Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν όρισε την Τρίτη τον πιστό Σεμπαστιάν Λεκορνί, πρώην συντηρητικό προστατευόμενο που είχε στηρίξει την προεδρική του εκστρατεία το 2017, ως πρωθυπουργό, διαψεύδοντας τις προσδοκίες ότι ίσως στραφεί προς τα αριστερά.
Ο 39χρονος, νέος πρωθυπουργός της Γαλλίας πια, ήταν ο μόνος υπουργός που παρέμεινε στην κυβέρνηση από την πρώτη εκλογή του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν το 2017, ξεπερνώντας αμέτρητους ανασχηματισμούς και πρόωρες εκλογές.
«Τα κατάφερε μάλλον καλά στον κόσμο του Μακρόν», δήλωσε στο Politico ένας αξιωματούχος του κοινοβουλίου. «Έχει χαρακτηριστικά ‘survivor‘».
Στη διάρκεια των τελευταίων 7 ετών, ο Λεκορνί έχει εδραιώσει τα διαπιστευτήριά του ως πιστός σύμμαχος του Μακρόν, χτίζοντας ένα πολιτικό προφίλ που ταιριάζει πολύ με αυτό του προέδρου – ιδίως η εμπλοκή του με την πολιτική σε τοπικό επίπεδο.
Ο Λεκορνί διατηρεί χαμηλό δημόσιο προφίλ, αποκαλύπτοντας ελάχιστα για την προσωπική του ζωή.
Ένας «smooth operator»

Ο Λεκορνί για κάποιους φάνταζε φαβορί μετά την πτώση του Μπαϊρού. Κύκλοι εξουσίας της Γαλλίας τον θεωρούν ως έναν πολιτικό “smooth operator”.
“Σε ένα ντιμπέιτ, μπορείς να του κάνεις την ίδια ερώτηση τρεις φορές, ξέρει πώς να μην απαντήσει [όταν δεν θέλει], ενώ εξακολουθεί να σου δίνει την εντύπωση ότι είναι καλός ακροατής”, δήλωσε ένας βουλευτής από κόμμα της αντιπολίτευσης, περιγράφοντάς τον ως “απίστευτα επιδέξιο”.
Στα 19 του χρόνια, ο Λεκορνί ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως ο νεότερος κοινοβουλευτικός βοηθός της Γαλλίας. Στην αρχή ήταν μέλος του συντηρητικού κόμματος Les Républicains, εργάστηκε για να κερδίσει τον σεβασμό από όλους τους πολιτικούς χώρους – από την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης τόσο του Εμανουέλ Μακρον όσο και της Μπριζίτ Μακρόν μέχρι τη φιλοξενία κάπως αμφιλεγόμενων δείπνων με την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν.
Η διατήρηση αυτής της απήχησης διευκολύνεται από την ευρεία συναίνεση στη χώρα σχετικά με την ανάγκη να καταστούν οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις καλύτερα εξοπλισμένες και ασφαλώς πιο ισχυρές.
Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το όνομά του έχει συνδεθεί με την ενίσχυση των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων. Το 2023 έφερε στο κοινοβούλιο έναν νέο νόμο στρατιωτικού σχεδιασμού που προέβλεπε αμυντικές δαπάνες ύψους 413 δισεκατομμυρίων ευρώ από το 2024 έως το 2030.
Ο Λεκορνί έχει στενούς δεσμούς με τον Γερμανό ομόλογό του.
Όμως, παρότι ευδοκιμεί στην οικοδόμηση διμερών, προσωπικών σχέσεων, ο Γάλλος πρωθυπουργός νιώθει λιγότερο άνετα σε πολυμερή περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένων των συνεδριάσεων στις Βρυξέλλες τις οποίες αποφεύγει τις περισσότερες φορές. Πέρυσι, ο πρώην πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ φέρεται να του είπε να εμφανίζεται συχνότερα στις Βρυξέλλες.
“Δεν είναι πολύ ευρωπαϊκός στον τρόπο σκέψης του”, υποστήριξε ένα στέλεχος της βιομηχανίας.
Όντας, ένθερμος υποστηρικτής της γαλλικής κυριαρχίας, ο Λεκορνί έχει εκφράσει μερικές φορές επιφυλακτικότητα για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ιδίως για την Κομισιόν.
Τι δείχνει η επιλογή Λεκορνί

Η επιλογή του 39χρονου Λεκορνί δείχνει την αποφασιστικότητα του Μακρόν να συνεχίσει με μια κυβέρνηση μειοψηφίας που στηρίζει σταθερά την υπέρ των επιχειρήσεων οικονομική μεταρρυθμιστική του ατζέντα, στο πλαίσιο της οποίας έχουν μειωθεί οι φόροι για τις επιχειρήσεις και τους εύπορους, ενώ έχει αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης.
Ο Μακρόν αναγκάστηκε να διορίσει πέμπτο πρωθυπουργό σε λιγότερο από δύο χρόνια, αφού το κοινοβούλιο απέπεμψε τον Φρανσουά Μπαϊρού εννέα μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, λόγω των σχεδίων του για τον περιορισμό του διογκούμενου δημόσιου χρέους της χώρας.
Δίνοντας τη θέση στον Λεκορνί, ο Μακρόν διακινδυνεύει να αποξενώσει το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα και αφήνει τον πρόεδρο και την κυβέρνησή του να εξαρτώνται από την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν για στήριξη στο κοινοβούλιο.
Άμεση προτεραιότητα του Λεκορνί θα είναι να διαμορφώσει συναίνεση γύρω από τον προϋπολογισμό του 2026, ένα έργο που αποδείχθηκε η «αχίλλειος πτέρνα» του Μπαϊρού, ο οποίος είχε πιέσει για επιθετικές περικοπές δαπανών ώστε να συγκρατήσει το έλλειμμα, που ανέρχεται σε σχεδόν διπλάσιο από το όριο του 3% του ΑΕΠ που θέτει η ΕΕ.