Η αβεβαιότητα στην παγκόσμια αγορά παραμένει καθώς η εικόνα για το τελικό καθεστώς των δασμών στο παγκόσμιο εμπόριο δεν έχει διαμορφωθεί, αν και είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι οι «αμοιβαίοι δασμοί» που ανήγγειλε πανηγυρικά ο Τραμπ στις 2 Απριλίου δεν πρόκειται να εφαρμοστούν.
Οι διαπραγματεύσεις είναι σε εξέλιξη χωρίς να υπάρχει ακόμα εικόνα για το αποτέλεσμα, ωστόσο είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η οικονομική παντοκρατορία των ΗΠΑ είναι πλέον υπό αμφισβήτηση και η αβεβαιότητα τροφοδοτεί μια νέα τάση που μπορεί να εδραιωθεί, για απομάκρυνση από τις δολαριακές αξίες.
Την «ημέρα της απελευθέρωσης» που ο Τραμπ ανακοίνωσε τους δασμούς, η αγορά πούλησε δολάριο και αγόρασε χρυσό.
Βραχυπρόθεσμα, η υπαναχώρηση Τραμπ με το «πάγωμα» των δασμών για 3 μήνες ανέκοψε τις πωλήσεις και οι τιμές των δολαριακών αξιών ανέκαμψαν μερικώς.
Δεν αποκλείεται οι ανακοινώσεις για τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων για τους δασμούς να δημιουργήσουν ένα αντίστροφο βραχυπρόθεσμο παιχνίδι, το οποίο να προκαλέσει ένα ράλι ανακούφισης στις δολαριακές αξίες. Ένα καλό βραχυπρόθεσμο trade μπορεί να αποδειχθεί η αντίστροφη τάση, δηλαδή αγορά δολαρίου και πώληση χρυσού.
► 100 ημέρες Τραμπ: Αμφισβητείται για πρώτη φορά η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου
Ωστόσο, η μακροχρόνια τάση είναι πλέον τουλάχιστον επιφυλακτική απέναντι στις ΗΠΑ.
Το brand «America» έχει πληγωθεί
Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι προς το παρόν, δεν υπάρχει επενδυτική εναλλακτική στο δολάριο, το οποίο είναι το κυρίαρχο διεθνές νόμισμα, τόσο ως διεθνές αποθεματικό μέσο όσο και ως μέσο συναλλαγών, από τη δεκαετία του 1970, που η ισοτιμία του αποδεσμεύτηκε από το χρυσό.
Το δολάριο δεν είναι μόνο το νόμισμα των ΗΠΑ, αλλά όλου του πλανήτη. Παρόλο που οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μόνο το 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το αμερικανικό νόμισμα χρησιμοποιείται για σχεδόν το 90% των αγοραπωλησιών συναλλάγματος στον κόσμο, ενώ πάνω από το 50% των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών είναι σε δολάρια.
Προς το παρόν δεν υπάρχει ανταγωνιστής, αφού το ευρώ δεν κατάφερε να ανταγωνιστεί σοβαρά το αμερικανικό νόμισμα, και το μερίδιό του διεθνώς, τόσο στα αποθέματα, όσο και στις συναλλαγές δεν ξεπέρασε εκείνο που είχαν αθροιστικά τα ευρωπαϊκά νομίσματα που συγχωνεύτηκαν στο κοινό νόμισμα. Ύστερα από μια μικρή άνοδο στην αρχή, μετά την ευρω-κρίση του 2010 το μερίδιο του ευρώ στις διεθνείς συναλλαγές υποχώρησε και παραμένει κολλημένο γύρω στο 20%.
Το μερίδιο του κινεζικού γιουάν, παρά την άνοδο της κινεζικής οικονομίας παραμένει κοντά στο 2%, κυρίως επειδή υπάρχουν capital controls και η ισοτιμία του δεν διαμορφώνεται ελεύθερα στην αγορά, όπως εκείνη του ευρώ.
► «Καρατομήθηκε» ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Μάικ Γουόλτς – Για τις διαρροές στρατιωτικών σχεδίων
Το Πεκίνο δεν αφήνει, μέχρι στιγμής, ελεύθερο το νόμισμα, αλλά υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων που πυροδότησε ο Τραμπ, δεν είναι ξεκάθαρο τι στάση θα ακολουθήσει η αμερικανική κυβέρνηση.
Το γεγονός είναι ότι η Κίνα σταδιακά μειώνει το ποσό των αμερικανικών ομολόγων που διατηρεί, και από 1,3 τρισ. δολάρια που διακρατούσε την προηγούμενη δεκαετία, έχει περιορίσει τις θέσεις της σε 880 δισ. δολάρια σε μια διαδικασία σταδιακής αποσύνδεσης, η οποία επιταχύνθηκε ύστερα από το πάγωμα των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Ο διεθνής ρόλος του δολαρίου
Ο διεθνής ρόλος του δολαρίου στις συναλλαγές, έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα πανίσχυρο διπλωματικό και γεωπολιτικό όπλο από τις ΗΠΑ. Ο αποκλεισμός μιας τράπεζας, μιας εταιρείας ή μιας χώρας από τα δολαριακά swap της FED και τις εκκαθαρίσεις του Swift σημαίνει ότι τίθεται αυτόματα εκτός αγοράς.
Όμως αυτή ακριβώς η εργαλειοποίηση του δολαρίου ως «όπλου» είναι εκείνη που έχει ενισχύσει τις συζητήσεις και τους σχεδιασμούς για εναλλακτικά κανάλια πληρωμών.
Η πολιτική των δασμών από τις ΗΠΑ δημιουργεί πολύ περισσότερα κίνητρα για τις υπόλοιπες χώρες εκτός ΗΠΑ να εξετάσουν εναλλακτικά συστήματα πληρωμών και εναλλακτικά νομίσματα.
Η έλλειψη εναλλακτικών -και η ανάγκη για τη δημιουργία τους- έγινε φανερή με την κρίση αξιοπιστίας που προκάλεσε ο Τραμπ. Αμέσως μετά τις ανακοινώσεις για τους δασμούς, η αβεβαιότητα και το ξεπούλημα των αμερικανικών ομολόγων, είχαν ως μεγαλύτερο κερδισμένο τον χρυσό, ο οποίος έσπασε για πρώτη φορά το συμβολικό όριο των 3.500 δολαρίων ανά ουγγιά.
Αυτό δείχνει ότι εάν το δολάριο δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του καταφυγίου ασφαλείας που έπαιζε τις τελευταίες δεκαετίες, το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε από το ευρώ, τις ευρωπαϊκές μετοχές και τα ευρωπαϊκά ομόλογα, ούτε από τις κινεζικές αξίες, τουλάχιστον προς το παρόν.
Γι’ αυτό και το χρήμα που μετά την ανακοίνωση των δασμών Τραμπ, έφυγε μαζικά από τις μετοχές και από τα ομόλογα πήγε στο χρυσό.
Το ευρώ κέρδισε, ενώ το κινεζικό γουάν υποχώρησε, μέχρι ο Τραμπ να βάλει στον πάγο τους δασμούς, αλλά η αμφισβήτηση της παντοκρατορίας του δολαρίου είναι πλέον γεγονός και αποτελεί πλέον ένα από τα βασικά θέματα που απασχολεί όλους όσοι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν την επόμενη μέρα στην παγκόσμια αγορά.
Το αδιανόητο φαινόμενο
Ο αποθεματικός χαρακτήρας του αμερικανικού νομίσματος επέτρεψε στις ΗΠΑ να διατηρούν επί δεκαετίες ένα μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο με το εξωτερικό, το οποίο χρηματοδοτήθηκε με εισροές κεφαλαίων από όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα, το αμερικανικό ομοσπονδιακό κράτος δημιούργησε και ένα μεγάλο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό, το οποίο χρηματοδοτείται με δανεικά, τα οποία το υπουργείο Οικονομικών συγκεντρώνει εκδίδοντας ομόλογα.
Τα ομόλογα αμερικανικού δημοσίου, κυρίως εκείνα των 10 και 30 ετών είναι ιστορικά τα ασφαλέστερα επενδυτικά αγαθά σε όλο τον πλανήτη.
Στη διάρκεια της κρίσης που προκάλεσε ο Τραμπ όταν ανακοίνωσε τους αμοιβαίους δασμούς, παρουσιάστηκε το αδιανόητο φαινόμενο να υποχωρούν οι μετοχές αλλά ταυτόχρονα να πέφτουν και οι τιμές των ομολόγων. Σε όλες τις προηγούμενες κρίσεις όταν οι επενδυτές πουλούσαν αμερικανικές μετοχές, τα λεφτά τα έβαζαν σε αμερικανικά ομόλογα, τα οποία λειτουργούσαν ως καταφύγιο.
Το γεγονός ότι ξεπούλησαν και τα δύο ένα πράγμα έδειξε: ότι τέθηκε σε αμφισβήτηση -για πρώτη φορά μεταπολεμικά- η αξιοπιστία των ΗΠΑ.
Το «πάγωμα» των δασμών από τον Τραμπ, ανέκοψε την πτώση, αλλά οι απώλειες δεν ανακτήθηκαν, παρά μόνο κατά 40%, αφού από τα 10 τρισ. δολάρια που χάθηκαν στις αγορές μετοχών και ομολόγων, μόνο γύρω στα 4 τρισ. ανακτήθηκαν σε αξία.