Συγκεκριμένα, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου, μετά την αφαίρεση του συνόλου του ιδιωτικού χρέους τους. Εκτιμάται λοιπόν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απωλέσει το 27,9% του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους, σωρευτικά στη χρονική περίοδο 2008-2018.
Πτώση
Η πτώση αυτή είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα στις επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης και ακολουθούν η Ισπανία, η Ιταλία και η Κύπρος, ενώ η Γερμανία σημειώνει αξιόλογα κέρδη.
Το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία -παρά το γεγονός ότι ακολούθησε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής- λόγω της αύξησης του μη χρηματοοικονομικού πλούτου καθώς επωφελείται από τη σημαντική άνοδο των τιμών των ακινήτων κατά τα τελευταία έτη.
Παράλληλα, από την ανάλυση των εν λόγω στοιχείων προκύπτει ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα κατέγραψαν την μεγαλύτερη μείωση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου μετά την Ισπανία, όπως παρουσιάζεται στο Γράφημα.
Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με την καθίζηση της αγοράς ακινήτων τα προηγούμενα χρόνια. Η τελευταία, ωστόσο, παρουσιάζει πλέον σημαντικά σημάδια ανάκαμψης τόσο στα οικιστικά όσο και στα επαγγελματικά ακίνητα (ο δείκτης τιμών κατοικιών αυξήθηκε κατά 1,3% σε ετήσια βάση το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2018, ενώ οι δείκτες τιμών γραφείων και καταστημάτων αυξήθηκαν κατά 7,4% και 3,1% αντίστοιχα σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2018).