Ο χαρακτήρας του κρατικού παρεμβατισμού στις σύγχρονες οικονομίες έχει γίνει πιο πολύπλοκος και πιο πολυσχιδής, σε σχέση με την μεταπολεμική κρατική παρέμβαση.
Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι ένα τιτάνιο έργο, το κόστος του οποίου έχει αναλάβει κατά βάση το κράτος. Καταρχάς, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν να εσωτερικεύσουν την «αρνητική εξωτερικότητα» της ρύπανσης του περιβάλλοντος που προκαλείται (και) από την ιδιωτική αγορά. Στη συνέχεια, το κράτος καλείται να αναλάβει επίσης και το κόστος μετάβασης σε μια πιο βιώσιμη οικονομία.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και η δέσμη προτάσεων «Fit for 55» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Με τέτοιου είδους δημόσιες πολιτικές, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν το βασικό κόστος για τη δημιουργία υποδομών, δικτύων και νέων τεχνολογιών, πράγμα που η ιδιωτική αγορά είτε δεν έχει τους πόρους είτε δεν επιθυμεί να αναλάβει το επιχειρηματικό ρίσκο. Πάνω σε αυτές τις υποδομές, βέβαια, θα πατήσει η επιχειρηματική πρωτοβουλία για να αναπτύξει, με χαμηλότερο κόστος, τις δικές της δράσεις σε μια σειρά κρίσιμων τομέων, όπως για παράδειγμα η ηλεκτροκίνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις πρόσφατες εκλογές στη Γερμανία, ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα στην προεκλογική εκστρατεία ήταν η τύχη των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο τρόπος μετάβασης, δηλαδή, της αυτοκινητοβιομηχανίας και του ενεργειακού της συστήματος από τα ορυκτά καύσιμα σε πιο καθαρές λύσεις (ηλεκτρική ενέργεια), χωρίς αποσταθεροποίηση της οικονομίας.
Οι δαπάνες του κράτους όμως γι’ αυτή τη μετάβαση μολονότι θα ενισχύσουν την ιδιωτική οικονομία, θα επιβαρύνουν ταυτόχρονα τα δημόσια χρέη που έχουν ήδη αυξηθεί λόγω της πανδημίας. Επιπλέον, η εκτίναξη της ζήτησης για πράσινα προϊόντα (από είδη διατροφής έως τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων) ωθεί υψηλότερα τις τιμές τους, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία στον κόσμο του «greenflation», του πληθωρισμού, δηλαδή, που προκαλείται από την ενεργειακή μετάβαση. Ταυτόχρονα, τα εκτεταμένα προγράμματα νομισματικής επέκτασης των κεντρικών τραπεζών -που έχουν ρίξει στην αγορά τρισεκατομμύρια δολάρια από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έως τις μέρες μας- από τη μια πλευρά προσφέρουν ρευστότητα στην αγορά, ενώ από την άλλη συμβάλλουν στην αύξηση του πληθωρισμού, πράγμα που συνεπάγεται μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών. Εάν βέβαια αποφασίσουν οι κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια υπό τον φόβο των πληθωριστικών πιέσεων, θα τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική ανάπτυξη. Άρα μια νέα ύφεση θα είναι προ των πυλών.
Στο άκρως ρευστό αυτό σκηνικό, το κράτος καλείται επίσης να αναλάβει και τις δαπάνες για την επανακατάρτιση των εργαζομένων -που ενδεχομένως χάσουν τη θέση εργασίας τους λόγω της μετάβασης στις νέες τεχνολογίες-, καθώς επίσης και τις δαπάνες για την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας που θα λειτουργεί σαν δίχτυ ασφαλείας για τους πιο ευάλωτους πολίτες.
Επομένως, ο σύγχρονος κρατικός παρεμβατισμός μοιάζει να διέπεται από εγγενείς αντιφάσεις αλλά και από αξεδιάλυτες αντιθέσεις συμφερόντων τόσο μεταξύ των διαφόρων τομέων της ίδιας της ιδιωτικής αγοράς όσο και μεταξύ των αναγκών της ιδιωτικής αγοράς και των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ευνοείται κατά βάση από τα χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και τα υψηλότερα επιτόκια, ενώ το βιομηχανικό κεφάλαιο ευνοείται από μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων και εκτεταμένης δημοσιονομικής πολιτικής που ενισχύει τη ζήτηση. Οι φορολογούμενοι από την πλευρά τους, απαιτούν ένα ποιοτικότερο κοινωνικό κράτος αλλά και χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση παρά το αυξημένο δημόσιο χρέος των κρατών.
Οι παραπάνω αντιφάσεις και αντιθέσεις που λαμβάνουν χώρα πλέον εντός του ίδιου του κράτους -και όχι μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας όπως παλιότερα- καταδεικνύουν ότι η κρίση της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι ανεξάρτητη από την κρίση της ίδιας της δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί τόσο μέρος της λύσης όσο και μέρος του προβλήματος. Έτσι λοιπόν, το σύγχρονο Κράτος, ως «η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων», για να θυμηθούμε τον Νίκο Πουλαντζά, βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, καθώς αδυνατεί να διατηρήσει τη σχετική του αυτονομία, χωρίς ταυτοχρόνως να αποφύγει τη δημιουργία παράπλευρων κρίσεων μέσα στην υπάρχουσα κρίση.
Αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να περιοριστεί μόνο μέσα από τη θέσπιση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, οι όροι του οποίου θα εξαρτηθούν βέβαια από την επινοητικότητα αλλά και την αποφασιστικότητα που θα επιδείξουν οι προοδευτικές δυνάμεις για την υλοποίηση ουσιαστικών πολιτικών υπέρ της διεύρυνσης της πολιτικής, οικονομικής και ενεργειακής δημοκρατίας στον 21ο αιώνα.
Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ΕΚΠΑ