Στην παραδοχή πως τα υπέρμετρα καταδιωκτικά μέτρα για όσους έχουν χρέη δε λύνουν το πρόβλημα προχώρησε μέσω έκθεσής του ο Συνήγορος του Πολίτη. Διαφόρων ειδών επιδόματα, μισθοί, συντάξεις, ακόμη και αν έχουν δηλωθεί από τους οφειλέτες ακατάσχετοι λογαριασμοί, δεσμεύονται από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων, καθώς για χρέη στο δημόσιο ενεργοποιείται η διαδικασία κατάσχεσης εις χείρας τρίτων.
Η κατάσχεση εις χείρας τρίτων είναι νόμιμη, ωστόσο, όπως επισημαίνει σε ειδική έκθεση ο Συνήγορος του Πολίτη, η δυσλειτουργία του πλαισίου και η έλλειψη συντονισμού οδηγούν σε κατασχέσεις ή στη βεβαίωση βαρών και συγγενικά πρόσωπα που δεν έχουν οφειλές ή παρότι που ισχύει -αν δηλωθεί- το ακατάσχετο, που σήμερα είναι στα 1.000 ευρώ, αυτό πολλές φορές δεν τηρείται. Η διευθέτηση των διαφορών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δύσκολες και χρονοβόρες, ενώ πολλοί είναι αυτοί που προσφεύγουν για βοήθεια στον Συνήγορο του Πολίτη.
Τα συμπεράσματα
Η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη καταλήγει σε επτά βασικά συμπεράσματα σχετικά με τις κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το Δημόσιο:
Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων.
Η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές.
Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, είτε με την μορφή αριθμητικού λάθους, είτε με την μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στην δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα εξ αυτού παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
Τα προνοιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του δημοσίου, λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατασχέτου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατασχέτου.
Τραπεζικοί λογαριασμοί
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, οι κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, ιδίως οι κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, αποτελούν την πλέον διαδεδομένη διαδικασία για την εξασφάλιση της είσπραξης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2015 η ΑΑΔΕ προέβη σε περίπου 650.000 κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, το 2016 ο αριθμός των κατασχέσεων διπλασιάστηκε, το 2017 οι κατασχέσεις υπερέβησαν το 1,7 εκατομμύριο, ενώ έως τον Μάιο του 2018 οι συντελεσθείσες κατασχέσεις έχουν αγγίξει το 1,2 εκατομμύριο. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα από το ΚΕΑΟ σε ό,τι αφορά κατασχέσεις λογαριασμών για την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών.
Επιπλέον, η αυτοματοποίηση και η διασύνδεση με τα τραπεζικά ιδρύματα επιτρέπουν τη διαρκή αύξηση των δυνατοτήτων του συστήματος για βεβαίωση οφειλών και επιβολή κατασχέσεων. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι περίπου 4 εκατομμύρια υπόχρεοι ανήκουν στην ομάδα των οφειλετών, είτε προς τη φορολογική διοίκηση, είτε προς την ασφαλιστική, είτε και προς τις δύο, το ενδεχόμενο ενεργοποίησης διαδικασίας κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού αφορά ανησυχητικά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού.
Ειδικότερα, η κατάσχεση απαιτήσεων και κινητών πραγμάτων στα χέρια τρίτων και ιδίως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών προσλαμβάνει συνεχώς όλο και μεγαλύτερη σημασία στην προσπάθεια του δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. να εισπράξουν, με την τήρηση ελάχιστων διατυπώσεων, τις απαιτήσεις τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχει περιέλθει στον Συνήγορο του Πολίτη προς εξέταση αξιοσημείωτος αριθμός αναφορών, με τις οποίες αναδεικνύονται διάφορες δυσλειτουργίες που συνδέονται με την επιβολή των μέτρων αυτών.
Ειδοποίηση από εφορία
Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με την ενημέρωση του οφειλέτη είναι και το γεγονός ότι οι αρμόδιες ΔΟΥ αποστέλλουν σε κάθε υπερήμερο φορολογούμενο σχετική «Ατομική Ειδοποίηση Καταβολής - Υπερημερίας», που αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς την Εφορία.
Η εν λόγω Ατομική Ειδοποίηση αποσκοπεί στη συνολική καταβολή της οφειλής εκ μέρους του οφειλέτη φορολογούμενου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης ή και ρύθμιση της καταβολής αυτής σε δόσεις. Ο φορολογούμενος ειδοποιείται ότι από την άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, η ΔΟΥ δύναται να προχωρήσει σε διάφορα καταδιωκτικά μέτρα, όπως κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Ωστόσο, η ίδια ατομική ειδοποίηση ενέχει την αντιφατική πληροφόρηση ότι η φορολογική διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα επιβολής του καταδιωκτικού μέτρου της κατάσχεσης χρημάτων ή απαιτήσεων στα χέρια του φορολογούμενου ή τρίτου και πριν από την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των 30 ημερών.
Όντως, σε γνώση του Συνηγόρου έχουν περιέλθει υποθέσεις όπου ο οφειλέτης προσήλθε εντός της προθεσμίας των 30 ημερών και ρύθμισε την οφειλή του, για να πληροφορηθεί αργότερα ότι η ΔΟΥ είχε προχωρήσει στην έκδοση κατασχετηρίου προ της λήξης της προθεσμίας, και, παρά τη ρύθμιση, οι τραπεζικοί του λογαριασμοί είχαν δεσμευθεί.
Ο Συνήγορος εκτιμά ότι τόσο η επί της ειδοποίησης πληροφόρηση όσο και η εφαρμογή της από τη διοίκηση αντίκεινται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και η σχετική πρόβλεψη του ΚΦΔ θα πρέπει να τροποποιηθεί.
Χρέη από...κληρονομιά
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, πολίτες προσέρχονται στις ΔΟΥ ως κληρονόμοι μετά τον θάνατο συγγενικών τους προσώπων και επιμελούνται τη διαγραφή των θανόντων από το μητρώο της ΔΟΥ, χωρίς να διαπιστώσουν κάποια οφειλή. Εν συνεχεία, ωστόσο, απειλούνται σε βάρος τους μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές για τις οποίες δεν ενημερώθηκαν από τη ΔΟΥ κατά τη δήλωση του θανάτου.
Επί παραδείγματι σε πολίτη ζητήθηκε να καταβάλει οφειλή του αποθανόντος συζύγου της από εκκαθάριση συμπληρωματικής δήλωσης φόρου εισοδήματος, που ο ίδιος είχε υποβάλει λίγο πριν τον θάνατό του. Η οφειλή αυτή φαίνεται να έχει βεβαιωθεί στον αποθανόντα μετά τον θάνατό του (σε μη υπαρκτό δηλαδή πρόσωπο) και να έχει συσχετισθεί με τον ΑΦΜ του, ενώ ξεκίνησε να επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Οι κληρονόμοι του, παρά το ότι ήταν καταχωρημένοι στο μητρώο του TAXIS ως κληρονόμοι, δεν είχαν ειδοποιηθεί ποτέ για την ύπαρξη της οφειλής αυτής, παρά μόνο πρόσφατα, οπότε και τους αναζητήθηκε το ποσό της οφειλής με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις.
Με τη δήλωση του θανάτου ενός προσώπου, το Μητρώο της ΔΟΥ ενημερώνεται για την ταυτότητα των κληρονόμων και τους ΑΦΜ τους. Ο ΑΦΜ του θανόντος «κλείνει», δηλαδή στην ουσία καθίσταται ανενεργός, οι κληρονόμοι δεν έχουν πια πρόσβαση σε αυτόν, εύλογα, δε, θεωρούν ότι οποιαδήποτε μεταγενέστερη οφειλή που σχετίζεται με την περιουσία του θανόντος είτε θα τους βεβαιωθεί, είτε κατά κάποιο τρόπο θα τους γνωστοποιηθεί.
Ωστόσο, η πρακτική της φορολογικής διοίκησης, όπως προκύπτει μέσα από τις αναφορές που έχει λάβει ο Συνήγορος του Πολίτη, είναι να συνεχίζει να «συσχετίζει» τις οφειλές που βεβαιώνονται μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου αποκλειστικά με τον «κλειστό» πλέον ΑΦΜ του, έτσι ώστε οι κληρονόμοι λαμβάνουν γνώση αυτών πολύ αργότερα και ενώ ο κληρονόμος καλόπιστα αγνοούσε την ύπαρξή τους. Από τη φορολογική διοίκηση προβάλλεται ως επιχείρημα η κατάργηση του άρ. 6 παρ. 4 ΚΕΔΕ, και κατά συνέπεια η αφαίρεση από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ της δυνατότητας να διαγράψει μερικώς ή ολικώς ανάλογης αιτίας προσαυξήσεις.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση φυσικών προσώπων που βαρύνονται με οφειλές νομικών προσώπων στα οποία μετείχαν και τα οποία έχουν λυθεί, ενώ για τις εν λόγω οφειλές δεν έχουν λάβει ποτέ ειδοποίηση από τις φορολογικές αρχές, οι οποίες κοινοποιούν τις σχετικές πράξεις προς το ήδη μη υφιστάμενο νομικό πρόσωπο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φορολογούμενου ο οποίος ήταν μέλος κοινοπραξίας χωρίς διαχειριστικές αρμοδιότητες, η οποία έχει λυθεί από τον Μάρτιο του 2005. Ως μέλος της Κοινοπραξίας, δεν βαρύνεται με ίδια φορολογική υποχρέωση αλλά με πρόσθετη ευθύνη προς πληρωμή βεβαιωθέντος φόρου, η οποία ανάγεται στο στάδιο της είσπραξής του (ν. 1882/1990 άρ. 4). Στην περίπτωση αυτή το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος της κοινοπραξίας και κοινοποιείται στα μέλη της, το καθένα από τα οποία ευθύνεται απεριόριστα και στο σύνολο (άρ. 20 παρ. 1 του πδ. 134/1996). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, κατ’ εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων, διενεργούσαν κατά το άρ. 2 ν. 2523/1997 νέες εκκαθαρίσεις, κοινοποιώντας τις αντίστοιχες πράξεις στην ανύπαρκτη πλέον κοινοπραξία, ενώ ο πολίτης καλείται να τις εξοφλήσει χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την ορθότητά τους και να ασκήσει τα δικαιώματά του.
Κατάσχεση προνοιακών επιδομάτων
Στον Συνήγορο του Πολίτη υποβλήθηκαν αναφορές από γονείς/κηδεμόνες/ δικαστικούς συμπαραστάτες ανηλίκων και ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ), οι οποίοι διαμαρτύρονταν ότι προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα τα οποία χορηγούντο σε ανηλίκους/αναπήρους/ συμπαραστατούμενους κατασχέθηκαν για οφειλές των γονέων/κηδεμόνων/δικαστικών συμπαραστατών.
Στον Συνήγορο περιήλθε αναφορά που αφορούσε: δέσμευση, επί τη βάσει κατασχετηρίου εκδοθέντος από την αρμόδια ΔΟΥ, τμήματος του επιδόματος κύησης που υπερέβαινε το ποσό των 1.250 ευρώ, για οφειλές της αναφερόμενης προς το δημόσιο, αφού το εν λόγω επίδομα είχε κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό δηλωθέντα στο TAXIS ως μοναδικό ακατάσχετο.
Σε διαμαρτυρία της προς την Τράπεζα, η αναφερόμενη έλαβε την απάντηση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να γνωρίζει την αιτιολογία και την προέλευση των χρημάτων, και συνεπώς, εφόσον υπήρχε κατασχετήριο, υποχρεούτο να δεσμεύσει τα χρήματα. Περαιτέρω, ενώ αρχικά μετά την προσκόμιση δικαιολογητικών ως προς την προέλευση των χρημάτων, δέχθηκε να αποδεσμεύσει το ποσό, στη συνέχεια, μετά από επικοινωνία του υποκαταστήματος με τη Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας, ενημέρωσαν την αναφερόμενη ότι το επίδομα αυτό δεν είναι ακατάσχετο, και καλώς κατασχέθηκε, και φυσικά την ίδια τύχη θα έχει και το επίδομα λοχείας.
Σφάλματα!
Κραυγαλέο παράδειγμα προβληματικής διαδικασίας κατάσχεσης στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος αποτελούν τα ζητήματα που προκύπτουν εξαιτίας σφαλμάτων κατά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές με τις Τράπεζες, και τα οποία καθίστανται ανεπίλυτα, λόγω ακριβώς της υφιστάμενης δέσμευσης των λογαριασμών λόγω κατάσχεσης. Στον Συνήγορο του Πολίτη διαμαρτυρήθηκαν πολίτες, που κατά την ηλεκτρονική τους συναλλαγή (e-banking) με την Τράπεζα παρεισέφρησε σφάλμα, δηλαδή προστέθηκε ένα μηδενικό παραπάνω στο κατατιθέμενο ποσό από τον καταθέτη προς τον τρίτο - ιδιώτη, ή σε μισθοδοσία υπαλλήλου το λογιστήριο της εταιρίας έκανε λάθος στη θέση της υποδιαστολής. Ωστόσο, εις βάρος του τρίτου που εισέπραξε το εκ λάθους πολλαπλάσιο ποσό εκκρεμούσε εντολή κατάσχεσης, λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Ως αποτέλεσμα, η Τράπεζα δέσμευσε και απέδωσε (υποχρεωτικά εντός 10ημέρου κατά τον ΚΕΔΕ) προς τη ΔΟΥ το ποσό της λανθασμένης συναλλαγής και η ΔΟΥ πίστωσε με αυτό το χρέος του οφειλέτη της. Όταν το λάθος έγινε αντιληπτό, ούτε η φορολογική διοίκηση ούτε η Τράπεζα επέτρεψαν την ακύρωση της συναλλαγής, λόγω της υφιστάμενης κατάσχεσης.
Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω του ότι κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
Συνεπώς οι πολίτες είναι εξαναγκασμένοι να προσφύγουν δικαστικά για να αποδείξουν ότι εκ παραδρομής κατατέθηκε λανθασμένο χρηματικό ποσό προς τρίτο και ότι, αν δεν εκκρεμούσε εντολή κατάσχεσης εις βάρος του τρίτου, το πρόβλημα θα λυνόταν με απλή ακύρωση της συναλλαγής.
Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από τη μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά τη χαμηλή εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων.
Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να αναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν.