περιφέρειας» της Ευρώπης, οι οποίες σήμερα εμφανίζουν όχι μόνο καλύτερες επιδόσεις στον προϋπολογισμό και στα ομόλογα και μικρότερο ρίσκο για τους επενδυτές, αλλά έχουν και πολιτική σταθερότητα.
Το επιτόκιο για τα 10ετη ομόλογα της Γαλλίας έχει εκτοξευτεί στο 3,41%, πολύ κοντά σε εκείνο της Ιταλίας που είναι στο 3,51%, ψηλότερα από της Ελλάδας που είναι στο 3,31% και ενώ της Γερμανίας (που είναι το βαρόμετρο) βρίσκεται στο 2,39%.
Η Ιταλία, που ήταν πριν μόλις λίγα χρόνια «ο μεγάλος ασθενής» εμφανίζει καλύτερη εικόνα σε πολλά οικονομικά μέτωπα, αλλά και στην πολιτική σταθερότητα.
Η κυβέρνηση συνεργασίας της Μελόνι έχει φέρει μια σπάνια περίοδο πολιτικής σταθερότητας και έχει ηρεμήσει τις αρχικά νευρικές αγορές ομολόγων με τη δημοσιονομική της πειθαρχία.
Η κυβέρνηση Μελόνι μειώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα από 4,3% του ΑΕΠ το 2024 στο 2,8% το επόμενο έτος. Αυτό θα το φέρει κάτω από το ανώτατο όριο του 3% της ΕΕ, επιτρέποντας στην Ιταλία να εξέλθει από τις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος της Ένωσης.
Σε αντίθεση με τη δημοσιονομική συγκράτηση της Ιταλίας, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας αυξήθηκε στο 5,8% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024, σύμφωνα με την Eurostat. Η κυβέρνηση ελπίζει να το μειώσει στο 3% μέχρι το τέλος του 2029.
Το spread στα ιταλικά ομόλογα είχε σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 σε σχέση με τα γερμανικά. Έκτοτε μειώνεται συνεχώς και σήμερα είναι 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, το χαμηλότερο επίπεδο από πριν την κρίση χρέους της ευρωζώνης, όταν ξεπέρασε τις 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Και βέβαια φωτεινή εξαίρεση που αρχίζει και επισημαίνεται στο διεθνή Τύπο είναι η Ελλάδα, η οποία όχι μόνο δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο από τη Γαλλία, αλλά έχει επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό συνεχώς τα τελευταία χρόνια.
►Ο Μακρόν διόρισε νέο πρωθυπουργό τον Σεμπαστιάν Λεκορνί
Πρωτογενές πλεόνασμα
Η Γαλλία, σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς, δεν «σώνεται» εάν δεν επιτύχει και εκείνη πρωτογενές πλεόνασμα, κάτι που φαίνεται σήμερα πολιτικά απίθανο, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Μπαϊρού έπεσε επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να περάσει τα μέτρα εξυγίανσης. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός της Γαλλίας Φρανσουά Μπαϊρού παρουσίασε ένα δημοσιονομικό πακέτο για το 2026 που με αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών ύψους 44 δισ. ευρώ, με στόχο, την αποφυγή μιας κρίσης χρέους παρόμοιας με αυτή που βίωσε στο παρελθόν η Ελλάδα.
Η φιλολογία περί προσφυγής της Γαλλίας στο ΔΝΤ ή επιβολής «μνημονίων» αλα ελληνικά κρίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, υπερβολική, με αυστηρά οικονομικά κριτήρια, καθώς η χώρα δεν αντιμετωπίζει κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών ούτε περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές χρέους.
Αν χρειαστεί, η κυβέρνηση μπορεί να «επαναλάβει» τον προϋπολογισμό του 2025 και το 2026 ή ο πρόεδρος μπορεί να εγκρίνει έναν νέο με διάταγμα.
Ο μεγάλος κίνδυνος, όμως, για τη Γαλλία έγκειται στο φαινόμενο της χιονοστιβάδας που προκαλεί η αύξηση του κόστους δανεισμού, το οποίο διαρκώς επιβάλλει ανάγκες για μεγαλύτερες περικοπές δαπανών, οι οποίες πυροδοτούν την πολιτική κρίση.
Όπως εκτίμησε το κρατικό Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης, η Γαλλία θα πρέπει να επιτύχει μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα, πριν από την πληρωμή τόκων, της τάξης του 1% του ΑΕΠ για να σταματήσει το φαύλο κύκλο.
Μεγάλο μέρος αυτού θα πρέπει να προέλθει από περικοπές δαπανών, δεδομένου ότι οι δημόσιες δαπάνες και η φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ήδη οι υψηλότερες στην ΕΕ.
Το πρωτογενές πλεόνασμα όμως, στο οποίο «διαπρέπει» η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι μια δύσκολη υπόθεση. Όπως έγραψαν οι Financial Times, η Γαλλία κατάφερε να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα μόνο μία φορά τα τελευταία 30 χρόνια, σε σύγκριση με 25 φορές για την Ιταλία.