Η Κυβέρνηση απαντώντας στο ξέφρενο ράλι αυξήσεων στο ενεργειακό κόστος, σε εισαγόμενα και εγχώρια προϊόντα, εξαγγέλλει αυξήσεις μόλις 2% στον κατώτατο μισθό …από το 2022 και βλέπουμε. Οι εργαζόμενοι εκτιμώντας …την «τεράστια» συνεισφορά της Κυβέρνησης στη σκληρή δοκιμασία που ήδη βιώνουν, ανταπαντούν σε άπταιστα ελληνικά… «Τοo Little, Too Late». Δηλαδή, «πολύ λίγο, πολύ αργά». Η ελληνική οικονομία και κοινωνία μετά από 10 χρόνια λιτότητας βρίσκονται μπροστά σε ένα νέο επικίνδυνο μείγμα αστάθειας, αφού το κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και στασιμότητας των εισοδημάτων απειλεί την αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών και κοινωνικών ομάδων. Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο η Κυβέρνηση κάνει ότι δεν βλέπει τη δεινή οικονομική θέση των πιο ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών, ενώ η εξαγγελθείσα αύξηση ποσοστού 2% στον κατώτατο βασικό μισθό μόνο ως «ασπιρίνη» σε καρκινοπαθή μοιάζει. Πολλοί εργαζόμενοι το χαρακτηρίζουν και ως εμπαιγμό.
Με λίγα λόγια οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, κρίνουν κατώτερες των προσδοκιών και των αναγκών τους τις Κυβερνητικές εξαγγελίες. Σε μία κρίσιμη για αυτούς περίοδο λόγω και της πανδημίας -και μετά από 11 συνεχή χρόνια μνημονίων και σκληρών δημοσιονομικών μέτρων- χρειάζονται την ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων και της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας.
Ήταν Φεβρουάριος του 2012 όταν με το δεύτερο μνημόνιο μειώθηκε ο γενικός κατώτατος μισθός, κατά 22%(και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών),καταργώντας το ρόλο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης. Παράλληλα, ανεστάλησαν οι αυξήσεις με συλλογικούς όρους σε βασικούς μισθούς, ωριμάνσεις και επιδόματα πολυετίας μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να μειωθεί κάτω από το 10%. Αυτές οι αλλαγές στο σύστημα των συλλογικών συμβάσεων δεν επέδρασαν μόνο στους γενικούς κατώτατους μισθούς αλλά, σε συνδυασμό με μέτρα του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου, συνετέλεσαν στη διολίσθηση των μέσων μισθών προς τα κατώτατα επίπεδα των αποδοχών της μισθωτής εργασίας.
Έκτοτε, χρειάστηκε να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 2019, για να δει το εργατικό δυναμικό μια σχετική αύξηση 11% στον κατώτατο μισθό, δίχως όμως να επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση ούτε ο βασικός μισθός, ούτε και ο θεσμός των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η τότε Κυβέρνηση, άτολμη και πιστή στις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, συνέχισε να κρατά ως δικό της «προνόμιο» τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού αποστερώντας από τους κοινωνικούς εταίρους μια τέτοια δυνατότητα.
Στη διάρκεια του 2020, όπως και το 2021, η αγορά εργασίας βρέθηκε εξαιτίας της πανδημίας αντιμέτωπη με μια άνευ προηγουμένου κρίση σε θέσεις εργασίας, εισοδήματα και επίπεδα επισφάλειας και αβεβαιότητας. Σημειώθηκε μια πολύ σημαντική μείωση των ωρών εργασίας που μεταφράστηκε τόσο σε απώλειες απασχόλησης, με αύξηση του οικονομικά μη ενεργού δυναμικού, όσο και σε μείωση των ωρών εργασίας για όσους παρέμειναν απασχολούμενοι. Η κρίση είχε ιδιαίτερα καταστροφικές επιπτώσεις σε πολλές ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι νέοι, οι γυναίκες, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλά ειδικευμένοι εργαζόμενοι.
Στη χώρα μας ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας. Είναι υπερβολικά χαμηλός για να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Ένα μεγάλο ποσοστό μισθωτών λαμβάνει τον κατώτατο μισθό, επομένως ο κίνδυνος φτώχειας για τους απασχολουμένους (in-workpoverty) και ειδικότερα για τις γυναίκες είναι αρκετά υψηλός, και γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν συμπεριλάβουμε εκείνους που αμείβονται χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό. Η εξασφάλιση λοιπόν ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης καθιστά άμεση την ανάγκη αύξησής του και η εξασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης πρέπει να αποτελέσει πρωταρχικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, θα βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και θα μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας.
Η διάρκεια δε της ακρίβειας και μη αντιστάθμισή της με αποτελεσματικές παρεμβάσεις και μέτρα προστασίας του διαθέσιμου εισοδήματος θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης, ενώ θα αυξήσει την πιθανότητα εκδήλωσης φαινομένων στασιμοπληθωρισμού.
Για τους λόγους αυτούς ως ΓΣΕΕ προτείνουμε εισοδηματικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις διεκδικώντας: Να δοθεί άμεσα η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2021 με αναδρομική ισχύ από την 1/9/2021.
Να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022, ώστε η μεταβολή του να ισχύσει από την 1/1/2022. Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού να περάσει και στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων κλαδικών συμβάσεων. Να μειωθούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια. Αν το μέτρο δεν επαρκεί να σταθεροποιήσει τις τιμές και τις εισοδηματικές απώλειες να μειωθεί ο ΦΠΑ στην ενέργεια για τα νοικοκυριά. Εισαγωγή φόρου επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών παροχής ενέργειας και διάθεση του ποσού για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Να οριστεί μια περίοδος χάριτος αποπληρωμής λογαριασμών ενέργειας για τα φτωχότερα νοικοκυριά.
(Ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος είναι Γραμματέας Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων ΓΣΕΕ)