Tα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες πολίτες έχουν γίνει μάρτυρες ενός τεράστιου κύματος ιδιωτικοποιήσεων. Μεγάλες υποδομές της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια, ενεργειακές μονάδες, τηλεπικοινωνίες, τράπεζες κλπ) επωλήθησαν σε Έλληνες και ξένους «επενδυτές», με φαινομενικό στόχο την μείωση, του δημοσίου χρέους. Οι ιδιωτικοποιήσεις δικαιολογούνται με το επιχείρημα ότι, παρέχουν έσοδα στα χρεωμένα κράτη και ενισχύουν την αποτελεσματικότητα των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Ωστόσο, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, μόνο οι κερδοφόρες επιχειρήσεις πωλούνται και αυτές, πάντα, σε τιμή κατώτερη της αξίας τους.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με έρευνες, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις είναι πιο αποδοτικές. Αντίθετα, καταβάλλουν μειωμένους μισθούς, υποβαθμίζουν τις συνθήκες εργασίας και αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα. Μια μικρή «κλίκα» νομικών και χρηματοοικονομικών εταιρειών απολαμβάνει τεράστια κέρδη από το νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων που έφερε η κρίση. Σε αυτή την κλίκα περιλαμβάνονται οι χρηματοοικονομικοί και νομικοί σύμβουλοι και οι λογιστικές εταιρείες. Αυτοί οι επιχειρηματικοί παίκτες είναι ενεργοί υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων σε όλη την Ευρώπη και έχουν επωφεληθεί από αυτή την εξαιρετικά επικερδή δραστηριότητα συνάπτοντας συμβόλαια, αξίας εκατομμυρίων ευρώ.
Επίσης, οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ευρώπη έχουν συμβάλει στην αύξηση της διαφθοράς, με πλήθος περιπτώσεων νεποτισμού και σύγκρουσης συμφερόντων.
Η τακτική που ακολουθείται είναι λίγο πού η ίδια:
Κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης ή μιας οικονομικής κρίσης, η αξία των κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ) συχνά μειώνεται στο ελάχιστο της προ κρίσης αξίας τους. Η πώληση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά μια οικονομική κρίση, συνεπάγεται πάντα την πώλησή τους με χαμηλότερο τίμημα. Παράλληλα με τη ζημία από την πώληση με χαμηλό τίμημα, τα κράτη υφίστανται σχεδόν πάντα απώλεια μελλοντικών εσόδων διότι, αντί να πουλήσουν τις αναποτελεσματικές και μη κερδοφόρες εταιρείες τους, αναγκάζονται να προβούν στην πώληση των πιο πολύτιμων και κερδοφόρων, ώστε να επιτύχουν τους στόχους του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Έτσι, ενώ τα κράτη θα μπορούσαν να αποκομίζουν σταθερά ετήσια έσοδα από ορισμένες εταιρείες, εξαναγκάζονται να ξεπουλήσουν αυτά ειδικά τα περιουσιακά στοιχεία επειδή είναι εύκολο να πωληθούν, ώστε να επιτύχουν γρήγορα αυτούς τους στόχους και να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δανειστών. Την ίδια στιγμή που οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών στερούνται τα έσοδα από μελλοντικά μερίσματα, οι ιδιωτικές εταιρείες βρίσκονται στην ευχάριστη θέση, να αγοράσουν δημόσιες εταιρείες σε τιμή ευκαιρίας, καταβάλλοντας μία εφάπαξ δαπάνη.
Οι επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις:
Παρ’ ότι οι ιδιωτικοποιημένες εταιρείες επιδιώκουν όντως τη βελτιστοποίηση της αποδοτικότητάς τους ως προς το κόστος (και όχι απαραίτητα την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών τους), έχουν την τάση να το πράττουν, μειώνοντας τους μισθούς, υποβαθμίζοντας τα εργασιακά πρότυπα και αυξάνοντας τις τιμές για τους καταναλωτές και όχι βελτιώνοντας την τεχνική αποτελεσματικότητά τους μέσω της καινοτομίας.
Η απελευθέρωση της αγοράς και η ιδιωτικοποίηση έχουν προωθήσει έως σήμερα ένα μοντέλο ανταγωνισμού που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του μισθολογικού κόστους και όχι στη βελτίωση της ποιότητας και της καινοτομίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση της αγοράς έχουν συχνά εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις, όπως:
- Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σταδιακά αποδυναμώνονται, με αποτέλεσμα τη μείωση της δύναμης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
- Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν την τάση να οδηγούν σε εξίσωση προς τα κάτω: με την είσοδό τους στην ελεύθερη αγορά, οι άλλοτε ΔΕΚΟ τείνουν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους μειώνοντας δραματικά τους μισθούς και αποδυναμώνοντας τις συμβάσεις εργασίας αντί να εστιάσουν στην ενίσχυση της καινοτομίας, της ποιότητας και της προσβασιμότητας.
- Οι ιδιωτικοποιήσεις συχνά οδηγούν σε εισοδηματική ανισότητα στο εσωτερικό των επιχειρήσεων: η ιδιωτικοποίηση (και η απελευθέρωση της αγοράς) έχει την τάση να ενισχύει τον διαχωρισμό μεταξύ των παλαιότερων και των νεότερων εργαζομένων, με τους νεότερους να βιώνουν μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια και να αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς για την ίδια εργασία.
- Οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν σε μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγοράς σε μεγάλους ιδιωτικούς φορείς. Οι προκύπτουσες αναδιοργανώσεις και συγχωνεύσεις οδηγούν αναπόφευκτα σε μαζικές απολύσεις.
Οι ομαδικές απολύσεις, είτε με τη μορφή της απευθείας διακοπής της σχέσης εργασίας, είτε με τη μορφή της «εθελούσιας εξόδου», είτε μέσω της πρόωρης συνταξιοδότησης, είναι το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό των ιδιωτικοποιήσεων.
Η αναδιάρθρωση, είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας. Η μείωση της απασχόλησης και στις δύο περιπτώσεις είναι ουσιαστική και περιλαμβάνει συχνά την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως καταγράφονται ιστορικά, είναι:
- Η ιδιωτικοποίηση της RWE, της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού της Γερμανίας, συνοδεύτηκε από τη μείωση του εργατικού της δυναμικού κατά 12.000 εργαζόμενους.
- Ο πολωνικός οργανισμός τηλεπικοινωνιών, ΤΡ, μείωσε κατά 50% το προσωπικό του.
- Η δημόσια επιχείρηση τηλεπικοινωνιών του Βελγίου, η «Belgacom», μείωσε κατά 12.000 τις θέσεις εργασίας.
- Η ισπανική «Telefonica» απέλυσε 15.000 εργαζόμενους, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσής της, πριν από την ιδιωτικοποίηση.
Οι απολύσεις δεν είναι ο μόνος τρόπος για τη μείωση του «κόστους εργασίας» που επιδιώκουν οι υπό ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις και φυσικά οι κυβερνήσεις με τις αντίστοιχες νομοθετικές παρεμβάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων συνοδεύονται από μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων. Η μείωση είτε επιβάλλεται με νομοθετικές παρεμβάσεις από το κράτος - εργοδότη, είτε με συμφωνίες μεταξύ των διοικήσεων των επιχειρήσεων και των αντίστοιχων συνδικάτων.
Οι ιδιωτικοποιήσεις διαβρώνουν τις εργασιακές σχέσεις και οδηγούν σε μια γενική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις μιας αποδυνάμωσης των συνδικάτων, ειδικά στο πλαίσιο των εκτεταμένων αναδιαρθρώσεων, της έμφασης στην παραγωγικότητα και την οικονομική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, η οποία περιλαμβάνει την ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος και τις μονομερείς αποφάσεις της διοίκησης.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ιδιωτικοποίηση μιας δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρικής ενέργειας, ή σταθερής τηλεφωνίας, στηρίζεται στη διαίρεση των εργαζομένων σε παλιούς και νέους, σ' αυτούς, δηλαδή, που εργάζονται ήδη στην επιχείρηση και θα συνεχίσουν με το ίδιο (σε γενικές γραμμές) εργασιακό καθεστώς και στους νεοπροσλαμβανόμενους που θα εργαστούν σε ένα εργασιακό καθεστώς σαν κι αυτό του ιδιωτικού τομέα.
Όπως είναι φυσικό, με την πάροδο του χρόνου, το ποσοστό των εργαζομένων της πρώτης κατηγορίας θα μειώνεται και θα αυξάνει κατ' αναλογία το ποσοστό των εργαζομένων της δεύτερης κατηγορίας.
Η προσπάθεια των επιχειρήσεων να διευκολύνουν την ιδιωτικοποίηση, σε συνδυασμό με το στόχο τους για την πλήρη αποδυνάμωση των συνδικάτων χαρακτηρίζεται και από τις αποφάσεις για τον κατακερματισμό των επιχειρήσεων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι υποψήφιοι επενδυτές να επενδύσουν στα πιο κερδοφόρα τμήματα και να διασπαστεί το εργατικό δυναμικό σε διάφορες κατηγορίες και ταχύτητες.
Οι ανατροπές του ν. 4643/2019 που προετοίμασαν την πώληση της ΔΕΗ
Η κυβέρνηση της ΝΔ, ήδη από το 2019, είχε προετοιμάσει το έδαφος για τον υποψήφιο επενδύτη στην περίπτωση της ΔΕΗ.
Σύμφωνα με το νόμο 4643/2019:
1.Οι νέες προσλήψεις εργαζομένων γίνονται κατά παρέκκλιση της ισχύουσας επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας και του κανονισμού προσωπικού της ΔEΗ, δηλαδή οι νέοι εργαζόμενοι, έχουν μειωμένα δικαιώματα και προστασία.
2.Θεσπίζεται πλαίσιο για στοχευμένες «εθελούσιες» εξόδους στον όμιλο, παραπέμποντας τους όρους και τις προϋποθέσεις, στις αποφάσεις της διοίκησης της εταιρίας και της σχετικής επιτροπής προσλήψεων και αμοιβών.
3.Καθιερώνεται ειδικό τιμολόγιο ρεύματος για το προσωπικό και στους συνταξιούχους της ΔΕΗ και των θυγατρικών της, που αφορά όμως μόνο την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας, και όχι και τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, όπως ίσχυε παλιότερα.
4.Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο τη μητρική ΔΕΗ, αλλά ολόκληρο τον όμιλο, δηλαδή και τον ΔΕΔΔΗΕ όπως και την ΔΕΗ Ανανεώσιμες, όπου και θα επιχειρηθούν μετακινήσεις πλεονάζοντος προσωπικού, εφόσον φυσικά υπάρχουν ανάγκες.
5.Για τις προσλήψεις υψηλόβαθμων στελεχών, καθιερώνεται 3ετής σύμβαση ορισμένου χρόνου για τους διευθυντές και τους γενικούς διευθυντές και τους αναπληρωτές διευθύνοντες συμβούλους, πλήρωση οργανικών θέσεων Αναπληρωτών Διευθυνόντων Συμβούλων, με δυνατότητα ανανέωσης μόνο μια φορά.
6.Όσον αφορά το υπόλοιπο προσωπικό, οι προσλήψεις γίνονται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου της ΔΕΗ για κάλυψη πρόσκαιρων, παροδικών ή εποχιακών αναγκών. Η διάρκεια της απασχόλησης του εν λόγω προσωπικού δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 8 μήνες σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Μετά το πέρας του ως άνω χρόνου απασχόλησης, οι συμβάσεις αυτές λύονται αυτοδίκαια, χωρίς καμία προειδοποίηση ή διατύπωση και χωρίς αποζημίωση.
7.Καθιερώνονται στοχευμένα προγράμματα εθελουσίας εξόδου του προσωπικού με επιβάρυνση της ίδιας της εταιρείας και με βάση καθορισμένα κριτήρια, ιδίως για συγκεκριμένες κατηγορίες/ειδικότητες ή για συγκεκριμένες υπηρεσιακές μονάδες. Στα προγράμματα αυτά θα καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις, καθώς και το ύψος των κινήτρων για οικειοθελή αποχώρηση του προσωπικού, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, το πλήθος των ωφελουμένων και τα χαρακτηριστικά της προς έξοδο κατηγορίας.
8.Το προσωπικό της ΔΕΗ μπορεί να μεταφέρεται με την ίδια σχέση εργασίας, σε υπηρεσίες, φορείς ή νομικά πρόσωπα του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και σε άλλες ΔΕΚΟ, όπου το Δημόσιο κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου, μετά από σχετική απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας και πρόσκληση του προσωπικού για εκδήλωση ενδιαφέροντος.
9.Καθιερώνεται επίσης η δυνατότητα μετακινήσεων του προσωπικού από την μητρική ΔΕΗ σε άλλες θυγατρικές που έχουν ανάγκες, όπως κενές θέσεις ή παρεμφερούς κατηγορίας (ΔΕΔΔΗΕ, ΔΕΗ Ανανεώσιμες). Τα Δ.Σ. των θυγατρικών αποστέλλουν τα αιτήματά τους για κάλυψη θέσεων με μεταφορά προσωπικού.
Συμπερασματικά, η επερχόμενη πώληση της ΔΕΗ θα αποτελέσει τον «πιλότο» για το ξήλωμα των εργασιακών σχέσεων, όχι μόνο εντός της επιχείρησης αλλά και στην ευρύτερη αγορά εργασίας. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι ζητήματα ΣΣΕ, κανονισμού προσωπικού και απεργιών, κερδήθηκαν λόγω των εργατικών και συνδικαλιστικών αγώνων που διαδραματίστηκαν στην ΔΕΗ τις τελευταίες δεκαετίες. Οι κατακτήσεις αυτές του εργατικού κινήματος θα παρουσιαστούν σαν «προνόμια», που δεν …συνάδουν με το κλίμα της αγοράς και πρέπει να καταργηθούν. Η αντίστοιχη εμπειρία είναι πλούσια άλλωστε, στην πρόσφατη ιστορία. Η δήθεν απελευθέρωση των αμοιβών και μερικές αυξήσεις που θα δοθούν προσωρινά στους εργαζόμενους(κυρίως με την απελευθέρωση του 13ου και 14ου μισθού ως ιδιωτικός πλέον τομέας) δεν είναι τίποτα άλλο «παρά το τυρί στη φάκα».
Η υπόθεση της ΔΕΗ είναι πρώτα απ όλα υπόθεση όλων των εργαζομένων, εντός και εκτός της επιχείρησης. Για τους λόγους αυτούς και παραμερίζοντας τα φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού, που θα προκύψουν, το εργατικό κίνημα, οφείλει να υπερασπιστεί το δημόσιο χαρακτήρα της ΔΕΗ με κάθε τρόπο.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος- Εργατολόγος)