Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ και το ιστορικό σοσιαλιστικό κόμμα του PSOE, που βρίσκεται στην εξουσία με μια κυβέρνηση μειοψηφίας με την Αριστερά του Unidas Podemos, έχουν μετατρέψει την Μαδρίτη σε ένα μεγάλο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό εργαστήριο που διεκδικεί μια ηγετική θέση μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό σε έναν διάχυτο πλέον πολιτικό χώρο, αλλά και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναλαμβάνοντας να οδηγήσει τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου σε δημοκρατικές και προοδευτικές διεκδικήσεις, μετά τις βαθιές πληγές που άφησαν οι μνημονιακές πολιτικές σε όλες τις κοινωνίες στον Νότο της πλουσιότερης ηπείρου του κόσμου.
Η πορεία του Πέδρο Σάντσεθ δεν ήταν εύκολη ούτε δεδομένη, αφού είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί ακόμη και από βουλευτής για να μην δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση του δεξιού Μαριάνο Ραχόι και αναγκάστηκε να κάνει έναν πραγματικά ανένδοτο αγώνα για να κερδίσει το κόμμα του με τις πλέον δημοκρατικές διαδικασίες, φέρνοντας ένα πρωτόγνωρο πάθος πολιτικής συμμετοχής των μελών του κόμματός του, για να καταλήξει να επιστρέψει πανηγυρικά στα ηνία του έχοντας μόνο να αντιμετωπίσει την εχθρότητά της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Οι διαδοχικές εκλογές όμως επέτρεψαν στον Σάντσεθ να αποκτήσει στη βουλή έναν σκληρό πυρήνα πιστών βουλευτών και γερουσιαστών που αποδέχθηκαν τη συνεργασία με την πλουραλιστική Αριστερά, του Podemos, της Ενωμένης Αριστεράς και των ενωτικών αριστερών ψηφοδελτίων, περιθωριοποιώντας παράλληλα το βάρος του συντηρητικού και διεφθαρμένου τμήματος του κόμματός του και τους τοπικούς βαρόνους, όπως τον πρώην πρωθυπουργό Φελίπε Γκονθάλες και την πρώην πρόεδρο της τοπικής κυβέρνησης της Ανδαλουσίας Σουζάνα Ντίαθ.
Ο Σάντσεθ κατάφερε να μετατραπεί στον απόλυτο κυρίαρχο του PSOE στο 40ο Συνέδριο του κόμματος που ολοκληρώθηκε προ ημερών στη Βαλένθια, κερδίζοντας μια πρωτοφανή ενότητα, έχοντας δίπλα του τόσο τον Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεθ Θαπατέρα, τον μέντορα της συνεργασίας του με τον Πάμπλο Ιγκλέσιας, όσο και τον νεοφιλελεύθερο Φελίπε Γκονθάλεθ και τη Σουζάνα Ντίαθ, που εξακολουθούν να βλέπουν στην Αριστερά το διάβολο. Ίσως για το λόγο αυτό το λόγο οι αναφορές στο Unidas Podemos ήταν εξαιρετικά ελάχιστες μέσα στο συνέδριο του PSOE, παρόλο που αποτελεί τον κυβερνητικό του εταίρο.
Το ψηφοδέλτιο του Σάντσεθ εξέλεξε το 94,6% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής και το 94,94% των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος, του αντιστοίχου Πολιτικού Γραφείου, με 975 υπέρ ανάμεσα σε 1.027 συνέδρους, με τις γυναίκες να φθάνουν στο 60% και το μέσο ηλικίας της Εκτελεστικής Επιτροπής να υποχωρεί στα 47 έτη, έχοντας μάλιστα στο εσωτερικό της έξι υπουργούς, που έδωσαν αμέσως της εικόνας των συγκοινωνούντων δοχείων ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κόμμα, ή καλύτερα της μετατροπής του PSOE σε άτυπο παράρτημα του υπουργικού συμβουλίου.
Η πολιτική όμως του Σάντσεθ και του PSOE περνά διαμέσου της συνέχισης της συμμαχίας με την Αριστερά, ιδιαίτερα όταν, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις μαζί της, έχει αποδώσει εξαιρετικά θετικούς καρπούς και μάλιστα την τραγική περίοδο της πανδημίας. Η κυβέρνηση Σάντσεθ έχει σχεδιάσει το μεγαλύτερο κοινωνικό προϋπολογισμό στην ιστορία της χώρας, εφαρμόζοντας μια «κοινωνική ασπίδα», που θα συνεχίζει να προσφέρει έως το Μάρτιο το 70% του μισθού στους εργαζομένους που έχουν τεθεί σε αναστολή, θα στηρίζει τις επιχειρήσεις, αυξάνοντας όμως την φορολογία στις μεγάλες εταιρείες, θα διασφαλίζει τους ευάλωτους με μείωση της φορολογίας στην ενέργεια και κατάσχεση των υπερκερδών των ηλεκτρικών εταιρειών και θα υιοθετήσει τη στήριξη των νέων με χαμηλά εισοδήματα με επίδομα ενοικίου 250 ευρώ το μήνα.
Το PSOE του Σάντσεθ στοχεύει στη θεσμοθετημένη αναβάθμιση του ρόλου των γυναικών στην πολιτική και κοινωνική ζωή ης χώρας διαμέσου μιας σειράς νόμων, που αφορούν το βιασμό, τα τρανς άτομα, την κατάργηση της πορνείας και τη μάστιγα των γυναικοκτονιών και της οικογενειακής βίας, ενώ την ίδια στιγμή στοχεύει στη διεύρυνση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων με την κατάργηση του αποκαλούμενου «νόμου φίμωτρο» του Ραχόι, την εξομάλυνση των σχέσεων με τις εθνικιστικές δυνάμεις κυρίως της Καταλονίας, και την απελευθέρωση των φυλακισμένων εθνικιστών ηγετών της, τις πρωτοφανείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων και μάλιστα σε μια εποχή που ο πληθωρισμός σηκώνει παντού κεφάλι.
Ο προϋπολογισμός που έχει τεθεί σε διαβούλευση με τα κόμματα που στήριξαν τον Σάντσεθ στη βουλή προβλέπει κοινωνικές δαπάνες 248,39 δισ., με 6 στα 10 ευρώ ή το 60% του προϋπολογισμού να ρίχνονται για να στηρίξουν την κοινωνία και το κοινωνικό κράτος, που αντιμετωπίζεται ως μια πηγή δημιουργίας ενός νέου πλούτου για τη χώρα, που έχει καταγράψει μεταξύ άλλων και μια ιστορική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, που έφθασαν τις 700.000 το πρώτο επτάμηνο του έτους.
Οι σοσιαλιστές και η Αριστερά στοχεύουν στην πράσινη ανάπτυξη και σε μια νέα εκβιομηχάνιση της χώρας με άξονα την τεχνολογία και την καινοτομία ρίχνοντας επενδύσεις 40 δισ. για τη βιομηχανική της ανασυγκρότηση. Η κυβέρνηση αναμένει άλλα 27,6 δισ. από το Ταμείο Ανασυγκρότησης, με το μεγαλύτερο τμήμα τους να κατευθύνεται στις νέες τεχνολογίες και την έρευνα, ενώ 8,5 δισ. θα επενδυθούν στην ψηφιοποίηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Στους τομείς της έρευνας και της ψηφιακής μετάβασης θα δαπανηθούν 13,29 δισ., τα διπλάσια από τον προϋπολογισμό του 2021.
Τα προγράμματα για τους νέους θα φθάσουν στα 12,5 δισ, με άνοδο 46% σε σχέση με τον προηγούμενο προϋπολογισμό, οι πόροι για την εξάρτηση θα αυξηθούν κατά 23%, ενώ προβλέπονται πολιτιστικό μπόνους 400 ευρώ για τους νέους και υποτροφίες για όσους θέλουν να μπουν στη δικαιοσύνη, για να μην αποτελεί προνομιακό χώρο για τα πλούσια τζάκια της δεξιάς και της ακροδεξιάς.
Η ελάχιστη φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών θα ξεκινά από το 15%, η αύξηση της κατώτατης σύνταξης και του κοινωνικού επιδόματος διαβίωσης θα φθάσει το 3% το 2022, με τους συνολικούς πόρους για τις συντάξεις να αυξάνονται κατά 4,8% στα 171,16 δισ.
Ο νέος νόμος για την προστασία των ενοικιαστών, μετά από πολύμηνες αντιπαραθέσεις και το βέτο του Unidas Podemos στον προϋπολογισμό, προβλέπει τη μείωση των ενοικίων από τους ιδιοκτήτες που έχουν στην κατοχή τους περισσότερα από 10 ακίνητα, που αποτελεί μια μεγάλη νίκη των ενοικιαστών εναντίον των μεγάλων εταιρειών διαχείρισης ακινήτων και των τραπεζών, ενώ για τους μικρούς ιδιοκτήτες προβλέπονται φορολογικά κίνητρα για να μειώσουν τα ενοίκια σε όλα τους τα ακίνητα.
Το 30% των κατοικιών που θα κατασκευάζουν οι μεγάλες εταιρείες του τομέα θα αφορούν κατοικίες με κοινωνική προστασία και το 50% από αυτές θα ενοικιάζονται με τις τιμές κοινωνικών ενοικίων, ενώ όσοι διαθέτουν κλειστές κατοικίες θα πρέπει να πληρώνουν φόρο ακίνητης περιουσίας στο 150%. Η κοινωνική ασπίδα προβλέπει επίσης της απαγόρευση εξώσεων και κατασχέσεων για τους δανειολήπτες και όσους αδυνατούν να καταβάλουν το ενοίκιό τους.
Στόχος του Σάντσεθ είναι η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 60% στα 1.060 ευρώ κατά τη διάρκεια της θητείας της βουλής. H κυβέρνηση των Σοσιαλιστών και της Αριστεράς αύξησε κατά 22,3% στα 900 από τα 735,90 ευρώ το μήνα τον κατώτατο μισθό το 2019 και κατά 5,5% στα 950 ευρώ το μήνα το 2020, ενώ μεσούσης της πανδημίας και της ιστορικής ανάκαμψης της απασχόλησης προχώρησε στην αναδρομική αύξηση του κατώτατου μισθού για 1,5 εκατομμύρια εργαζόμενους κατά 15 ευρώ στα 965 ευρώ ή κατά 1,6% από την 1η Σεπτεμβρίου, με στόχο να φθάσει στα 1.050 ευρώ έως το 2023.
Οι εργαζόμενοι που θα απολυθούν για οποιαδήποτε λόγο έως την 1η Ιανουαρίου του 2023 θα λαμβάνουν πλήρη επίδομα ανεργίας, ακόμη και εάν δεν έχουν συμπληρώσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ενώ διατηρείται έως το Μάρτιο η αποκαλούμενη «απαγόρευση απολύσεων», η απαγόρευση υπερωριών ή άλλων μορφών υπο-εργασίας και η απαγόρευση διανομής μερίσματος στις επιχειρήσεις που έχουν εργαζόμενους σε αναστολή.
«Η κυβέρνηση θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα των πολιτών πάνω από οποιαδήποτε ιδιωτικό συμφέρον και πιέσεις», προειδοποίησε ο Σάντσεθ, απαντώντας στις απειλές των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας ότι θα κατεβάσουν τους διακόπτες γιατί τους περικόπτει 2,6 δισ. ευρώ από τα έκτακτα κέρδη που θα βγάλουν από την ανατίμηση της ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο Σάντσεθ, μετά από ισχυρές πιέσεις της Αριστεράς, για να αντιμετωπίζει την έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας, προχώρησε στη μείωση του ΦΠΑ στο 10% από το 21% στην ηλεκτρική ενέργεια ως το Δεκέμβριο και τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικού στο 0,5% από τα 5,1%, μειώνοντας την φορολογική πίεση στους καταναλωτές τουλάχιστον κατά 1,4 δισ. σε ετήσια βάση. Παράλληλα έθεσε πλαφόν 4,6% στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου για τα επόμενα δύο τρίμηνα, σε σχέση με την άνοδο κατά 29% που θα έπρεπε να σημειώσει, ενώ έθεσε ως στόχο τη μείωση των τιμολογίων για τους καταναλωτές κατά 22% κατά μέσο όρο έως το τέλος του έτους.
H κυβέρνηση θα δαπανήσει άλλα 900 εκατ. ευρώ για τη συγκράτηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου από τα έσοδα των αδειών για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, στοχεύοντας σε μείωση των τιμολογίων κατά 50% για τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μεταξύ 40% και 25% για τη βιομηχανία.
Η άμεση προτεραιότητα της κυβέρνηση του Σάντσεθ είναι η μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με την αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, υπουργό Εργασίας και επικεφαλής του Unidas Podemos Γιολάντα Ντίαθ να στοχεύει στην κατάργηση της αντιμεταρρύθμιση του δεξιού Ραχόι και την εξάλειψη της ελαστικοποιημένης εργασίας και την αντικατάστασή της με μορφές αορίστου χρόνου εργασίας, και την επαναφορά των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων του Καταστατικού των Εργαζομένων που είχε καταργήσει η δεξιά.
Η νεαρή Ντίαθ, που αποτελεί ένα ανερχόμενο άστρο της Αριστεράς, είναι πολύ δημοφιλής και πιστή σύμμαχος του Σάντσεθ, όπως ήταν και ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, αντιμετωπίζει όμως τις αντιστάσεις του τμήματος του PSOE που βρίσκεται κοντά στις μεγάλες επιχειρήσεις και την ένωση βιομηχάνων CEOE, ενώ έχει με το μέρος τις δύο μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, τις αριστερές Εργατικές Επιτροπής CC.OO. και τη «φιλοσοσιαλιστική» UGT.
Η πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων μηνών και κυρίως τα κοινωνικά μέτρα της κυβέρνησης Σάντσεθ, η αύξηση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις, η κατάσχεση στην πράξη των υπερκερδών των ηλεκτρικών εταιρειών και οι αιχμές του Σάντσεθ για την κατάργηση της πλήρους ασυλίας της μοναρχίας, μετά τα σκάνδαλα του επίτιμου πλέον μονάρχη Χουάν Κάρλος, και τα ανοίγματα του Σάντσεθ προς τους Καταλανούς εθνικιστές έχουν οδηγήσει σε μια σκληρή αντιπαράθεση του Σάντσεθ και της κυβέρνησης με το Λαϊκό Κόμμα του Πάμπλο Κασάδο.
Η δεξιά προσπαθεί να κερδίσει συναίνεση στοχεύοντας να απορροφήσει τμήμα το ακροδεξιού ακροατηρίου του φασιστικού Vox, όπως είχε κάνει προηγούμενα με τους λαϊκιστές Πολίτες, αποδεκατίζοντας το εκλογικό τους σώμα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και σε όλες τις περιφερειακές ή δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν.
Ο Σάντσεθ έχει επαναλάβει αρκετές φορές ότι η Ισπανία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από ότι βρισκόταν την εποχή του δεξιού Μαριάνο Ραχόι, αναγνωρίζοντας ότι αυτό οφείλεται και στη συνεργασία του με το Unidos Podemos, πρώτα του Πάμπλο Ιγκλέσιας και σήμερα της Γιολάντα Ντίαθ, ενώ είναι σαφές πλέον σε όλους ότι χωρίς τις γέφυρες του Ιγκλέσιας και της καταλανικής ριζοσπαστικής Αριστεράς της δημάρχου της Βαρκελώνης Άντα Κολάου ο Σάντσεθ δεν θα λάμβανε ποτέ τη στήριξη των δύο καταλανικών εθνικιστικών κομμάτων για να γίνει πρωθυπουργός.
Οι αλληλένδετες σχέσεις του Σάντσεθ, των σοσιαλιστών και της Αριστεράς, και κυρίως τα εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα αυτού το πειράματος, ίσως να έπεισαν τον Ισπανό πρωθυπουργό ότι μπορεί να παίξει ένα μεγαλύτερο ρόλο στην ευρωπαϊκή και διεθνή σοσιαλδημοκρατία, στοχεύοντας σε μια πολιτική που θα ξεπερνά τον αποτυχημένο νεοφιλελευθερισμό, ακόμη και έναντι ενός άλλου μεγάλου ιστορικού και αδελφού κόμματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, του γερμανικού SPD, που αφού συμμάχησε με την Άνγκελα Μέρκελ αναγκάζεται σήμερα εξαιτίας των εκλογικών αποτελεσμάτων να συμμαχήσει με τους Φιλελεύθερους, τους πλέον νεοφιλελεύθερους κλώνους του Σόιμπλε.
(Ο Αργύρης Παναγόπουλος είναι δημοσιογράφος)