Ο χωροταξικός σχεδιασμός και η θέσπιση, με απλό τρόπο και λογική, χρήσεων γης, είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη κάθε χώρας. Σημαντικό, αν όχι κύριο, μέρος αυτού του σχεδιασμού αφορά στη θεσμοθέτηση όρων και κανόνων που ρυθμίζουν την επαγγελματική χωροθεσία, ιδίως στη βιομηχανία και τα logistics, με τρόπο που να αποτρέπονται φαινόμενα συγκρούσεων γης και να ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων σε συνθήκες περιβαλλοντικής προστασίας και ισορροπίας και με σταθερό προσανατολισμό και στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Στη χώρα μας, παρά τα 35 περίπου χρόνια στοχευμένων νομοθετικών προσπαθειών, με αφετηρία το N.947/1979, η άναρχη, εκτός όρων, ορίων και κανόνων, εκτός σχεδίου δόμηση, συνεχίζει να αποτελεί τον κανόνα κτιριακής «ανάπτυξης», των επαγγελματικών εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας και της εφοδιαστικής αλυσίδας που αντικειμενικά συνιστούν τις πλέον οχλούσες δραστηριότητες, συναρτήσει του μεγέθους και του παραγωγικού τους εξοπλισμού.
Άτυπες βιομηχανικές συγκεντρώσεις σε περιοχές χωρίς δίκτυα και υποδομές πρόσβασης και περιβαλλοντικής διαχείρισης, αναπτύχθηκαν κατά εκατοντάδες και συνεχίζουν να «υποστηρίζουν» τη βιομηχανία, τα logistics, τις μικρές και μεσαίες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, καθιστώντας το μοντέλο της παρόδιας δόμησης στις επαρχιακές και εθνικές οδούς, τη δεσπόζουσα κατεύθυνση χωρικής οργάνωσης των επαγγελματικών εγκαταστάσεων.
Προσπάθειες οργάνωσης υποδοχέων σε παλιότερες δεκαετίες, οι γνωστές Βιομηχανικές Περιοχές (ΒΙΠΕ), για λόγους που ιστορικά έχουν καταγραφεί, παρέμειναν και παραμένουν μη ελκυστικές για την επιχειρηματικότητα. Δεκάδες φωνές και έρευνες μαρτυρούν δημόσια και με έντονο τρόπο, έλλειψη βασικών έργων υποδομής, μηδενικό εκσυγχρονισμό και κακές διαχειριστικές πρακτικές, ως τους κύριους λόγους αυτού του παραμένοντος «μαρασμού».
Τα τελευταία χρόνια με αφετηρία το N.4269/2014 (ΦΕΚ 142Α/28.06.2017) υπήρξε ένα έντονο διακομματικό ενδιαφέρον, για μια εκ βάθρων γενναία αναθεώρηση και εκσυγχρονισμό της χωροταξικής νομοθεσίας των προηγούμενων δεκαετιών. Η αναγκαιότητα αυτή επεβλήθη από την οικονομική κρίση της εποχής των μνημονίων και αντικειμενικά συνδέθηκε με την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάπτυξη, υπό την «πίεση» ή και εποπτεία της τρόικας, των θεσμών κ.λπ. Τα αποτελέσματα είναι πενιχρά μεν στην πράξη, ωστόσο ενδιαφέροντα, καθώς συνδέονται με μια νέα αφετηρία επαναπροσέγγισης της χωροταξικής νομοθεσίας και των θεσμών που την υποστηρίζουν.
Ο πρόσφατος ν. 4759/2020 με την ψήφισή του, μεταξύ άλλων, έθεσε ως δεσπόζοντα στόχο τον εκσυγχρονισμό του καθεστώτος των χρήσεων γης, τον δραστικό περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης και την ενθάρρυνση ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε οργανωμένα Επιχειρηματικά Πάρκα.
Η σχέση και αλληλοτροφοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης με τη βιομηχανική και γενικότερα με την επιχειρηματική χωροθεσία και κυρίως η αναγνώριση των διαχρονικών ελλειμμάτων που καταγράφονται σ’ αυτό το πεδίο, σε συνδυασμό με τις αμείλικτες επιταγές της κυκλικής οικονομίας και της βιομηχανικής συμβίωσης, δείχνουν το δρόμο για να εναρμονιστεί η χώρα μας με τη στρατηγική industry 4.0 και να ενταχθεί αρμονικά στο παγκόσμιο ρεύμα για την προστασία και αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων. Οι συνθήκες αυτές επιβάλουν, με τον πιο αυτονόητο, κατηγορηματικό και αναμφισβήτητο πλέον τρόπο, την ανάγκη κατάρτισης, θεσμικής αναγνώρισης και κυρίως υλοποίησης ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης Ανάπτυξης Επιχειρηματικών Πάρκων στην επικράτεια ανάλογου με αυτό που εκπονήθηκε από την ΚΕΕ ήδη από το 2010-2012 και επικαιροποιήθηκε το 2018. Ενός Εθνικού Σχεδίου που θα βασίζεται στις κατάλληλες χωρικές και περιβαλλοντικές συνθήκες. Θα είναι αποδεκτό τόσο από τους τοπικούς θεσμούς (ΟΤΑ, Επιμελητήρια κ.λπ.), όσο και από την επιχειρηματική κοινότητα που λογικό είναι να στηρίζει μόνο βιώσιμες επενδύσεις, σε χώρους και περιοχές υψηλής ζήτησης της αγοράς και των επιχειρήσεων.
Σχετική έρευνα που διενεργείται στον παρόντα χρόνο, από τη REDΕPLAN Consultants, δείχνει ότι οι τέσσερεις πρώτες σε μεταποίηση (ποσοστό Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας) Περιφερειακές Ενότητες της χώρας (πρώην Νομοί) υστερούν δραματικά σε οργανωμένους υποδοχείς. Πρόκειται για τους νομούς Βοιωτίας, Δυτικής Αττικής, Φθιώτιδας και Εύβοιας, με ποσοστό μεταποίησης 33,76%, 21,48%, 21,36% και 20,54% αντίστοιχα που διαθέτουν δύο (2) μόνο θεσμικά αναγνωρισμένους ενεργούς υποδοχείς, τη ΒΙΠΕ Λαμίας και τη ΒΙΠΕ Θίσβης, με τη δεύτερη να φιλοξενεί τις δραστηριότητες μίας και μόνο μεγάλης μεταποιητικής επιχείρησης. Την ίδια ώρα η Ροδόπη, με μεταποιητικό ΑΠΑ 10,73%, διαθέτει 2 ΒΙΠΕ και η χώρα 50 ΒΙΠΕ, Επιχειρηματικά Πάρκα, κ.λπ. σε διάφορες «άσχετες», με την καρδιά της οικονομίας, περιοχές.
Σε σειρά ερωτήσεων που υπεβλήθησαν στο πλαίσιο της ίδιας ως άνω έρευνας, το συμπέρασμα που παράγεται άμεσα ή έμμεσα, αλλά πάντως ξεκάθαρα είναι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που διαπιστώνεται για τη δυσκολία ή την άρνηση των επιχειρήσεων να εγκατασταθούν σε ΕΠ είναι η ανυπαρξία οργανωμένων χώρων υποδοχής σε περιοχές υψηλού επιχειρηματικού ενδιαφέροντος και η έλλειψη σοβαρών οικονομικών και άλλων κινήτρων και προγραμμάτων επαρκούς συγχρηματοδότησης, για αγορά γης και για μετεγκατάσταση ή εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων.
Στο ερώτημα για την υπόδειξη προτάσεων και δράσεων της Πολιτείας για τη βελτίωση της νομοθεσίας με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάπτυξης πάρκων και την αξιοποίησή τους από επιχειρήσεις, η απάντηση που διαχέεται οριζόντια συνιστά:
- Επίσπευση διαδικασιών αδειοδότησης Επιχειρηματικών Πάρκων
- Πιο ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο για τις αδειοδοτήσεις εντός των επιχειρηματικών πάρκων
- Σύγχρονους Κανονισμούς Διαχείρισης που προάγουν την επιχειρηματικότητα και καθαρό πλαίσιο ανταποδοτικών υπηρεσιών
- Σαφής νομοθεσία, άνευ χώρου για διαφορετικές ερμηνείες.
Εν όψει του ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ που αποτελεί σοβαρή πηγή τροφοδότησης του ως άνω Εθνικού Σχεδίου και με την ευχή, οι πόροι του, για αυτό το σκοπό, να κατανεμηθούν ισόρροπα και αντικειμενικά, η χώρα έχει μπροστά της μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί (για άλλη μια φορά). Εννοούμε την ευκαιρία της οργάνωσης και πολεοδόμησης των Άτυπων Συγκεντρώσεων Βιομηχανιών και Εφοδιαστικής υψηλής ζήτησης που υπάρχουν στη χώρα. Με αυτό ως προτεραιότητα, η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου στο οποίο αναφερθήκαμε (εφόσον αυτό καταρτιστεί) σε συνδυασμό με τη νέα νομοθεσία που ετοιμάζεται (ελπίζουμε επιτυχώς), θα καταστήσουν ευχερή, οικονομικά διαχειρίσιμη, σαφή και διαφανή τη διαδικασία της χωροθέτησης των επιχειρήσεων σε περιοχές συμβατών χρήσεων και με υψηλό δείκτη περιβαλλοντικής προστασίας.
Ο Μανώλης Μπαλτάς, είναι Τεχνικός Σύμβουλος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας, Πρόεδρος & ΔΣ της REDEPLAN Consultants