Η βίαιη… γήρανση του Ασφαλιστικού αναδεικνύεται το πιο σημαντικό εθνικό πρόβλημα τόσο ως προς την… επάρκεια του Ελληνισμού να αμυνθεί των «πατρώων εδαφών» όσο και για τα αναγκαία εργατικά χέρια για την ανάπτυξη της οικονομίας και την διατήρηση της ευημερίας.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, προκαλείται τεράστια εκροή πόρων για την καταβολή των συντάξεων. Ζήτημα που προκαλεί ανισορροπίες στην διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης (τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό προκειμένου να πληρωθούν τα δάνεια του παρελθόντος, καθώς και των ασύδοτων ταμειακών ανοιγμάτων που δημιουργηθήκαν στη διάρκεια της πανδημίας).
Φέτος αναμένεται η πιο μαζική «έξοδος» απασχολουμένων προς τη σύνταξη, κάτι που θα προκαλέσει έλλειμμα χρήσης στον ΕΦΚΑ μετά από περίπου 10 χρόνια ισόρροπης διαχείρισης (λόγω των δραματικών - ονομαστικών - περικοπών στις συντάξεις την περίοδο 2010-2016).
Μέχρι τα τέλη του έτους αναμένεται να κατατεθούν σχεδόν 220.000 νέες αιτήσεις συνταξιοδότησης. Και λόγω της ταχύτερης εκκαθάρισης παλαιότερων φακέλων υπολογίζεται ότι θα προστεθούν μέσα στο 2025 περισσότεροι από 230.000 (νέοι) δικαιούχοι του ΕΦΚΑ. Με δεδόμενο ότι οι θάνατοι, ευτυχώς, υπολογίζονται στο ήμισυ των νέων συνταξιοδοτήσεων, προκύπτει «πρόβλημα» καταβολών του συστήματος. Ο ΕΦΚΑ έχει αιτηθεί ενίσχυσης επιπλέον 500 εκ. ευρώ φέτος, ενώ για το νέο έτος θα δοθούν 600 εκατ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, οι γεννήσεις αναμένεται να περιοριστούν στο 1/3 των νέων συνταξιοδοτήσεων. Από μόνο του, αυτό το στοιχείο αποτελεί παραδοχή αποτυχίας για την πολιτεία και την κυβέρνηση, η οποία παρακολουθεί απαθής την ηλικιακή κατάρρευση του πληθυσμού, την πιο κρίσιμη παράμετρο για την κοινωνία, την οικονομία και τη διαχρονική πορεία του Ελληνισμού.
Πριν από το 2024, η μεγαλύτερη έξοδος (των προηγούμενων ετών) σημειώθηκε το 2021 (212.151 αιτήσεις) έναντι 211.133 το 2022 και 190.388 το 2023. Αυτή η συνεχιζόμενη «μαζική έξοδος» έχει διάφορες αιτίες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οφείλεται κυρίως στην ωρίμανση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της γενιάς των «baby boom» (γεννηθέντες την δεκαετία του 1960).
Ωστόσο, υπάρχουν και τρεις πρόσθετοι παράγοντες οι οποίοι, σκοπίμως, υποτιμώνται:
-
Οι χαμηλές αμοιβές των εν ενεργεία, κάτι που ωθεί όσους είχαν καλύτερες αποδοχές την περίοδο 2002-2011, να οδηγούνται στη συνταξιοδότηση ώστε να μην μειωθεί ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη (μέσος όρος αμοιβών από το 2002 και μέχρι τον μήνα συνταξιοδότησης).
-
Τα μεγάλα διαστήματα ανεργίας, κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες και η απουσία τυπικών προσόντων προκειμένου να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις (απουσία προγραμμάτων κατάρτισης).
-
Η δυνατότητα συνέχισης της εργασίας - απασχόλησης χωρίς πέναλτι στις καταβολές του ΕΦΚΑ, παρά μόνο την καταβολή μη ανταποδοτικής εισφοράς 10% επί του μισθού ή επιπλέον 50% στα εισφορές κύριας σύνταξης (συν 78 ευρώ) για τους ελεύθερους επαγγελματίες.