Εν μέσω γενικευμένης αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων διεθνώς πραγματοποιήθηκε η έκδοση 10ετούς ομολόγου από το ελληνικό Δημόσιο, με το οποίο δανείσθηκε 3 δισ ευρώ με επιτόκιο που εκτοξεύτηκε στο 1,82%.
Μέχρι το τέλος της χρονιάς ο σχεδιασμός προβλέπει δανεισμό συνολικά 12 δισ.ευρώ, ενώ η αύξηση του επιτοκίου ήρθε σε μια στιγμή που διεθνώς ενισχύονται διεθνώς οι προσδοκίες για αύξηση των επιτοκίων.
Ενδεικτικά η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου έχει ανέβει σε σε υψηλά 2 ετών, πάνω από το 1,80%, ενώ η απόδοση του γερμανικού bund πέρασε σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από τον Μάιο του 2019, σηματοδοτώντας το τέλος της εποχής του «φθηνού χρήματος» με τα μηδενικά επιτόκια.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ήταν 0,53% τον περασμένο Αύγουστο, ενώ η προηγούμενη έκδοση αντίστοιχου ομολόγου είχε γίνει με επιτόκιο 0,81%.
Η αύξηση των επιτοκίων έρχεται τη στιγμή που η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι το Μάρτιο θα τερματίσει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας (PEPP) και ότι θα επανέλθει το τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP).
Οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ ήταν ο βασικός παράγοντας που κράτησε τα επιτόκια όλων των ομολόγων χαμηλά, ανάμεσα σε αυτά και των ελληνικών.
Η EKT έχει ανακοινώσει ότι θα συνεχίσει τις αγορές ελληνικών ομολόγων παρότι δεν είναι επιλέξιμα αφού δεν διαθέτουν επενδυτική βαθμίδα, αλλά το εύρος των παρεμβάσεων της ΕΚΤ μετά το Μάρτιο δεν θα είναι το ίδιο και μένει να φανεί σε ποιο βαθμό αυτές θα συγκρατήσουν το κόστος δανεισμού για τη χώρα μας.
Η δήλωση βούλησης στήριξης ελληνικών ομολόγων από την πλευρά της ΕΚΤ είναι μεν σημαντική και έχει και πολιτική σημασία, αλλά ήδη η στάση της κεντρικής τράπεζας και της ίδιας της προέδρου της Κριστίν Λαγκάρντ γίνεται αντικείμενο επικρίσεων, ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία.
H EKT δηλώνει αποφασισμένη να κρατήσει τα επιτόκια του ευρώ χαμηλά, παρά την αύξηση του πληθωρισμού -και σε αντίθεση με την FED η οποία θα ανεβάσει τα επιτόκια του δολαρίου το επόμενο διάστημα-, αλλά μένει να φανεί πόσο θα «αντέξει» η πολιτική αυτή στις επικρίσεις των Γερμανών και των άλλων «γερακιών» της ευρωζώνης.
Μόλις χθες δημοσιεύτηκε στο project syndicate άρθρο τριών κορυφαίων Γερμανών οικονομολόγων οι οποίοι έχουν θητεύσει και στην ΕΚΤ, του Jürgen Stark, του Thomas Mayer και του Gunther Schnabl, στο οποίο γράφουν μεταξύ άλλων ότι η πρόεδρος Lagarde δεν χειρίζεται σωστά το ζήτημα, ενώ αμφισβητούν και τη δυνατότητα των υπερχρεωμένων χωρών (όπως κατ’ εξοχήν η Ελλάδα) να ακολουθήσουν τα βήματα της νομισματικής ένωσης.
Σε κάθε περίπτωση το κόστος χρήματος αυξάνεται στη χώρα μας ταχύτερα, όπως φαίνεται και από την αύξηση της διαφοράς των ελληνικών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά (το λεγόμενο spread) η οποία από 1,095 ποσοστιαίες μονάδες έφτασε τις 1,51 μονάδες χθες. Η άνοδος αυτή αναδεικνύει ότι η Ελλάδα, με χρέος 383 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σε πάνω από 200% του ΑΕΠ είναι «διαφορετική περίπτωση».
Η αύξηση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα δεν δημιουργεί θέματα ρευστότητας καθώς -εκτός τεράστιων ανατροπών- θεωρείται δεδομένο ότι θα αντλήσει τα 12 δισ. ευρώ ιδιαίτερα εάν υπάρχει η συνεχιζόμενη στήριξη της ΕΚΤ.
Ωστόσο, η αύξηση των αποδόσεων και του spread χτυπάει την οικονομία από δύο πλευρές:
Αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που αντλείται από την αγορά και τούτο επιβαρύνει τους δείκτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, οι οποίοι το επόμενο διάστημα θα έρθουν πάλι στο προσκήνιο καθώς θα ξεκινήσουν οι συζητήσεις για την αναμόρφωση των κανόνων σταθερότητας. Αναμένονται μεν αλλαγές προς το ελαστικότερο, αλλά τα κριτήρια όπως φαίνεται θα είναι διαφορετικά για κάθε χώρα ανάλογα με τα δικά της δεδομένα -που είναι ιδιαίτερα δυσμενή για την Ελλάδα.
Η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει ότι η Ελλάδα δανείζεται πλέον με υψηλότερο επιτόκιο από εκείνο που πληρώνει στον επίσημο τομέα (ESM και ΔΝΤ) ο οποίος έχει στην κατοχή του και το 77% του χρέους, γεγονός που επιβαρύνει και τις προοπτικές αναβάθμισης των ελληνικών ομολόγων και την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Πολλά θα εξαρτηθούν το επόμενο διάστημα από την εξέλιξη του πληθωριστικού φαινομένου. Εάν η άνοδος των τιμών επιμείνει η ΕΚΤ ενδεχομένως θα χρειαστεί να παρέμβει, παρότι δεν το θέλει, αυξάνοντας τα επιτόκια, υπονομεύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ανάκαμψη, στην οποία βασίζονται οι ελληνικές προσδοκίες για είσοδο σε ενάρετο κύκλο αύξησης του ΑΕΠ, των δημοσίων εσόδων, των κερδών και της απασχόλησης.