Ο όρος queer αναφέρεται σε άτομα τα οποία έλκονται από άτομα όλων των φύλων είτε είναι άνδρες, γυναίκες ή ότιδήποτε άλλο.
Η θέση της Διεθνούς Αμνηστίας σχετικά με τα δικαιώματα των διεμφυλικών ατόμων είναι ότι «τα διεμφυλικά άτομα αντιμετωπίζουν διακρίσεις με βάση την ταυτότητα του φύλου τους ή την έκφραση τους. Οι διακρίσεις σε βάρος τους είναι θεσμοθετημένες με νόμο σε πολλές χώρες. Ορισμένες χώρες δεν επιτρέπουν στα διεμφυλικά άτομα να τροποποιήσουν τα έγγραφα της ταυτότητάς τους ώστε να αντικατοπτρίζουν την ταυτότητα του φύλου τους. Οι χώρες που επιτρέπουν τις αλλαγές αυτές απαιτούν συχνά να προβούν σε ανεπανόρθωτες χειρουργικές επεμβάσεις στειρότητας ή σε διαζύγιο, κατά περίπτωση, προτού επιτρέψουν τις αλλαγές αυτές. Η βία κατά των διεμφυλικών ατόμων είναι ευρέως διαδεδομένη, ως αποτέλεσμα κατά καιρούς, διεμφυλικά άτομα να έχουν σκοτωθεί. Διεμφυλικά άτομα που έρχονται σε επαφή με την αστυνομία, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αναφέρουν περιστατικά εις βάρος τους, αναφέρουν συχνά παρενοχλήσεις και άλλου είδους κακομεταχείριση. Τέλος, αντιμετωπίζουν εχθρότητα στην καθημερινή τους ζωή, σε τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη, η απασχόληση και η εκπαίδευση».
Η λέξη queer ήταν και ενδεχομένως παραμένει αμφιλεγόμενη. Μερικοί ακόμα τη θεωρούν προσβλητική, αλλά τα περισσότερα LGBTQ+ άτομα έχουν ανακτήσει τη «βρισιά», χρησιμοποιώντας την περήφανα, με θετικό πρόσημο.
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη queer εμφανίζεται ήδη από τον 16ο αιώνα, προερχόμενη πιθανότατα από την γερμανική λέξη quer, που σημαίνει πλάγιος ή διεστραμμένος.
Μετά τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε να αποκτά μια πιο προσβλητική σημασία, αφού χρησιμοποιούνταν για να αναφερθεί υποτιμητικά.
Σήμερα, η λέξη queer χρησιμοποιείται από τους νέους για να αναφερθούν σε οποιονδήποτε δεν είναι staight όμως, για μερικούς ανθρώπους, ιδιαίτερα μεγαλύτερους σε ηλικία, έχει ακόμα αρνητική χροιά.