Συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ολοκλήρωση της δίκης των μελών της Χρυσής Αυγής, και την καταδίκη τους για το αδίκημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, μαζί με πληθώρα άλλων ειδεχθών εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου.
Χωρίς να υπεισέλθουμε στις πολιτικές προεκτάσεις της υπόθεσης, ακόμη και περιοριζόμενοι σε αμιγώς νομικές και δικαιοπολιτικές προσεγγίσεις, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για μια ιστορική απόφαση, καθώς κρίθηκε ότι η δράση ενός πολιτικού κόμματος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως εν προκειμένω, δύναται να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση κατά την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, επιλύοντας και έναν νομικό προβληματισμό, όπως είχε διατυπωθεί στο παραπεμπτικό βούλευμα και την εισαγγελική πρόταση.
Αφού επιβλήθηκαν οι ποινές και ήδη πολλοί καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές, το ερώτημα που τίθεται και στην συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά και ευρύτερα, είναι ένα: Πόσο διάστημα θα παραμείνουν κρατούμενοι; Και τελικώς, οι ποινές που επιβάλλονται σε τί αντιστοιχούν; Πόσο κοντά είναι οι επιβληθείσες καταδίκες με τις πραγματικώς εκτιόμενες ποινές; Και τούτο διότι ήδη κάποιοι εκ των καταδικασθέντων έχουν απολυθεί υπό όρους από τα σωφρονιστικά καταστήματα, και άλλοι έχουν λάβει αναστολή της έκτισης της ποινής, μέχρις εκδόσεως απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, στο άρθρο 105Β ορίζονται οι προϋποθέσεις της απόλυσης υπό όρους των κρατουμένων, κατόπιν έκτισης των 3/5 της ποινής, ή των 2/5 εφόσον ισχύουν προϋποθέσεις ευεργετικού υπολογισμού της κράτησης [π.χ. εργασία στην φυλακή, ηλικία κρατουμένου, αναπηρία]. Πλην όμως, με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα, το αντίστοιχο όριο της υφ’ όρον απόλυσης των κρατουμένων ήταν χαμηλότερο, ανερχόταν στο 1/3 της ποινής, και ως ευμενέστερη διάταξη για τον κατηγορούμενο, είναι και αυτή που τελικώς θα εφαρμοστεί. Πρακτικά μιλώντας, τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής με καταδίκες 13 και 13,5 ετών, δύνανται να απολυθούν μετά την πραγματική έκτιση 4-4,5 ετών, πιθανόν και μετά από δύο χρόνια κάποιοι εξ αυτών.
Μιλώντας αμιγώς νομικά, τίθενται δύο ερωτήματα, ένα από την πλευρά της κατηγορίας και ένα από την πλευρά της υπεράσπισης.
- «Ποια η αξία της καταδίκης σε πολυετή κάθειρξη, εάν τελικώς εκτίεται μόλις το 1/3 αυτής; Πόσο κοντά στον ποινικό κολασμό και στην αποκατάσταση της εννόμου τάξεως είμαστε, εάν υπάρχει τόσο μεγάλη απόσταση μεταξύ επιβληθείσης και πραγματικά εκτιθείσης ποινής;» Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, δικαιοπολιτικού χαρακτήρα, που ευρύτερα απασχολεί την νομική κοινότητα για το σύνολο των ποινών που επιβάλλονται, καθώς η ως άνω απόσταση τελικώς δεν οδηγείστο αίσθημα ότι πράγματι αποδόθηκε δικαιοσύνη.
- Από την πλευρά της υπεράσπισης, όμως, με βάση τα ανωτέρω τίθεται ένα αντίθετο ερώτημα, που τελικώς οδήγησε και στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής αρκετών καταδικασθέντων μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση. «Εφόσον στο 1/3 της ποινής θα υπάρχει απόλυση των κατηγορουμένων, και η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό αργεί, τί νόημα έχει η έκτιση της ποινής, και η απόλυση κάθε κρατουμένου, προτού συζητηθεί η έφεσή του;».
Σε κάθε περίπτωση, η κοινή γνώμη οφείλει να γνωρίζει ότι σε 2-3 χρόνια πιθανόν να μην υπάρχουν κρατούμενοι χρυσαυγίτες, αλλά και να μην έχει ολοκληρωθεί η δίκη τους σε δεύτερο βαθμό. Οι δε δικαστές και στην περίπτωση αυτή, αλλά και στο σύνολο των ποινικών υποθέσεων με μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον, καλούνται να αντιμετωπίσουν δυσεπίλυτα διλήμματα λόγω της νομοθεσίας που καλούνται να εφαρμόσουν.Παρόλα αυτά, είμαι βέβαιος ότι πάντοτε θα ψάχνουν την καλύτερη δυνατή λύση, για να αποδώσουν το ιερό αγαθό που τους ανατέθηκε, τη Δικαιοσύνη.
Ο Ιωάννης Β. Σαμέλης είναι Δικηγόρος