Στοιχεία «καρτέλ» και μάλιστα σκληρού εμφανίζουν οι εισπρακτικές εταιρείες (servicers) οι οποίες διαχειρίζονται τα κόκκινα δάνεια, αφού οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες κατέχουν το 85,9% της αγοράς, ενώ οι επόμενες τρεις σε μέγεθος έχουν το 12,3%.
Συνολικά, δηλαδή, οι έξι αυτοί «παίκτες» έχουν το 98,2% των κόκκινων δανείων, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 87,4 δισ. ευρώ, παρά τη διαφημιζόμενη «εξυγίανση» των ισολογισμών των τραπεζών, οι οποίες τώρα παρουσιάζονται ως ιστορίες επιτυχίας με μεγάλα κέρδη και εντυπωσιακές αμοιβές για τις διοικήσεις και τα υψηλόβαθμα στελέχη τους.
Τα στοιχεία προκύπτουν από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία δείχνουν ότι το Δεκέμβριο του 2024 η συνολική αξία των κόκκινων δανείων ήταν 87,4 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 71,6 δισ. ευρώ ήταν στα χέρια funds («Αγοραστές Πιστώσεων», όπως τους ονομάζει η ΤτΕ) και τα 15 δισ. ευρώ ήταν στην κατοχή των τραπεζών.
Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων παραμένει ανοιχτό και αποτελεί «αγκάθι» στην αγορά και τροχοπέδη στην οικονομία, αλλά αυτό δεν εμποδίζει το κύκλωμα που τα διαχειρίζεται να αποκομίζει μεγάλα κέρδη.
Το μεγαλύτερο μέρος των κόκκινων δανείων που έχουν τα funds είναι τα επιχειρηματικά (46,1%) τα οποία συνδέονται με εταιρικά περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές, βιομηχανικές ή άλλες παραγωγικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία και ακίνητα κάθε είδους, ενώ ακολουθούν τα στεγαστικά (32,0%) που κατά κανόνα έχουν ως εγγύηση κατοικίες και τα καταναλωτικά (21,9%) που συνήθως δεν έχουν εγγυήσεις.
Από το σύνολο των κόκκινων δανείων οι servicers το 2024 έκαναν ρυθμίσεις μόνο για το 25% των δανείων, δηλαδή ρύθμισαν δάνεια ονομαστικής αξίας 17,9 δισ. ευρώ, ενώ έβγαλαν σε πλειστηριασμό ακίνητα αξίας 2 δισ. ευρώ. Από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων έβγαλαν 900 εκατ. ευρώ, ενώ από αποπληρωμές που έκαναν οι δανειολήπτες εισέπραξαν 3,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αυτό που δεν αποκαλύπτουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι η αναλογία μεταξύ των χρημάτων που πλήρωσαν τα funds για να αγοράσουν τα δάνεια σε σχέση με τα ποσά που εισπράττουν από πλειστηριασμούς ή από τις αποπληρωμές που κάνουν οι δανειολήπτες.
Τα funds αγόρασαν τα κόκκινα δάνεια σε εξευτελιστικές τιμές, που ξεκινούν από το 2% για τις οφειλές από καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, μέχρι 30-40% για στεγαστικά και άλλα δάνεια που έχουν ως εγγύηση ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία. Όμως παρόλο που αγόρασαν τα δάνεια με έκπτωση, σε εξευτελιστικές τιμές, απαιτούν από τους δανειολήπτες το σύνολο της ονομαστικής οφειλής.
►Στεγαστική κρίση και κόκκινα δάνεια: Πώς έπεσε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα
Και η διαφορά είναι καθαρό κέρδος
Η διαφορά ανάμεσα στην αξία που πλήρωσαν τα funds για τα δάνεια και τις αξίες στις οποίες γίνονται οι πλειστηριασμοί και οι ρευστοποιήσεις είναι πολύ σημαντική, αλλά η Τράπεζα της Ελλάδος δεν δίνει πληροφορίες ούτε οι εταιρείες ανακοινώνουν δεδομένα ή έστω στατιστικές. Πέρα από τις πέντε -ελάχιστα διαφωτιστικές- σελίδες που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος δύο φορές το χρόνο με γενικά στοιχεία και στατιστικές, δεν υπάρχουν πληροφορίες για το παραμικρό, ούτε για τα επιτόκια που χρεώνουν για τις ρυθμίσεις, ούτε για τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζουν εάν θα κάνουν ρύθμιση ή πλειστηριασμό.
Πρόκειται για αδικαιολόγητη αδιαφάνεια σε ένα θέμα τεράστιας σημασίας, αφού γίνεται αναδιανομή περιουσιακών στοιχείων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία αλλάζουν χέρια με διαδικασίες και σε αξίες τις οποίες μόνο οι servicers γνωρίζουν.
Το άλλο σημαντικό στοιχείο για το οποίο δεν δίνονται πληροφορίες είναι η ταυτότητα των επενδυτών οι οποίοι αγόρασαν τα κόκκινα δάνεια και μάλιστα με κρατική εγγύηση για την «επένδυσή» τους μέσα από το πρόγραμμα «Ηρακλής».
Στην πραγματικότητα, τα περίφημα funds που η Τράπεζα της Ελλάδος ονομάζει «Αγοραστές Πιστώσεων» είναι εταιρείες – σφραγίδες, οι οποίες δημιουργήθηκαν για να γίνει η μεταφορά των κόκκινων δανείων έτσι ώστε οι τράπεζες να απαλλαγούν από αυτά και να εμφανίζουν «καθαρούς» ισολογισμούς.
Με το πρόγραμμα Ηρακλής, τα κόκκινα δάνεια έγιναν ομόλογα («τιτλοποιήθηκαν») και «πακεταρίστηκαν» σε «εταιρείες ειδικού σκοπού» (δηλαδή εταιρείες – σφραγίδες), οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των οποίων δεν ανακοινώνουν τα στοιχεία τους, ούτε είναι καταγεγραμμένοι σε κάποιο διαφανές μητρώο, όπως γίνεται για όλες τις άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Σε γενικές γραμμές τα funds αυτά δηλώνουν έδρα… θυρίδες στο εξωτερικό, ενώ υποτίθεται ότι ελέγχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Παρόλα αυτά οι μεταβιβάσεις των δανείων στις εταιρείες – σφραγίδες έγιναν με κρατικές εγγυήσεις ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ, με το πρόγραμμα Ηρακλής, οι οποίες διασφαλίζουν, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ότι οι «επενδυτές» δεν θα χάσουν από τις συναλλαγές με κόκκινα δάνεια.
Οι εισπρακτικές εταιρείες
Ο άλλος πόλος της αγοράς αυτής είναι οι servicers, οι εισπρακτικές εταιρείες που έχουν καθοριστικό ρόλο στο πακετάρισμα των δανείων (τιτλοποίηση) και την πώλησή τους, ενώ διαχειρίζονται και τα δάνεια για λογαριασμό των funds που σημαίνει ότι κυνηγάνε τους οφειλέτες με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς για να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερα.
Με τον τρόπο αυτό έχει στηθεί με τα κόκκινα δάνεια μια «μηχανή», η οποία όχι μόνο αποφέρει τεράστια και εγγυημένα κέρδη αλλά μεταφέρει ακίνητα, ξενοδοχεία, βιομηχανίες και άλλα περιουσιακά στοιχεία σε άλλα χέρια, αγνώστου ταυτότητας.
Επίσης, ενώ «στα χαρτιά» το αλισιβερίσι με τα κόκκινα δάνεια παρουσιάζεται σαν μια οργανωμένη αγορά, με διαφορετικούς παίκτες οι οποίοι υποτίθεται ότι κινούνται με όρους ανταγωνισμού, η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν ότι οι τρεις μεγαλύτεροι servicers (εισπρακτικές) κατέχουν το 85,9% της αγοράς, ενώ άλλες τρεις εταιρείες έχουν το 12,3%. Οι υπόλοιπες 12 εταιρείες μαζί έχουν μηδαμινή έως ανύπαρκτη δραστηριότητα.
Μιλάμε δηλαδή για καρτέλ μεγαλύτερο και από εκείνο των τραπεζών και μάλιστα με όρους πλήρους αδιαφάνειας, αφού οι servicers δεν παρουσιάζουν στοιχεία ούτε για τις ρυθμίσεις που κάνουν ή δεν κάνουν και γιατί, ούτε για τα επιτόκια που χρεώνουν (τα οποία είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα της τραπεζικής αγοράς) ούτε για το ποιους εξυπηρετούν, ούτε εάν οι μέτοχοί τους είναι πίσω από τα funds που κερδοσκοπούν με τα κόκκινα δάνεια των Ελλήνων.
Κατά καιρούς γίνονται καταγγελίες ότι εισπρακτικές αρνούνται τη ρύθμιση για δάνεια που έχουν ως εγγύηση ακίνητα-φιλέτα, διότι προτιμούν να τα οδηγήσουν σε πλειστηριασμό. Αλλά και για υποθέσεις επιχειρηματικών δανείων που οδηγούνται σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης να χάνει την εταιρεία του και εκείνη να περνάει σε άλλα χέρια, αφού όμως γίνει ένα γενναίο κούρεμα στο νέο ιδιοκτήτη.
Το οξύμωρο είναι ότι μέτοχοι στις εισπρακτικές είναι και οι ίδιες οι τράπεζες, ενώ υποτίθεται ότι όλη η ιστορία έγινε για να «απαλλαγούν» από τα κόκκινα δάνεια, να εξυγιανθούν και να δώσουν δάνεια στην αγορά.
Το ποσοστό των τραπεζών στις εισπρακτικές περιορίστηκε στο 20% για να μην υπάρχει τυπικά πρόβλημα ανταγωνισμού και τριγωνικών συναλλαγών, ενώ την πλειοψηφία έχουν μεγάλες ξένες εταιρείες που ειδικεύονται στη διαχείριση πτωχεύσεων.
Οι τράπεζες δηλαδή ξεφορτώθηκαν τα κόκκινα δάνεια από τους ισολογισμούς τους με κρατική εγγύηση (με κάλυψη του Έλληνα φορολογούμενου) και μετά έκαναν σύμπραξη με ξένες μεγάλες πτωχευτικές εταιρείες για να βρεθούν και πάλι «στο παιχνίδι» των πλειστηριασμών και των κατασχέσεων με 20%.
Οι μέτοχοι των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων, των servicers είναι:
- Η Intrum Hellas ανήκει κατά 80% στον σουηδικό όμιλο Intrum AB και κατά 20% στην Τράπεζα Πειραιώς.
- Η Cepal Holdings 80% ανήκει σε εταιρεία που διαχειρίζεται η Davidson Kempner Capital Management LP, ενώ η Alpha Bank κατέχει το 20% των μετοχών.
- Η doValue Greece ανήκει κατά 80% στον ιταλικό όμιλο doValue S.p.A. και κατά 20% στη Eurobank. Η doValue Greece διαχειρίζεται κόκκινα δάνεια της Εθνικής Τράπεζας ενώ Bain Capital Credit είναι επενδυτής στα κόκκινα δάνεια της τελευταίας.