Το συνήθως αργοκίνητο καράβι της ΕΣΗΕΑ ξαφνικά ενεργοποιήθηκε και με υπερβολική ευαισθησία πήρε θέση. Για να υπερασπίσει δυο «καταδιωκόμενους δημοσιογράφους» που βάλλονται από «ανώνυμα δημοσιεύματα» επειδή, λέει, «κάνουν ερωτήσεις».
Ιδού η παρέμβαση της ΕΣΗΕΑ:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ εκφράζει έντονο προβληματισμό για δημοσιεύματα, πολλώ δε μάλλον όταν είναι ανώνυμα, τα οποία στοχοποιούν δημοσιογράφους επειδή κάνουν τη δουλειά τους, επειδή δηλαδή κάνουν ερωτήσεις. Υπενθυμίζουμε, ότι η δημοσιογραφική δεοντολογία επιβάλλει να δίδεται η δυνατότητα απάντησης στα πρόσωπα, οι δραστηριότητες των οποίων αποτελούν αντικείμενο ρεπορτάζ», αναφέρεται στην ανακοίνωση της Ένωσης Συντακτών και προστίθεται:
«Θεωρούμε αδιανόητη την επίθεση εναντίον του Θανάση Κουκάκη, με αφορμή ερωτήσεις που απηύθυναν με την Ελίζα Τριανταφύλλου στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας, για λογαριασμό του inside story και μάλιστα πριν καν υπάρξει δημοσίευμα.
Το τεκμηριωμένο ρεπορτάζ και η τήρηση της δεοντολογίας είναι υποχρέωση όλων των δημοσιογράφων, είτε πραγματοποιούν έρευνα είτε ασκούν κριτική σε αυτούς που την πραγματοποιούν».
Όταν οι ερωτήσεις αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις
Πάμε λοιπόν στα αυτονόητα. Προφανώς, είναι δουλειά του δημοσιογράφου να κάνει ερωτήσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν οι ερωτήσεις αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις, απλώς για να παρουσιασθεί ένας αρνητικός ή συκοφαντικός χαρακτηρισμός;
Στέλνουμε λοιπόν ένα «ερευνητικό ερώτημα» σε κάποιον. Και με …ευγένεια τον ρωτάμε «γιατί κύριε είστε απατεώνας», «οι πηγές μας λένε ότι είσαι βιαστής ανηλίκων παιδιών», «κυρία μου στο κομμωτήριο της γειτονιάς κυκλοφορεί η φήμη ότι κάνετε …επισκέψεις», «τι έχετε να μας απαντήσετε;» και άλλες συναφείς και αναλόγου κάλους «δημοσιογραφικές ερωτήσεις». Επιτυγχάνοντας τον στόχο μας, γιατί με τη «διαρροή» των ερωτήσεων, ο ερωτώμενος έχει στηθεί στον τοίχο ή αλλιώς τον έχουμε κρεμάσει στα μανταλάκια.
Αυτό λοιπόν λέγεται «ερευνητική και αποκαλυπτική δημοσιογραφία». Αν είναι έτσι, προτρέπουμε την ΕΣΗΕΑ να την εντάξει στα σεμινάριά της. Δεν ξέρουμε πόσα… Πούλιτζερ θα βγουν έτσι, αλλά σίγουρα κάποιοι δημοσιογράφοι θα έρθουν πιο κοντά στις μπίζνες.
Συμπέρασμα: Όπως οι κρίνοντες κρίνονται κι αυτοί, έτσι και οι δημοσιογράφοι κρίνονται από τις ερωτήσεις που κάνουν και από τις απορίες που θέτουν. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ξαφνικά ανακαλύπτεις την Αμερική και διερωτάσαι αν ένας μέτοχος και η διευθύνουσα σύμβουλος μιας τράπεζας είναι παντρεμένοι, τότε δυο ενδεχόμενα είναι πιθανά.
Είτε πάσχεις από δημοσιογραφική καθυστέρηση είτε θέλεις να προβοκάρεις. Επειδή το δεύτερο ισχύει, τότε καλό θα ήταν να ξέρεις ότι όλα αυτά, πριν από τον «ερευνητή δημοσιογράφο» έχουν μπει στο μικροσκόπιο εξειδικευμένων μηχανισμών της ΕΚΤ και της ΤτΕ, οι οποίοι έχουν αποφανθεί οριστικά. Προς τι, λοιπόν, το τόσο καθυστερημένο ενδιαφέρον;
Μήπως εδώ έχουμε …άλλου τύπου δημοσιογραφία και εξυπηρέτηση κάποιων «αόρατων» συμφερόντων; Ας θέσουμε κι εμείς ένα ερώτημα, παρότι δεν είμαστε τόσο καλοί στην «ερευνητική δημοσιογραφία» όσο οι «προστατευόμενοι» της ΕΣΗΕΑ.
Και για να τελειώνουμε: Όποιος δημοσιογράφος κάνει καλά τη δουλειά του, δεν έχει ανάγκη από «υποστυλώματα». Δίνει τις μάχες, ακόμη και εναντίον όλων Συνήθως οι «καμπάνιες υποστήριξης» υποκρύπτουν προσπάθεια να δημιουργήσουμε θόρυβο. Κοινώς «βαβούρα». Εξυπηρετώντας τον ίδιο στόχο που έχουν και οι «αθώες ερωτήσεις», δηλαδή κάποιους να κρεμάσουμε στα μανταλάκια. Δηλαδή, για να είμαστε σαφείς, είναι «αθώο» να ρωτάς αν δυο επιχειρηματίες είναι παντρεμένοι, αλλά παντελώς ανήθικο και αδικαιολόγητο το ερώτημα για σχέσεις δημοσιευμάτων, χρηματιστηριακής εταιρείας και «σορταρίσματος» μετοχών.
Είπαμε, η Ελλάδα είναι «μικρό χωριό» και όλοι γνωριζόμαστε καλά.