Έως και 20 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον ανταποδοτική σύνταξη δικαιούνται οι ασφαλισμένοι των Ειδικών Ταμείων ΔΕΚΟ και Τραπεζών.
Δηλαδή, αντί η ανταποδοτική σύνταξη για τα 40 έτη ασφάλισης να κυμαίνεται στο 50,01% του μέσου όρου των αποδοχών από το 2002 μέχρι την ημέρα της συνταξιοδότησης (συν τον τιμάριθμο), αυτός ο συντελεστής μπορεί να φτάσει υπό ορισμένες συνθήκες ακόμη και στο 70%. Για παράδειγμα για την περίοδο 1987-2010 (βλέπε σχετικό Πίνακα).
Φυσικά στα ανωτέρω θα πρέπει να προστεθεί η εθνική σύνταξη (413 ευρώ για 20 και πάνω έτη ασφάλισης και 371,7 ευρώ για την 15ετία).
Και ενώ πολλοί εξ αυτών αποκλείστηκαν των φετινών αυξήσεων λόγω «προσωπικής διαφοράς», τελικά έπρεπε να λαμβάνουν υψηλότερες αποδοχές και να πάρουν και την αναπροσαρμογή από 1/1/2023…
Πρόκειται για τους ασφαλισμένους των Ειδικών Ταμείων ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ, ΟΣΕ κ.α.) και των Τραπεζών (Αγροτική, Εθνική κ.α.) όπου οι υπάλληλοι πλήρωναν μεγαλύτερες εισφορές καθώς συνταξιοδοτούνταν και με ευνοϊκότερο ασφαλιστικό καθεστώς. Με 30 ή 32 έτη χωρίς όριο ηλικίας αρχικά, μετά με 35ετία (σ.σ. για ασφαλισμένους πριν το 1983) και με 35ετία και το 58ο έτος της ηλικίας για όσους είχαν 25ετία μέχρι το 2010 (συμπεριλαμβανομένου και του στρατού).
Με το γ’ μνημόνιο (Αύγουστος του 2015) όλα τα όρια ηλικίας εξισώθηκαν προς το 62ο έτος που ισχύει ουσιαστικά για όσους συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (40ετία) από 1/1/2022.
Ωστόσο, με το νόμο 4387/16 (Κατρούγκαλου) τον Μάιο του 2013 προβλέφθηκε επιπλέον ποσό σύνταξης για το επασφάλιστρο που πληρώνουν οι εργαζόμενοι στη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου.
Το ποσοστό αυτό καθορίστηκε στο 0,075% για κάθε επιπλέον μονάδα εισφοράς (εργαζόμενου και εργοδότη) για κάθε έτος. Και αφορά τόσο τα Βαρέα και Ανθυγιεινά, όσο και την παράλληλη ασφάλιση (π.χ. σύνταξη από τον ΟΑΕΕ για τους ελεύθερους επαγγελματίες, και προσαύξηση για τα ένσημα στον ιδιωτικό τομέα ή το δημόσιο για την παράλληλη ασφάλιση, πάντα στην περίπτωση που δεν θεμελιώνεται δικαίωμα δεύτερης-διπλής σύνταξης).
Ωστόσο, μετά από 7 χρόνια ισχύος του νόμου 4387/16 ουσιαστικά πολύ λίγα έχουν γίνει στις περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης (γιατροί του ΕΣΥ που πλήρωναν εισφορές στο ΤΣΑΥ και το Δημόσιο, Μηχανικοί του Δημοσίου σε Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και ΤΣΜΕΔΕ, Δικηγόροι κ.λπ., καθώς βεβαίως και στους ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα.
Πρόκειται για περισσότερους από 60.000 ασφαλισμένους οι οποίοι ναι μεν έλαβαν την παροχή τους από το ένα ταμείο, π.χ. ΙΚΑ, αλλά όχι την προσαύξηση από τον ΟΑΕΕ.
Αντιστοίχως, οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ και τραπεζών διεκδικούν την προσαύξηση της σύνταξης του λόγω των επιπλέον εισφορών που πλήρωναν οι ίδιοι , αλλά και οι επιχειρήσεις που απασχολούνταν.
Ωστόσο, αυτή η προσαύξηση να μην έχει υπολογιστεί μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να χρεώνονται με «προσωπική διαφορά», να θεωρείται δηλαδή από τον ΕΦΚΑ ότι λαμβάνουν υψηλότερες των δικαιουμένων αποδοχές και να αποκλείονται των αυξήσεων (αποκλείστηκαν από την αύξηση του 7,75% φέτος). Ενώ απλώς ο ΕΦΚΑ δεν κάνει τη δουλειά του.
Σε πολλές περιπτώσεις όταν κατατίθενται εξώδικα, κατεύθυνση που έχει δώσει και η Ανωτάτη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων (ΑΓΣΣΕ) προς τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις-μέλη της, τότε ο ΕΦΚΑ συμμορφώνεται.