«Το «χρηματοδοτικό κενό» ή το κόστος μετάβασης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, είναι 62 δισ. ευρώ και εάν συνυπολογισθούν και οι διακηρυσσόμενες εγγυήσεις των χορηγούμενων κεφαλαιοποητικών επικουρικών συντάξεων θα φθάσει στο επίπεδο των 75-78 δις ευρώ. Στη προοπτική αυτή, το σημαντικότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, είναι η χρηματοδότηση αυτού του κόστους μετάβασης, η οποία, κατά την γνώμη μας, σύμφωνα και με την διεθνή, ευρωπαϊκή βιβλιογραφία και εμπειρία καθίσταται αβέβαιη και επισφαλής».
Τα παραπάνω τονίζει, μεταξύ άλλων, ο Σάββας Ρομπόλης, ομότιμος καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, για το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, με μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis.
Όπως τονίζει ο Σάββας Ρομπόλης:
-Το υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα στερηθεί ετήσιους πόρους από ασφαλιστικές εισφορές της τάξης των 1,3 δις ευρώ
-Τους κινδύνους αυτούς και το υψηλό κόστος μετάβασης, υπέστησαν σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο από το 1981 μέχρι το 2018 οι τριάντα χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες μετά από τριάντα χρόνια επέστρεψαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο επιφορτίσθηκε με σημαντικές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες
-Ενώ από το 2040 και μετά η χώρα μας αντί να καταβάλλει μία μικρότερη επιβάρυνση για το χρέος, αφού σχεδόν το 50% θα το έχει εξοφλήσει μέχρι το 2040, η κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών (κουμπαράς) της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης θα επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό με ένα ετήσιο κόστος ύψους 2,7 δις ευρώ. Δηλαδή το κόστος μετάβασης θα επιβαρύνει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κατά 49%.
-Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά 8 περισσότερα χρόνια κατά μέσο όρο σε σχέση με τη σημερινή γενιά. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι εξ’ αυτού του λόγου θα λάβουν σύνταξη μειωμένη κατά 35% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των επικουρικών συντάξεων. Διαφορετικά για να λάβουν το ίδιο επίπεδο με τη σημερινή επικουρική σύνταξη θα πρέπει να συνταξιοδοτηθούν στο 74ο έτος της ηλικίας τους
Πού στοχεύει η κυβέρνηση κ.Ρομπόλη με τις αλλαγές που προωθεί στην επικουρική κοινωνική ασφάλιση;
H κεντρική επιδίωξη τoυ κυβερνητικού εγχειρήματος μετατροπής του υπάρχοντος στην επικουρική ασφάλιση κεφαλαιοποιητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης, με ισχυρά στοιχεία αναδιανεμητικότητας και αλληλεγγύης των γενεών, σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών(ατομικός κουμπαράς) υψηλού κινδύνου για τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους, την οικονομία και κοινωνία, στοχεύει, μεταξύ των άλλων, στο πλαίσιο της τυπικής νεοφιλελεύθερης επιλογής, στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών καθώς και στην δημιουργία «νέων» αγορών (π.χ. ασφαλιστική αγορά, εκπαιδευτική αγορά, υγειονομική αγορά, κ.λ.π.).
Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτών των αλλαγών που συντελούνται γενικότερα στο κοινωνικό κράτος;
Οι πολιτικές αυτές, κατά βάση, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, ιδιωτικοποιούν τους αντίστοιχους δημόσιους χώρους παραγωγής δημόσιων αγαθών κοινωνικής ασφάλισης, εκπαίδευσης, υγείας, κ.λ.π., μετατοπίζοντας την χρηματοδότηση των αντίστοιχων δαπανών από το κράτος στα νοικοκυριά, προς όφελος, διαμέσου της διοχέτευσης οικονομικών πόρων στον ιδιωτικό τομέα, της ενίσχυσης των όρων και των προϋποθέσεων κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η συντελούμενη αυτή πορεία κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μεταμόρφωσε σταδιακά το κοινωνικό κράτος, μετατρέποντας το σε κράτος φιλανθρωπίας, με την ένταξη του από την κοινωνικο-οικονομική στην δημοσιονομική σφαίρα της οικονομίας, μειώνοντας σημαντικά τις κοινωνικές δαπάνες και αυξάνοντας, ως ανελαστικές υπηρεσίες, τις ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών. Στις συνθήκες αυτές συντελέστηκε σταδιακά η «θεσμοποιημένη θέσπιση» της διαφοροποίησης του ρόλου του κοινωνικού κράτους, το οποίο από κοινωνικο-οικονομικός θεσμός αναδιανομής των πόρων σε είδος και σε χρήμα, ενδυνάμωσης της κοινωνικής συνοχής, αντιμετώπισης των ανισοτήτων και της φτωχοποίησης του πληθυσμού, μετεξελίχθηκε και μετεξελίσσεται σε θύλακα ανισοτήτων, κερδοφορίας, υπονόμευσης του δημόσιου συμφέροντος και της δημοκρατικής λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών.
Τι έσοδα θα στερηθεί το υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης; Και τι κίνδυνοι υπάρχουν από τη συσσώρευση και την αξιοποίηση τους;
Το υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα στερηθεί ετήσιους πόρους από ασφαλιστικές εισφορές της τάξης των 1,3 δις ευρώ. Οι κίνδυνοι που υπάρχουν από τη χρηματιστηριακή αξιοποίηση των εισφορών που θα καταβάλλουν από 1/1/2022 οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας ασφαλισμένοι, συνίστανται στην αβεβαιότητα των αγορών, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων(π.χ.2008), όπου επιφέρονται, όπως προκύπτει από την διεθνή, ευρωπαϊκή και ελληνική εμπειρία σημαντικές απώλειες στις αποδόσεις και στο κεφάλαιο των ατομικών λογαριασμών (κουμπαράς). Ακριβώς, τους κινδύνους αυτούς και το υψηλό κόστος μετάβασης, υπέστησαν σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο από το 1981 μέχρι το 2018 οι τριάντα χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες μετά από τριάντα χρόνια επέστρεψαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο επιφορτίσθηκε με σημαντικές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Η διαπίστωση αυτή αναδεικνύει τον λανθασμένο κυβερνητικό ισχυρισμό της εφαρμογής από την 1/1/2022 στην χώρα μας του Σουηδικού μοντέλου. Κι αυτό γιατί το σουηδικό μοντέλο, όπως κι΄αυτό της Αυστραλίας, των Αγγλοσαξωνικών χωρών και των χωρών της βορειοδυτικής Ευρώπης, για να αποφύγουν, μεταξύ των άλλων, τους προαναφερόμενους κινδύνους, το υψηλό κόστος μετάβασης και την φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, οδηγήθηκαν στην επιλογή και την υλοποίηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και των Επαγγελματικών Ταμείων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από μηδενική βάση.
Αντίθετα, με το προτεινόμενο εγχείρημα η κυβέρνηση επιλέγει την κατάργηση στην χώρα μας του αντίστοιχου με τα ισχύοντα στην Ευρώπη, την Σουηδία, κ.λ.π., κεφαλαιοποιητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και την αντικατάσταση του με την αποτυχημένη κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών (κουμπαράς) που εφαρμόσθηκε μόνο για τρείς δεκαετίες στην Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος των προαναφερόμενων χωρών, για την ελληνική οικονομία, τους συνταξιούχους, τους φορολογούμενους πολίτες, την κοινωνία και την νέα γενιά.
Το «χρηματοδοτικό κενό» πόσο εκτιμάται ότι θα είναι; Και είναι όντως, εξασφαλισμένο;
Το «χρηματοδοτικό κενό» ή το κόστος μετάβασης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, είναι 62 δις ευρώ και εάν συνυπολογισθούν και οι διακηρυσσόμενες εγγυήσεις των χορηγούμενων κεφαλαιοποητικών επικουρικών συντάξεων θα φθάσει στο επίπεδο των 75-78 δις ευρώ. Στη προοπτική αυτή, το σημαντικότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, είναι η χρηματοδότηση αυτού του κόστους μετάβασης, η οποία, κατά την γνώμη μας, σύμφωνα και με την διεθνή, ευρωπαϊκή βιβλιογραφία και εμπειρία καθίσταται αβέβαιη και επισφαλής.
Εξασφαλίζονται οι συντάξεις των σημερινών δικαιούχων που δεν θα είναι ενταγμένοι στο νέο σύστημα;
Οι συντάξεις θα εξασφαλίζονται μόνο εφόσον θα χρηματοδοτηθεί το κόστος μετάβασης. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος μετάβασης συμβάλλει στην αύξηση του δημόσιου χρέους καθώς και στην υπονόμευση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την επιβολή ενός νέου κύκλου λιτότητας και περικοπών των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των κοινωνικών δαπανών. Με άλλα λόγια, ενώ από το 2040 και μετά η χώρα μας αντί να καταβάλλει μία μικρότερη επιβάρυνση για το χρέος, αφού σχεδόν το 50% θα το έχει εξοφλήσει μέχρι το 2040, η κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών (κουμπαράς) της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης θα επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό με ένα ετήσιο κόστος ύψους 2,7 δις ευρώ. Δηλαδή το κόστος μετάβασης θα επιβαρύνει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κατά 49%.
Η κυβέρνηση επιμένει πως με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών εξασφαλίζονται υψηλότερες συντάξεις στους μελλοντικούς συνταξιούχους;
Ο κυβερνητικός αυτός ισχυρισμός, σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή βιβλιογραφία καθώς και με την έρευνα μας, είναι αβέβαιος και επισφαλής. Κι’ αυτό για τους εξής συγκεκριμένους λόγους: α) η αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά 8 περισσότερα χρόνια κατά μέσο όρο σε σχέση με τη σημερινή γενιά. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι εξ’ αυτού του λόγου θα λάβουν σύνταξη μειωμένη κατά 35% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των επικουρικών συντάξεων. Διαφορετικά για να λάβουν το ίδιο επίπεδο με τη σημερινή επικουρική σύνταξη θα πρέπει να συνταξιοδοτηθούν στο 74ο έτος της ηλικίας τους, β) οι κίνδυνοι των αποδόσεων των χρηματιστηρίων και ιδιαίτερα σε περιόδους χρηματοπιστωτικών κρίσεων, τις οποίες κανείς δεν αποκλείει κατά τις επόμενες τρείς δεκαετίες.
Στις συνθήκες αυτές, το Κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί αντικειμενικά μη αρνητικές αποδόσεις. Κι’ αυτό γιατί ο Κρατικός Προϋπολογισμός αδυνατεί να αναλάβει το βάρος της εγγύησης μη αρνητικών αποδόσεων, ιδιαίτερα όταν η χώρα μας έχει ένα τόσο υψηλό (206% του ΑΕΠ, 2020) δημόσιο χρέος. Πράγματι, από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 το αμερικανικό δημόσιο δάνεισε 85 δις δολάρια την Ασφαλιστική εταιρεία AIG(η τελευταία δόση της αποπληρωμής έγινε πρόσφατα), προκειμένου να συνεχίσει να καταβάλει τις συντάξεις, μη αναλαμβάνοντας επουδενί την εγγύηση και καταβολή των συντάξεων λόγω των χρηματιστηριακών απωλειών που υπέστησαν τα κεφάλαια των ατομικών λογαριασμών των ασφαλισμένων.