Το Σοσιαλιστικό κόμμα έδωσε σωσίβιο – τουλάχιστον προσωρινά – στον Σεμπαστιάν Λεκορνί στη Γαλλία. Οι Σοσιαλιστές, έστω και με «αποστασίες», υποστήριξαν τον Γάλλο πρωθυπουργό, απορρίπτοντας την πρόταση μομφής που κατατέθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Συγκεκριμένα, συνολικά 271 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της πρότασης, αριθμός που υπολείπεται του ορίου των 289 ψήφων που θα οδηγούσε σε ανατροπή της κυβέρνησης. Επτά βουλευτές των Σοσιαλιστών, από τους συνολικά 69 της κοινοβουλευτικής ομάδας, αποφάσισαν να διαφοροποιηθούν από τη γραμμή του κόμματος και υπερψήφισαν την πρόταση.
Η άτακτη υποχώρηση για το συνταξιοδοτικό
Η κυβέρνηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί, που μετά την αιφνιδιαστική παραίτησή του επαναδιορίστηκε πρωθυπουργός από τον Εμανουέλ Μακρόν, κέρδισε την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, προχωρώντας σε μια σοβαρή υποχώρηση: Η μεγάλη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, που θεωρούταν κομβική από τον Γάλλο Πρόεδρο και παρουσιαζόταν ως το βασικό του επίτευγμα, αναβλήθηκε τουλάχιστον μέχρι το 2028.
Υπενθυμίζεται πως ο σχετικός νόμος είχε περάσει το 2023 με προεδρικό διάταγμα, παρακάμπτοντας το γαλλικό κοινοβούλιο, πυροδοτώντας σφοδρές πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις, τόσο για τις πρακτικές του Εμανουέλ Μακρόν, όσο και για την ουσία της μεταρρύθμισης που προβλέπει αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, αλλά και σημαντικές περικοπές δαπανών. Μόνο για το 2026, το «ψαλίδι» στο συνταξιοδοτικό είχε εκτιμηθεί στα 400 εκατομμύρια ευρώ, ενώ για το 2027 το μέγεθος εκτοξευόταν στα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ.
Με την «άτακτη υποχώρηση» Σεμπαστιάν Λεκορνί και Εμανουέλ Μακρόν έπεισαν τους Σοσιαλιστές να δώσουν ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία τώρα καλείται να προωθήσει τον προϋπολογισμό, που προβλέπει περικοπές έως και 40 δισεκατομμυρίων με στόχο τον περιορισμό του ελλείμματος, το οποίο έχει ξεπεράσει το 5,5% (πολύ πάνω από το όριο του 3% που θέτουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ), αλλά και τη μείωση του διαρκώς αυξανόμενου χρέους.
Επόμενη «πίστα» επιβίωσης ο προϋπολογισμός
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό θα ξεκινήσει από τη Δευτέρα (20/10), όταν το σχέδιο θα κατατεθεί στην Επιτροπή Οικονομικών της Εθνοσυνέλευσης.
Ο Σεμπαστιάν Λεκορνί, παρότι δεν διαθέτει την πλειοψηφία, έχει δεσμευτεί πως ο προϋπολογισμός θα συζητηθεί και θα ψηφιστεί στο κοινοβούλιο και δεν πρόκειται να γίνει χρήση της συνταγματικής πρόβλεψης για «παράκαμψη» της εθνοσυνέλευσης και έγκρισής του με προεδρικό διάταγμα. Εξάλλου κάτι τέτοιο δίνει αυτόματα στην αντιπολίτευση να καταθέσει εκ νέου πρόταση μομφής και τα δεδομένα θα ήταν διαφορετικά, καθώς οι Σοσιαλιστές έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους σε αυτή την πρακτική.
Στο «μυαλό» των Σοσιαλιστών – Το μεγάλο ρίσκο
Ο Ολιβιέ Φορ, επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας, παρότι το επιδίωξε, δεν έγινε πρωθυπουργός. Ήταν η τέταρτη φορά από τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2024, που ο Εμανουέλ Μακρόν αποφάσισε να επιλέξει κάποιον δικό του, γυρίζοντας την πλάτη στους Σοσιαλιστές. Όμως προσφέροντάς τους την αναβολή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, το σοσιαλιστικό κόμμα αποφάσισε να προχωρήσει σε μια πολιτική απόφαση υψηλού ρίσκου…
Να προβληθούν ως «δύναμη σταθερότητας» δίνοντας στην κυβέρνηση του Λεκορνί την ευκαιρία να καταθέσει το οικονομικό της πρόγραμμα, ώστε να καθησυχαστούν και οι αγορές. Από την άλλη μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν ως «δεκανίκι» του Μακρόν κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει τόσο σε απώλεια ψηφοφόρων, όσο και σε εσωτερικές διαμάχες, ακόμα και αποχωρήσεις.
Για την ηγεσία των σοσιαλιστών η πλάστιγγα έγειρε προς την υποστήριξη του Λεκορνί και για έναν ακόμη λόγο. Η κυβερνητική κρίση οδηγούσε αναπόφευκτα σε βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για την εξουσία στην ακροδεξιά. Η «Εθνική Συσπείρωση» της Μαρίν Λεπέν, με πρόεδρο τον Ζορντάν Μπαρντελά, είναι η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στο γαλλικό κοινοβούλιο και εμφανίζεται πρώτη και με διαφορά στις δημοσκοπήσεις.
Αν η Ακροδεξιά ενισχυόταν – ή κέρδιζε την πλειοψηφία – στις εκλογές, θα βρίσκονταν στο στόχαστρο των κεντρώων και δεξιών πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θα τους κατηγορούσαν ως «υπεύθυνους» για την κατάρρευση. Με την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν Λυκ Μελανσόν να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στους ψηφοφόρους της Αριστεράς, οι Σοσιαλιστές αναζητούν ακροατήριο στον κεντρώο χώρο.
Υπενθυμίζεται πως οι Σοσιαλιστές, στις αρχές του χρόνου, δεν είχαν ψηφίσει και την ανατροπή της κυβέρνησης Μπαϊρού, μια κίνησε που προκάλεσε έντονες εσωκομματικές τριβές. Στις διαδηλώσεις, στελέχη του κόμματος αμφισβητήθηκαν έντονα και σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξαν και επιθέσεις. Επιπλέον, όπως σημειώνει η Monde, στις εκλογικές τους περιφέρειες, η επιλογή του Λεκορνί δεν ήταν καθόλου δημοφιλής, και οι τοπικοί αιρετοί δυσκολεύονται να πείσουν με επιχειρήματα περί «πολιτικού ρεαλισμού». Όσο για τη νεότερη γενιά του κόμματος, δηλώνει ρητά ότι απορρίπτει τη «σοσιαλφιλελεύθερη» κληρονομιά των χρόνων Ολάντ — και ήθελε εξαρχής να πέσει ο Μπαϊρού. Επίσης δύσκολα θα μπορέσουν να διατηρήσουν πλέον της συμμαχία τους με τους Οικολόγους, οι οποίοι ψήφισαν υπέρ της πτώσης του Λεκορνί.
Το κρίσιμο ερώτημα για τους Σοσιαλιστές είναι εάν η αναστολή του συνταξιοδοτικού είναι αρκετή – επικοινωνιακά – για να θεωρηθεί ως νίκη τους. Το σίγουρο είναι πως αυτό θα αποτελέσει το κεντρικό τους αφήγημα καθώς η χώρα θα βαδίζει με μια ασταθή κυβέρνηση και ο χρόνος θα κυλάει προς τις προεδρικές εκλογές του 2027. Με αυτά τα δεδομένα, οι Σοσιαλιστές κινδυνεύουν να είναι τελικά οι μεγάλοι χαμένοι.