Η Μαριώ συνοψίζει με τη ζωή της την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού από το ’60 και μετά. Στις έξι δεκαετίες που μετράει η καριέρα της στο πάλκο είδε και έζησε τα πάντα: μεγάλους δημιουργούς, τραγουδιστές που άφησαν το αποτύπωμά τους στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, μαγαζιά – θεσμούς, δόξες, απληρωσιές και προσωπικές περιπέτειες αρκετές να γεμίσουν ένα βιβλίο.
Μιλώντας στο «Mega Καλημέρα» σήμερα, η τραγουδίστρια μίλησε για τα πρώτα χρόνια της στο πάλκο και την αντίδραση των γονιών της αλλά και του κοινωνικού περίγυρου.
«Ο πατέρας μου ήθελε να λέω ελαφρά τραγούδια -τότε ήταν της μόδας τα βαλς, τα ταγκό. Τα ρεμπέτικα τα έλεγα κρυφά. Έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου όταν κάποια φορά η αδελφή μου του είπε ότι τραγουδούσα εκείνα τα “αλήτικα” τραγούδια» θυμήθηκε η τραγουδίστρια, η οποία περιέγραψε με μελανά χρώματα την «υποδοχή» που επιφύλασσε η κοινωνία της εποχής, ιδιαίτερα στην επαρχία, στις γυναίκες τραγουδίστριες και ηθοποιούς.
«Οι γυναίκες έλεγαν “περνάει η ντιζέζ”», πρόσθεσε η Μαριώ, η οποία έμαθε μεγάλη ότι ο Άγιος Παΐσιος ήταν θείος της, από την πλευρά της μητέρα της.
«Η μητέρα μου δεν μιλούσε γι’ αυτά. Η γιαγιά μου πέθανε μέσα στο καΐκι που τους έφερνε από την Μερσίνα (το λιμάνι από όπου οι πρόσφυγες από τα Φάρασα της Καππαδοκίας ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την Ελλάδα). Είχε γεννήσει και πέθανε και, για να μην μυρίζει, την πέταξαν στην θάλασσα. Ήταν μια τραγική σκηνή για τη μάνα μου που τη σημάδεψε», αποκάλυψε η τραγουδίστρια, η οποία, παρά τα πάνω και τα κάτω της μοίρας, είχε την τύχη να έχει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.
«Με τον σύζυγό μου έχουμε κλείσει 54 χρόνια. Εγώ είμαι “βουβή” και ο άνδρας μου “κουφός”. Γιατί άμα δεν μιλάει η γυναίκα και δεν ακούει ο άνδρας, περνάνε καλά. Ο άνδρας μου μεγάλωσε και την κόρη μου. Επτά μηνών ήταν. Δεν είναι πατέρας αυτός που το έκανε το παιδί, αλλά αυτός που το μεγαλώνει» τόνισε.
Δείτε το σχετικό βίντεο: