Εντατικοποίηση της εργασίας, μισθοί χαμηλής αγοραστικής δύναμης, μη επαρκείς θέσεις απασχόλησης, περισσότερες θέσεις απασχόλησης χαμηλής ποιότητας και χαμηλών αμοιβών, είναι μεταξύ των πολλών -κάθε άλλο παρά αισιόδοξων- συμπερασμάτων του ΙΝΕ ΓΣΕΕ στην Ετήσια Έκθεση 2021 για την οικονομία και την απασχόληση στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία της ΓΣΕΕ αποτυπώνουν πως η ελληνική οικονομία βρίσκεται για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της, ενώ η μεγάλη εξάρτησή της από τις υπηρεσίες, και ειδικότερα από τον τουρισμό και την εστίαση, αναδεικνύεται η αχίλλειος πτέρνα της διατηρησιμότητας της ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα, επισημαίνεται πως η αγορά εργασίας της Ελλάδας έρχεται πιο κοντά στο πρότυπο των βαλκανικών χωρών, αναδεικνύοντας το αναπτυξιακό χάσμα της με τις χώρες της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα έχει επίσης την υψηλότερη διάρκεια της τυπικής εβδομαδιαίας εργασίας στην ΕΕ, ενώ έρχεται τρίτη υψηλότερη αν συνυπολογιστούν η Τουρκία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία. Παράλληλα, έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που εργάζονται με παρατεταμένο ωράριο, δηλαδή από 49 ώρες και άνω, μετά την Τουρκία, και το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών στην ΕΕ που εργάζονται Σάββατο και Κυριακή.
Τα βασικά συμπεράσματα
- Οι νέες θέσεις απασχόλησης αφορούν κυρίως τους άντρες μέσης ηλικίας.
- Οι μισθοί είναι χαμηλής αγοραστικής δύναμης.
- Ο κατώτατος μισθός είναι μισθός απόλυτης φτώχειας.
- Εντατικοποίηση της εργασίας.
- Εκτεταμένη χρήση υπερωριών από τους εργοδότες. Στην Ελλάδα το 16,6% των απασχολουμένων δούλεψε με παρατεταμένο ωράριο, ποσοστό που είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ.
Η πτώση της κατανάλωσης και η μειωμένη ζήτηση επιδείνωσαν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων. - Η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που εργάζονται με παρατεταμένο ωράριο, δηλαδή από 49 ώρες και άνω, μετά την Τουρκία, και το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών στην ΕΕ που εργάζονται Σάββατο και Κυριακή.
Η πανδημική κρίση είχε εντονότερο αρνητικό αποτύπωμα στους μισθούς. Μεταξύ 2010-2019 σημειώθηκε μεγάλη απόκλιση στις συνολικές αποδοχές του μέσου εργαζομένου στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η απόκλιση ενισχύθηκε το 2020, αφού ο μέσος μισθός στην Ελλάδα συρρικνώθηκε κατά 2,5%, όταν στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά 1% και στην ΕΕ κατά 0,6%. - Θετικές οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών για πρώτη φορά από το 2012, εξαιτίας της αποχής από την κατανάλωση λόγω των μέτρων του lockdown. Η ανισότητα πλούτου και εισοδήματος αποκρύπτει τον μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο που είχε η πανδημία στα φτωχότερα νοικοκυριά, των οποίων η χρηματοοικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω της μείωσης του εισοδήματός τους.
Οι αρνητικές πρωτιές της Ελλάδας
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός σωρευτικά μειώνεται από το 2010, αποτυπώνοντας τη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Η απόκλιση του μέσου μισθού από αυτόν του μέσου όρου της Ευρωζώνης είναι ακόμα πιο σημαντική αν συνυπολογιστεί ότι στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υπάρχει ισχυρή σύγκλιση, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια ειδική περίπτωση παλινδρόμησης της κοινωνικής ευημερίας.
Όσον αφορά την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού, και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο παρατηρείται απώλεια σε σχέση με το 2010, η οποία εντάθηκε το 2020 λόγω πανδημικής κρίσης. Η απόκλιση του μέσου μισθού από αυτόν του μέσου όρου της Ευρωζώνης είναι ακόμα πιο σημαντική αν συνυπολογιστεί ότι στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υπάρχει ισχυρή σύγκλιση, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια ειδική περίπτωση παλινδρόμησης της κοινωνικής ευημερίας.
Η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος- μέλος της ΕΕ στο οποίο δεν υπήρξε καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης του κατώτατου μισθού το 2020, που παρέμεινε στο ύψος του 2019.
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έχει την 5η χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο υπάρχει μείωση της αγοραστικής δύναμης σε σχέση με το 2010 (-9%). Σημειώνεται ότι η μικρότερη αύξηση της αγοραστικής δύναμης παρατηρείται στη Γαλλία (15%) και η υψηλότερη στη Ρουμανία (272%).
Ανεργία και ποιότητα απασχόλησης
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας και στους εργαζομένους είναι επίσης σημαντικές. Οι άνευ προηγουμένου μειώσεις του χρόνου εργασίας που έγιναν στο πλαίσιο των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης έχουν αυξήσει δραματικά την επισφάλεια πολλών θέσεων εργασίας. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι όλα τα ευρήματά μας για ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα δείχνουν ότι αυτή απέχει σημαντικά από το να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και απασχόλησης στους εργαζομένους. Το δ’ τρίμηνο του 2020 υπήρξε μια παράλληλη μείωση της απασχόλησης και της ανεργίας, λόγω της αύξηση ς του αριθμού των ατόμων σε αναστολή εργασίας. Με την επαναφορά των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών εκτινάχθηκε, με τη διαφορά σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019 να υπερβαίνει τα 160 χιλ. άτομα. Τα ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη ( ελαφρώς χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Ισπανίας), η βελτίωση των οποίων αρχίζει να περιορίζεται ήδη από το β' τρίμηνο του 2019.
Το ίδιο ισχύει για το ποσοστό απασχόλησης, το οποίο είναι πολύ χαμηλό ως προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης αλλά και ως προς τους στόχους της Ατζέντας Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Οι εξελίξεις ήταν χειρότερες στην περίπτωση των γυναικών και των νέων. Δεδομένων των διαρθρωτικών περιορισμών του ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος, η ουσιαστική αύξηση του όγκου της απασχόλησης και του ποσοστού απασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω εκτεταμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που θα δώσουν σημαντική ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, αφού ο επιχειρηματικός τομέας δεν φαίνεται να μπορεί από μόνος του να δημιουργήσει τις απαιτούμενες θέσεις εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή το ΙΝΕ ΓΣΕΕ έχει προτείνει τη θεσμοθέτηση του «εργοδότη ύστατης καταφυγής» με πολύ σημαντικές θετικές μακροοικονομικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές συνέπειες.
Η Ελλάδα έχει τη χειρότερη επίδοση ως προς την ποιότητα της απασχόλησης στην ΕΕ και ταυτόχρονα το υψηλότερο ποσοστό υποβάθμισης της εργασίας σε σχέση με το 2010. σχέση με το 2010. Ο δείκτης ποιότητας της απασχόλησης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Εργατικών Συνδικάτων, που ενσωματώνει βασικούς δείκτες/στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, εμφανίζει την Ελλάδα το 2019 στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος που παρουσίασε τόσο μεγάλη πτώση στον δείκτη ποιότητας της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2010 και 2019 ο δείκτης μειώθηκε κατά 11,45%, ενώ στην Πορτογαλία κατά 3,21% και στην Κύπρο κατά 1,96%. Σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε βελτίωση.
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η ποιότητα της απασχόλησης είναι τόσο χαμηλή στην Ελλάδα έχει να κάνει με τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας.
Προτάσεις
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, είναι επιβεβλημένη η ενίσχυση των θεσμών προστασίας της αγοράς εργασίας, και συγκεκριμένα του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η ελληνική οικονομία αφενός δεν δημιουργεί επαρκείς θέσεις απασχόλησης, αφετέρου οι περισσότερες θέσεις απασχόλησης είναι χαμηλής ποιότητας και χαμηλών αμοιβών. Η αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και η μείωση του τυπικού χρόνου εργασίας και των υπερωριών θα ενισχύσουν τον όγκο και την ποιότητα της απασχόλησης και θα φέρουν την Ελλάδα εγγύτερα στον μέσο όρο της ΕΕ.
Συνδυαστικά οι προαναφερόμενες παρεμβάσεις θα έχουν εμφανές κοινωνικό όφελος σε όρους συνοχής και συνθηκών διαβίωσης, και θα σταθεροποιήσουν τη μακροοικονομική αποτελεσματικότητα μέσα από τη διατήρηση της ζήτησης σε ένα αξιοπρεπές και διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας. Είναι κρίσιμο και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αειφόρος εργασία, ως προσδιοριστικό στοιχείο ενός βιώσιμου αναπτυξιακού υποδείγματος, είναι η αξιοπρεπής εργασία, η ασφαλής εργασία και η εργασία που προσφέρει την προοπτική αύξησης του βιοτικού επιπέδου.