Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία ! Πόσο εφικτός μπορεί να είναι αυτός ο στόχος που έθεσε μετά επιτάσεως ο Εμμανουέλ Μακρόν μετά την ψυχρολουσία του AUKUS και υιοθέτησε ο Κυρ. Μητσοτάκης, στο όνομα του οποίου η Ελλάδα υπέγραψε Αμυντική Στρατηγική συμφωνία με την Γαλλία και ένα συμβόλαιο 6 δις με αγορές αεροσκαφών και φρεγατών από την Γαλλική Αμυντική Βιομηχανία.
Την περασμένη βδομάδα οι υπουργοί Άμυνας του ΝΑΤΟ συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες συζητώντας γενικώς και αορίστως για τον ρόλο της συμμαχίας ως προς την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας , αποφεύγοντας τα ακανθώδη θέματα που αφορούν την ταυτότητα και την επιβιωσιμότητα του.
Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών των άλυτων θεμάτων είναι ο ρόλος και οι δυνατότητες της Ευρώπης για την αυτοάμυνα και την ασφάλεια της.
Η πρόταση Μακρόν για Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία και μειωμένη εξάρτηση από τις ΗΠΑ, Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια, στηρίζεται στην «Λευκή Βίβλο» της Γαλλίας για την άμυνα του 1994 και αναβίωσε κατά τη διάρκεια της Προεδρίας Τράμπ, όταν χλεύαζε ανοιχτά το ΝΑΤΟ αλλά και την Ευρώπη. Ο Μακρόν εδώ και καιρό προειδοποιεί τους Ευρωπαίους ότι «δεν θα έχουν τον έλεγχο του πεπρωμένου τους», εάν δεν ασχοληθούν σοβαρά με την άμυνά τους.
Η πρόταση Μακρόν περί “Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Αυτονομίας” επανήλθε στην ημερήσια διάταξη τον περασμένο Αύγουστο με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ χειρίστηκαν το θέμα ώθησε τους Ευρωπαίους να το χαρακτηρίσουν ως την «μεγαλύτερη ήττα» του ΝΑΤΟ διαμαρτυρόμενοι για ανεπαρκή διαβούλευση. Ο Josep Borrell, επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρακτήρισε την αμερικανική στάση στο Αφγανιστάν ως το «ξυπνητήρι» για την Ευρώπη, η οποία είπε ότι πρέπει «να επενδύσει περισσότερο στις δυνατότητές της για την ασφάλεια και να αναπτύξει την ικανότητα να σκέφτεται και να ενεργεί με στρατηγικούς όρους».
Εν τω μεταξύ, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, ο οποίος αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ και συνεχίστηκε υπό τον Μπάιντεν, με την συμφωνία AUKUS , ενισχύθηκαν οι ανησυχίες των Ευρωπαίων ότι οι ΗΠΑ θα προσηλωθούν στην Ασία-Ειρηνικό για την αντιμετώπιση της Κίνας.
Ωστόσο οι ΗΠΑ μπορεί να πιέζουν την Ευρώπη να βάλει πιο βαθειά το χέρι στην τσέπη για την κοινή Άμυνα , αλλά συντεταγμένα μέσω των δομών του ΝΑΤΟ και όχι μέσω αυτόνομων κινήσεων που στο βάθος μπορεί να έχουν και διασπαστικό χαρακτήρα.
Το καίριο ερώτημα παραμένει μπορεί η Ευρώπη να κάνει βήματα προς την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας;
Υπάρχουν τα εξής δεδομένα :
1ον : Η Ευρώπη δεν αδυνατεί να αμυνθεί. Συλλογικά διαθέτει άφθονα μέσα για να το πράξει. Άλλωστε από το τέλος της δεκαετίας του 80 δεν υφίσταται αντίπαλο δέος. Η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έχουν εξαφανιστεί. Τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που κάποτε ελέγχονταν από την ΕΣΣΔ έχουν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, όπως και τα κράτη της Βαλτικής, που και τα τρία ήταν κάποτε σοβιετικές δημοκρατίες.
2ον : Υπό τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, η Ρωσία έχει ανακάμψει από την οικονομική κατάρρευση της δεκαετίας του 1990 και έχει ξαναχτίσει ουσιαστικά τη στρατιωτική της δύναμη.
3ον : Οι οικονομίες της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας από κοινού είναι υπερδιπλάσιες όταν υπολογίζονται σε ΣΔΙΤ και πέντε φορές μεγαλύτερες όταν υπολογίζονται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς.
4ον : Αν και το ΑΕΠ της ΕΕ - τα περισσότερα μέλη της οποίας ανήκουν στο ΝΑΤΟ - είναι μικρότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, η διαφορά δεν είναι συγκλονιστική, ιδιαίτερα όταν υπολογίζεται σε ΣΔΙΤ.
5ον : Η Ευρώπη διατηρεί επίσης σημαντική τεχνολογική ικανότητα, παρά τις ανησυχίες ότι γίνεται λιγότερο καινοτόμος. Οι ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες παράγουν και εξάγουν μια ευρεία γκάμα προηγμένων όπλων, με τις ευρωπαϊκές χώρες να αντιπροσωπεύουν πέντε από τους 11 μεγαλύτερους εξαγωγείς όπλων στον κόσμο μεταξύ 2016 και 2020. Η Ευρώπη έχει τους πόρους για την άμυνα της χωρίς να ρίξει έξω την οικονομία της. Οι αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ κυμαίνονται από 2,1% του ΑΕΠ έως 0,2 %, με τη διάμεση τιμή στο 1,2 %, αφήνοντας πολλά περιθώρια για μεγαλύτερους αμυντικούς
προϋπολογισμούς.
Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για τις αντιλήψεις που έχουν ως προς τις απειλές - Ρωσία, τρομοκρατία, εισροές προσφύγων και κλιματική αλλαγή. Αλλά ο ισχυρισμός ότι αυτό αποκλείει μια κοινή αμυντική στρατηγική είναι εσφαλμένος, άλλωστε τέτοιες διαφορές υπάρχουν και εντός του ΝΑΤΟ, ακόμη και όσον αφορά τη Ρωσία.
- Ποια είναι, λοιπόν, τα εμπόδια για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία;
* Το 1ο εμπόδιο είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης της Ευρώπης να κάνει την ιδέα πραγματικότητα. Αφού στηρίχθηκαν στην αμυντική εγγύηση των ΗΠΑ από τη δημιουργία του ΝΑΤΟ το 1949, οι Ευρωπαίοι επαναπαυθήκαν. Η στρατηγική αυτονομία απαιτεί αυξημένες αμυντικές δαπάνες, κάτι που επι σειρά ετών ξόρκιζαν οι Ευρωπαίοι !
Στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ το 2006 στη Ρίγα, τα κράτη μέλη, μετά από πιέσεις των ΗΠΑ, υιοθέτησαν μια «κατευθυντήρια γραμμή» για να διαθέσουν το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, ένα όριο που εκπλήρωσαν μόνο 7 από τα 26 μέλη του. Αυτός ο στόχος του ΝΑΤΟ επιβεβαιώθηκε εκ νέου στη σύνοδο κορυφής της Ουαλίας το 2014, όπου το 2024 ορίστηκε ως η ημερομηνία-στόχος για την επίτευξή του.
Ωστόσο, 14 χρόνια μετά τη διάσκεψη της Ρίγα, μόνο 10 μέλη πληρούν τον στόχο του 2%, ενώ 18 από τα 30 μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούν το 1,6 % ή λιγότερο του ΑΕΠ τους στην άμυνα, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, στο 1,57% το 2020, παρά τις εκτιμήσεις της Μπούντεσβερ για «στρατιωτική ετοιμότητα».
* Το 2ο εμπόδιο είναι η έλλειψη ενδοευρωπαϊκού συντονισμού στην αμυντική παραγωγή που θα μπορούσε να μειώσει τις επικαλύψεις και το κόστος.
Η ΕΕ έχει ξεκινήσει πρωτοβουλίες όπως η Μόνιμη και Δομημένη Συνεργασία του 2017, ή PESCO, και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, που έχουν σχεδιαστεί τόσο για την προώθηση της συνεργατικής παραγωγής όσο και για την έρευνα και την ανάπτυξη. Ωστόσο, οι εθνικές προοπτικές και τα οικονομικά συμφέροντα των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών εξακολουθούν να επικρατούν στον σχεδιασμό πολιτικής, καθώς τα έθνη στηρίζονται στο άρθρο 346 της Συνθήκης ΕΕ, το οποίο παρέχει σε μια κυβέρνηση της ΕΕ το δικαίωμα να λάβει «μέτρα που θεωρεί απαραίτητα για την προστασία των βασικών συμφερόντων της ασφάλειάς του που συνδέονται με... όπλα, πυρομαχικά και πολεμικό υλικό». Η παρέμβαση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, είναι ελάχιστη στην αμυντική παραγωγή: Το 2019, μόνο το 1/5 όλων των προμηθειών όπλων αφορούσε διακρατική συνεργασία.
* Το 3ο εμπόδιο στη στρατηγική αυτονομία προκύπτει από τις διαφορές εντός της Ευρώπης σχετικά με τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της Γηραιάς Ηπείρου. Αν και οι υποστηρικτές της στρατηγικής αυτονομίας δεν σκοπεύουν να αποτελέσει εναλλακτική λύση σ´ ένα ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ο φόβος είναι μεγάλος μεταξύ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ότι θα μπορούσε να διακοπούν οι αμυντικοί δεσμοί της Αμερικής με την Ευρώπη. Πιο διστακτικά είναι τα κράτη της Βαλτικής ( Εσθονία, Λιθουανία , Λετονία , Πολωνία) που θέλουν μόνιμη και όχι εκ περιτροπής, στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων. Οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν μετατραυματική ανασφάλεια από την κρίση της Ουκρανίας το 2014, και προγενέστερα από την Ρωσική επίδραση της τσαρικής, της σοβιετικής ή της μετασοβιετικής περιόδου.
Χωρίς συναίνεση στην Ευρώπη σχετικά με τον μακροπρόθεσμο ρόλο της ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, η στρατηγική αυτονομία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει…
* Το 4ο εμπόδιο για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία είναι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο δεδομένων των διαχρονικών εκκλήσεων της Ουάσιγκτον από την εποχή Κένεντι για αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών. Αλλά οι ΗΠΑ όταν ζητούν μεγαλύτερο επιμερισμό των βαρών στην άμυνα ΔΕΝ εννοούν και ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία !
Η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίζεται εν μέρει στην εξάρτηση της Ευρώπης από αυτήν για τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας. Οι ΗΠΑ δεν θα παραδώσουν εύκολα αυτό το πλεονέκτημα, αναθεωρώντας την κοσμοθεωρία τους, αλλά δεν μπορούν - και το γνωρίζουν- να τα έχουν όλα δικά τους. Και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο…
Ωστόσο οι Ευρωπαίοι υποστηρικτές και σκεπτικιστές της “στρατηγικής αυτονομίας” θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους δύο ενδεχόμενα :
A) Εάν οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ επιδεινωθούν, κάτι που είναι πολύ πιθανό, η Ουάσιγκτον θα πιέσει τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ ώστε ακόμη πιο σκληρά για να επιδείξουν αλληλεγγύη σε μια σειρά από ζητήματα. Αυτό πρακτικά μπορεί να σημαίνει πχ ότι τα κινεζικά προϊόντα που θα φτάνουν στον Ευρωπαίο καταναλωτή θα είναι πιο ακριβά για πλείστους λόγους μέσω επιβολής υπέρογκων φόρων και δασμών.
B) Μια αμυντική στρατηγική του ΝΑΤΟ που εστιάζεται στην “κίτρινη απειλή” θα μπορούσε να απομακρύνει τα αμερικανικά στρατεύματα από την Ευρώπη και να τα κατευθύνει στην κεντρική και Ανατολική Ασία. Αυτό πρακτικά θα σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι είτε τους αρέσει είτε όχι θα πρέπει να αναγκαστούν να λάβουν πιο σοβαρά υπόψη τους τη “στρατηγική αυτονομία”.
(Ο Δήμος Βερύκιος είναι δημοσιογράφος)