Οι αγορές φαίνεται να έχουν εθιστεί στις δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για τους δασμούς, αγνοώντας τις νέες προειδοποιήσεις του για υψηλότερους συντελεστές, της τάξης του 20%-50%, σε περισσότερους από 20 εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, με τελευταίους αποδέκτες αυτών των «τελεσιγράφων» να είναι χθες (12/7) η E.E. και το Μεξικό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, πρόκειται για μία σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με ό,τι συνέβη πριν από λίγους μήνες, κάτι που ενθάρρυνε τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως άφησε να εννοηθεί ο ίδιος, να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου του για την τόνωση της αμερικανικής βιομηχανίας, εγείροντας δασμολογικούς φραγμούς.
Τραμπ: «Έχετε κλειστή εμπορική αγορά για τις ΗΠΑ»
Στη χθεσινή επιστολή του προς την Ε.Ε., την οποία ανάρτησε στο Truth Social, απείλησε με επιβολή οριζόντιων δασμών 30% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ – σημαντικά υψηλότερους από το ποσοστό 20% που είχε ανακοινώσει στις 2 Απριλίου – αν δεν επιτευχθεί εμπορική συμφωνία έως την 1η Αυγούστου.
Μία συμφωνία, για την οποία ο Αμερικανός Πρόεδρος «φωτογραφίζει» τα ανταλλάγματα που ζητά. «Αν επιθυμείτε να ανοίξετε την κλειστή έως τώρα στις ΗΠΑ εμπορική αγορά σας και να εξαλείψετε τα δασμολογικά και μη δασμολογικά εμπόδια στο εμπόριο και στις πολιτικές σας, θα εξετάσουμε, ίσως, μία προσαρμογή σε αυτή την επιστολή», έγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ, περιορίζοντας τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί για μία επικείμενη συμφωνία-πλαίσιο.
Φον ντερ Λάιεν: «Στόχος μια συμφωνία έως την 1η Αυγούστου»
Από την πλευρά της, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απάντησε ότι η επιβολή δασμών 30% θα διατάρασσε τις αναγκαίες διατλαντικές εφοδιαστικές αλυσίδες και τόνισε ότι λίγες οικονομίες στον κόσμο είναι τόσο ανοικτές και εφαρμόζουν δίκαιες εμπορικές πρακτικές όσο η Ε.Ε.
Επίσης, η ίδια σημείωσε ότι η Ε.Ε. θα συνεχίσει να εργάζεται για μία συμφωνία έως την 1η Αυγούστου, αλλά παράλληλα θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων της Ε.Ε., «μεταξύ των οποίων και αναλογικά αντίμετρα, εφόσον χρειαστεί».
A 30% tariff on EU exports would hurt businesses, consumers and patients on both sides of the Atlantic.
We will continue working towards an agreement by August 1.
At the same time, we are ready to safeguard EU interests on the basis of proportionate countermeasures.
— Ursula von der Leyen (@vonderleyen) July 12, 2025
Η πολιτική των δασμών του Αμερικανού Προέδρου
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε στις 2 Απριλίου τους λεγόμενους «ανταποδοτικούς» δασμούς 10%-50% που θα επέβαλε στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, οι αμερικανικές μετοχές και το δολάριο καταποντίστηκαν, οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων πλησίασαν το 5% και η τιμή του χρυσού εκτινάχθηκε, ένα σκηνικό που έδειχνε ότι ο φόβος των επενδυτών είχε κτυπήσει «κόκκινο».
Υπενθυμίζεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ανέστειλε στις 9 Απριλίου για ένα τρίμηνο τους υψηλότερους δασμολογικούς συντελεστές, διατηρώντας για τις περισσότερες χώρες έναν «βασικό» συντελεστή 10%, ώστε να δοθεί η δυνατότητα διαπραγμάτευσης διμερών εμπορικών συμφωνιών. Η προθεσμία έληξε την περασμένη Τετάρτη (9/7), αλλά οι ΗΠΑ, που εκτιμούσαν ότι θα πετύχαιναν 90 συμφωνίες σε 90 ημέρες, είχαν καταλήξει σε ένα πλαίσιο εμπορικής συμφωνίας με δύο μόνο χώρες – τη Βρετανία και το Βιετνάμ.
Βλέποντας ότι οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούν όσο γρήγορα πίστευε ο ίδιος και οι συνεργάτες του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε προετοιμάσει το έδαφος για να δώσει περισσότερο χρόνο. Στις αρχές της εβδομάδας υπέγραψε την παράταση έως την 1η Αυγούστου της προθεσμίας για την υπογραφή εμπορικών συμφωνιών. Παράλληλα, έστειλε επιστολές σε 14 χώρες και στη συνέχεια σε άλλες 9 χώρες, όπου προειδοποιούσε ότι οι δασμοί θα αυξάνονταν από 20% έως 50%, αν δεν υπήρχαν συμφωνίες έως το τέλος του μήνα, ασκώντας έτσι πίεση σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, να υποχωρήσουν στις διαπραγματεύσεις που κάνουν.
Πώς αντιδρούν οι αγορές
Η δημοσίευση των επιστολών αυτών δεν φάνηκε να επηρεάζει τη στάση των επενδυτών, οι οποίοι επέδειξαν αυτή τη φορά μία «αναισθησία» στους δασμούς. Τα χρηματιστήρια σημείωσαν άνοδο, με τoν S&P 500 να σημειώνει νέο υψηλό ρεκόρ την Πέμπτη (10/7), οι αποδόσεις των ομολόγων έμειναν σταθερές και το bitcoin έκανε νέα υψηλά ρεκόρ.
Βέβαια, η εκδοχή ορισμένων αναλυτών για την «αναισθησία» των αγορών, είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έδωσε νέα παράταση για τις συμφωνίες και πιθανόν να δώσει και άλλη. Χρησιμοποιούν μάλιστα το ακρωνύμιο TACO για να περιγράψουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ πάντα υποχωρεί (Trump Always Chickens Out).
Πιθανόν, όμως, ο εφησυχασμός των αγορών να είναι αποτέλεσμα και του εθισμού τους στην προοπτική νέων αυξήσεων στους δασμούς, θεωρώντας ότι αυτοί δεν θα έχουν τον μεγάλο αντίκτυπο που φοβούνταν αρχικά ότι θα είχαν για τις οικονομίες και ιδιαίτερα την αμερικανική. Το γεγονός ότι έως τώρα δεν έχει φανεί κάποια αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, αλλά αντίθετα αυτός υποχώρησε λίγο, και ότι η αύξηση του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε αλλά εξακολουθεί να είναι θετική, μεταξύ 1% και 2%, έχει αμβλύνει τους φόβους των επενδυτών. Το ίδιο ισχύει και για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπου η ανάκαμψη αναμένεται βραδύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν, κοντά στο 1%, αλλά χωρίς να διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος ύφεσης
Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν έχει υπάρξει έως τώρα ισχυρός αντίκτυπος στις οικονομίες, δεν σημαίνει ότι ένα μπαράζ υψηλότερων δασμών δεν θα επιτείνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) έχουν σταματήσει από την αρχή του χρόνου τη μείωση των επιτοκίων, τα οποία παραμένουν πάνω από το 4%, επειδή θεωρούν ότι οι δασμοί θα έχουν τελικά επιπτώσεις στον πληθωρισμό και μάλιστα πιο μόνιμες, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Τραμπ που ζητά με’ επιτάσεως από τη Fed να μειώσει τα επιτόκια.
Δεν υπάρχει, εξ άλλου, αμφιβολία ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα βάλει και άλλους δασμούς. Ήδη έχει επιβαρύνει με 25% τις εισαγωγές αυτοκινήτων και ανταλλακτικών τους, ενώ διπλασίασε και τους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο στο 50%. Για την 1η Αυγούστου ανακοίνωσε δασμό 50% στις εισαγωγές χαλκού και προανήγγειλε δασμούς στα φαρμακευτικά προϊόντα, που μπορεί να φτάσουν και το 200%, όπως είπε, μετά από μία μεταβατική περίοδο ενός και πλέον έτους.