Την ώρα που τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι στα «κάγκελα» μετά τη χθεσινή απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία επιτρέπει στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων να διενεργούν πλειστηριασμούς, το υπουργείο Οικονομικών, με ανακοίνωσή του, τονίζει ότι η σχετική απόφαση δεν αλλάζει τίποτα σε σχέση με ό,τι ισχύει μέχρι σήμερα.
«Απόφαση η οποία, όπως προκύπτει από τον Τύπο, δεν αλλάζει τίποτα σε σχέση με ό,τι ισχύει μέχρι σήμερα, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει όσα προβλέπει η νομοθεσία που ψηφίστηκε επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (Ν.4354/2015) σχετικά με τη νομιμοποίηση των εταιριών servicers να διενεργούν δικαστικές και εξώδικες ενέργειες επί των απαιτήσεων που τους μεταβιβάστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της διενέργειας πλειστηριασμού», αναφέρει χαρακτηριστικά το υπουργείο Οικονομικών και προσθέτει: «Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντιμετωπίζει με αίσθημα ευθύνης, ορθολογισμού και κοινωνικής ευαισθησίας το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους».
Αναλυτικά:
«Με σημερινές ανακοινώσεις τους, τα κόμματα της Αντιπολίτευσης σπεύδουν να τοποθετηθούν επί της απόφασης που, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, έλαβε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σχετικά με τη δυνατότητα των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers) να εκκινούν διαδικασίες πλειστηριασμού για δάνεια τα οποία έχουν μεταβιβαστεί από τράπεζες.
Απόφαση η οποία, σύμφωνα με τα ίδια δημοσιεύματα, ελήφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο με ευρύτατη πλειοψηφία.
Απόφαση η οποία, όπως προκύπτει από τον Τύπο, δεν αλλάζει τίποτα σε σχέση με ό,τι ισχύει μέχρι σήμερα, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει όσα προβλέπει η νομοθεσία που ψηφίστηκε επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (Ν.4354/2015) σχετικά με τη νομιμοποίηση των εταιριών servicers να διενεργούν δικαστικές και εξώδικες ενέργειες επί των απαιτήσεων που τους μεταβιβάστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της διενέργειας πλειστηριασμού.
Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία:
- νομοθέτησε την εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών τον Μάιο του 2017,
- έφερε τροπολογία για αυτεπάγγελτη δίωξη και αυτόφωρη διαδικασία για όσους εμποδίζουν ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς τον Δεκέμβριο του 2017,
- κατήργησε – οριζόντια – την προστασία της 1ης κατοικίας τον Φεβρουάριο του 2019,
- νομοθέτησε ένα αναποτελεσματικό πρόγραμμα παροχής κρατικής επιδότησης για την προστασία της 1ης κατοικίας, χωρίς να έχει υποβληθεί καμία αίτηση,
- παρέδωσε στην Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το ιδιωτικό χρέος σε ύψος που υπερέβαινε τα 238 δισ. ευρώ,
- παρέδωσε στην Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα «κόκκινα» δάνεια στο επίπεδο του Δεκεμβρίου του 2014, δηλαδή περίπου στο 43,5% του συνόλου των δανείων,
- μεταβίβασε τα δάνεια των τραπεζών στα funds.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν έχει δημοσιευθεί και κανείς δεν γνωρίζει το νομικό σκεπτικό της.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντιμετωπίζει με αίσθημα ευθύνης, ορθολογισμού και κοινωνικής ευαισθησίας το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους.
Υλοποιεί στοχευόμενες πρωτοβουλίες και αποτελεσματικές δράσεις ως προς το ζήτημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας και τους περιορισμούς των οδηγιών και κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κοινοτικού δικαίου.
Πρωτοβουλίες και δράσεις, όπως είναι η υλοποίηση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών (Ν.4738/2020), μέσω του οποίου περισσότεροι από 3.320 οφειλέτες έχουν ρυθμίσει οφειλές προς το Δημόσιο και προς χρηματοδοτικούς φορείς, συνολικού ύψους 1,08 δισ. ευρώ, καθιστώντας το συγκεκριμένο εργαλείο το πιο επιτυχημένο των τελευταίων 12 ετών για την αντιμετώπιση του ζητήματος, μεταξύ αυτών που θέσπισαν διαδοχικές κυβερνήσεις. Συγκριτικά, στον προηγούμενο εξωδικαστικό μηχανισμό της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μόλις 2.200 οφειλέτες ολοκλήρωσαν τη διαδικασία ρύθμισης οφειλών.
Παράλληλα, τράπεζες και διαχειριστές απαιτήσεων έχουν πραγματοποιήσει διμερείς ρυθμίσεις συνολικού ύψους 27 δισ. ευρώ για μη-εξυπηρετούμενα δάνεια πάνω από 590.000 δανειοληπτών.
Συνεπώς, αποδεικνύεται έμπρακτα ότι η Κυβέρνηση χειρίζεται με συνέπεια, μεθοδικότητα και υπευθυνότητα τα κρίσιμα ζητήματα που ταλανίζουν την κοινωνία μας.
Δεν καταφεύγει σε ανεδαφικές και ουτοπικές εξαγγελίες που ουδεμία λύση προσφέρουν στο κρίσιμο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους».