H διαχείριση της πανδημίας έφερε στο προσκήνιο ένα νέο δημόσιο αφήγημα για το σύγχρονο ρόλο του Κράτους, που αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά τις μεταπανδημικές θεσμικοπολιτικές διευθετήσεις.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 η θεωρία είχε επισημάνει τις κοσμογονικές αλλαγές που δρομολογεί ο πολλαπλασιασμός των «ασύμμετρων» απειλών, όπως οι υγειονομικές κρίσεις, η τρομοκρατία, τα πυρηνικά ατυχήματα, οι φυσικές καταστροφές, καθώς και οι διατροφικές, ενεργειακές και οικολογικές επισφάλειες. Αυτές οι απειλές μετατοπίζουν δομικά τα όρια του Κράτους από τα παραδοσιακά καθήκοντα της πρόνοιας ή της αναδιανομής σε εκείνα της πρόληψης, της διαχείρισης και της αποτροπής των νέων κινδύνων.
Είναι γεγονός ότι η ιδέα της επιστροφής του κρατικού παρεμβατισμού έχει αποκτήσει μεγάλη δημοφιλία στο περιβάλλον της πανδημίας. Το «νέο Κράτος», δεν θα είναι (ή δεν πρέπει να είναι) πια το «Ελάχιστο Κράτος» της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, αλλά το Κράτος που αναπτύσσει στο έπακρο την ικανότητα της στρατηγικής πρόβλεψης των κινδύνων ή των επιπτώσεων των πολιτικών του, καθώς και του συντονισμού των επιμέρους οργανωτικών του μονάδων για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Σε αυτό το σχήμα, ένα Κράτος είναι «πραγματικό κράτος» επειδή επικεντρώνεται στις βασικές λειτουργίες της στρατηγικής θέασης, της προληπτικής οργάνωσης της αβεβαιότητας και της συντονισμένης διαχείρισης όλων των διαθέσιμων πόρων για τη θωράκιση της κοινωνίας, της οικονομίας και των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι σε κάθε λογής απρόβλεπτες κρίσεις ή απειλές. Είναι πραγματικό κράτος επειδή λειτουργεί στην πράξη ως εγγυητής της σύνολης «ανθεκτικότητας» της κοινωνίας, γνωρίζοντας να αναθέτει ρόλους και να κατανέμει πόρους, καθώς και να βελτιώνει συνεχώς την επιχειρησιακή του επάρκεια. Αυτό το Κράτος διατηρεί την παράδοση του κεντρικού σχεδιασμού, που είναι το σήμα κατατεθέν του κεϋνσιανού μεταπολεμικού μοντέλου.
Στη χώρα μας, ωστόσο, παρά την πληθωριστική ρητορική περί «Επιτελικού Κράτους», δύσκολα διακρίνει κανείς έναν ουσιαστικά καθοδηγητικό ρόλο του Δημοσίου (κάποιο δομημένο κεντρικό σχέδιο ή συγκεκριμένο «παραγωγικό μοντέλο») για την αναδιάταξη της οικονομίας ή τη συνολική ανασυγκρότηση της διοικητικής μηχανής. Να δώσω ένα παράδειγμα… Λέει για επιτελικό κράτος σε ενεργειακή κρίση ο κ.Μητσοτάκης και πουλάει ενεργειακές υποδομές, επιχειρήσεις, δίκτυα…
Για εμάς το κράτος είναι δημοκρατικός μοχλός καταπολέμησης των ανισοτήτων διασφάλισης κοινωνικών παροχών θέτοντας όρια στις ανεξέλεγκτες αγορές, ενώ η διεύρυνση των δικαιωμάτων είναι ένα αναγκαίο βήμα προς τη δημοκρατική εμβάθυνση.
Στο βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια είναι θεμιτή η κριτική αποτίμηση του νέου νόμου για το επιτελικό κράτος. Ο κ. Παπατόλιας δεν διστάζει να αποδημήσει το επικοινωνιακό «successstory» της κυβέρνησης σε σχέση με τη λειτουργία του αποκαλούμενου «επιτελικού κράτους», τα δύο τελευταία χρόνια.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, ζούμε πράγματι στην «εποχή της διακινδύνευσης»: πανδημία, ,φυσικές καταστροφές, κλιματική αλλαγή, τρομοκρατία στην Ευρώπη, έχουν ουσιαστικά ενισχύσει το ρόλο του κράτους προκειμένου να διασφαλίζονται η δημόσια ασφάλεια και η παρέμβαση όπου χρειάζεται. Το είδαμε στην πρόσφατα υγειονομική κρίση που το σύστημα της Δημόσιας Υγείας σήκωσε όλο το βάρος της καταπολέμησης της πανδημίας. Βλέπουμε τις αδυναμίες εκεί που δεν υπάρχουν πρωτοβάθμιες δομές υγείας, όπως για παράδειγμα ο εμβολιασμός.
Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη βάζουν μπροστά τις κρατικές δομές και μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των κρίσεων και την εδραίωση της κοινωνικής ευημερίας.
Το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης κλονίζεται ή εν πάσει περιπτωσει δεν αναπαράγεται όπως τα προηγούμενα χρόνια. Το βλέπουμε στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Γερμανία ακόμα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τις ΗΠΑ όπου έχουμε σοβαρές μετατοπίσεις.
Ο συγγραφέας λοιπόν, στο βιβλίο του προχωρά στη συγκριτική προσέγγιση διαφορετικών μεταρρυθμίσεων στο σύνολο των κυβερνητικών και διοικητικών λειτουργιών, από την οργάνωση της Κεντρικής Κυβέρνησης και των Υπουργείων μέχρι την κάθετη οργάνωση του Κράτους και τη ρύθμιση της «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης».
Μετά το 2008-09 τα περισσότερα δυτικά κράτη στράφηκαν προς το νέο αυτό μοντέλο επιτελικότητας του κράτους. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα το «επιτελικό» ορθολογικό μοντέλο λήψης αποφάσεων λείπει και στη θέση του κυριαρχεί το προσαυξητικό μοντέλο του «βλέποντας και κάνοντας», ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που μια κυβέρνηση δρα με βάση σκοτεινές ομάδες συμφερόντων και δημοσκοπήσεις. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις ενδέχεται να επικρατήσει και το μοντέλο του «κάδου απορριμάτων: απρόβλεπτες τυχαίες και μη συντονισμένες αποφάσεις με εκ των υστέρων αντιδράσεις σε διάφορα προβλήματα και κρίσεις: Ιανός – καύσωνες –Μπάλλος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας κυβέρνησης που σπαταλά πόρους και χρόνο στην επικοινωνιακή αντιμετώπιση των προβλημάτων με επιφανειακό τρόπο και οι σπασμωδικές, έκτακτες και κατεπείγουσες λήψεις αποφάσεων, με κίνητρο την αποκατάσταση του γοήτρου της κυβέρνησης παρά την ουσιαστική λύση των προβλημάτων.
Με άλλα λόγια, στο «επιτελικό κράτος» της Ν.Δ. τα κρίσιμα ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται εν γένει: Πώς διαμορφώνονται οι δημόσιες πολιτικές; Με ποιον τρόπο λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και οι επιθυμίες των πολιτών; Ποιος ο ρόλος της δημόσιας διοίκησης;
Όλες και όλοι θυμόμαστε τις κακοκαιρίες και τις πυρκαγιές και το απόλυτο χάος που επικράτησε μεταξύ των συναρμόδιων υπηρεσιών. Αποδεικνύεται έτσι ότι το πρόβλημα συντονισμού του κρατικού μηχανισμού δεν επιλύεται ούτε με επικοινωνιακούς όρους ούτε μέσω περίκλειστων, υπερσυγκεντρωτικών πρωθυπουργικών γραφείων υπό τον τίτλο του «επιτελικού κράτους». Συνεπώς, μιλάμε για μια στρέβλωση της έννοιας του «επιτελικού κράτους». Ενώ ο Νόμος 4622/2019, που αναλύεται εκτενώς στο βιβλίο, αποτυπώνει τις διάφορες πρακτικές που υιοθετήθηκαν στη διακυβέρνηση και στη διοίκηση περί επιτελικού κράτους.
Ο κ. Παπατόλιας εντούτοις, διαχωρίζει την επιτελικότητα των άλλων δυτικών κρατών με την δήθεν επιτελικότητα της ελληνικής πραγματικότητας.
Ενώ ο νόμος για το επιτελικό κράτος θεωρητικά υιοθετεί πολλά από τα στοιχεία του γερμανικού και βρετανικού μοντέλου περί ισχυρών κεντρικών θεσμών διοικητικού συντονισμού των δημόσιων πολιτικών, στην πράξη οι κυβερνητικές πρακτικές χωλαίνουν. Η επιτελικότητα θα είχε ουσία αν η επιτελική διακυβέρνηση συνδεόταν άρρηκτα με την οριζόντια δικτύωση των δημόσιων υπηρεσιών πάνω σε συγκεκριμένα «λειτουργικά πεδία» άσκησης πολιτικής, που υπερβαίνουν το πρότυπο της ιεραρχικής δομής και των μεμονωμένων αρμοδιοτήτων κάθε οργάνου ή επιπέδου διοίκησης.
Διότι δεν νοείται επιτελικότητα χωρίς ισχυρό δημόσιο τομέα. Θα πρέπει να υφίσταται ισορροπία μεταξύ της πολιτικής και υπηρεσιακής διοίκησης. Ένα αποτελεσματικό, αποκεντρωμένο, ανθρώπινο κράτος είναι απαραίτητο, ώστε να διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και τα δικαιώματα των πολιτών και σίγουρα δεν νοείται ως ελάχιστο κράτος της νεοφιλελεύθερης ρητορικής.
Στη νέα εποχή απαιτείται:
• Η οργανωμένη εκτίμηση-πρόγνωση των κινδύνων και η διαβάθμιση των απειλών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο (σε στενή συνεργασία με την επιστημονική-ερευνητική κοινότητα).
• Απλοποιημένη τυποποίησή τους σε συγκεκριμένους «καταλόγους», ώστε να ενεργοποιούνται, στο πλαίσιο ενός επιχειρησιακού αυτοματισμού, συγκεκριμένα «Πρωτόκολλα Συντονισμού» με τη συμμετοχή εξειδικευμένων (ανάλογα με το είδος του κινδύνου) φορέων.
Για να καταστεί κάτι τέτοιο εφιτκό θα πρέπει φυσικά το «νέο κράτος», να ξεφύγει τελείως από παρωχημένες πρακτικές «ηρωικής ηγεσίας», καθόσον εμπιστεύεται μόνο τις πάγιες, σταθερές και διαδικαστικά οριοθετημένες δομές λήψης των αποφάσεων, όπου ο καθένας γνωρίζει ανά πάσα στιγμή «πώς» και «πότε» πρέπει να ενεργήσει, βάσει συγκεκριμένων «κανόνων εμπλοκής».
Η περιγραφή της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και των καλών πρακτικών σε αντιπαραβολή με την ελληνική πραγματικότητα μπορεί πραγματικά να βοηθήσει προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης ενός υγιούς μοντέλου κράτους, που- γιατί όχι;- να αποτελέσει και πρότυπο στο μέλλον.
Η πολυδιαφημισμένη «διοικητική μεταρρύθμιση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» αγνοείται. Οι προτάσεις της ΚΕΔΕ για το Ταμείο Ανάκαμψης απορρίφθηκαν. Οι υπηρεσίες των δήμων είναι υποστελεχωμένες, με τη διαδικασία των προσλήψεων να έχει βαλτώσει. Καμία συμμετοχή των Δήμων στα χρηματοδοτικά εργαλεία (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης, «Τρίτσης», ΠΔΕ).
Τα ερωτήματα για την ελλάδαπαραμένουν..Ποιος σχεδιάζει πολιτικές; Ποιος υλοποιεί; Ποια η αναλογία συγκεντρωτικών - αποκεντρωμένων δομών;Η δεξιά πάντα σαν αντίληψη και σαν νοοτροπία ήταν συγκεντρωτική. Η προοδευτική παράταξη πάντα και διεθνώς αποκεντρωτική και πιο κοντά στα προβλήματα των πολιτών.
Η δική μας θέση συνοψίζεται στην λειτουργία του κράτους ώστε να υπηρετεί μια ανθεκτική και βιώσιμη χώρα. Έτσι μπορεί και πρέπει να γίνει η Ελλάδα. Να πάμε σύντομα στην διάρθρωση.
(Ο Κώστας Ζαχαριάδης είναι βουλευτής στη Β1 εκλογική περιφέρεια βορείου τομέα Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ, βιολόγος -περιβαλλοντολόγος -Το άρθρο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση του iEidiseis για το επιτελικό κράτος, με αφορμή το βιβλίο του Απ. Παπατόλια “Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους”)