Την κρίση ταυτότητας και τα αδιέξοδα της πέραν της Σοσιαλδημοκρατίας Ριζοσπαστικής Αριστεράς εκφράζει ανάγλυφα η διάρρηξη της συνεργασίας στην Πορτογαλία του Κ.Κ και του Αριστερού Μπλοκ με το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα του Πρωθυπουργού Κόστα.
Oι δημοσκοπήσεις για τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου φέρουν τους Σοσιαλιστές στο 39% ποσοστό δηλαδή οριακής κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.
Η κυβέρνηση Κόστα από το 2015 μέχρι και σήμερα εξάντλησε όλα τα περιθώρια περιφρούρησης και ενίσχυσης της Κοινωνικής Συνοχής στην τρίτη χώρα μέλος της Ευρωζώνης η οποία στις αρχές του 2011 έχασε την πρόσβαση στις Αγορές και αναγκάσθηκε να προσφύγει στον EFSFνα στηριχθεί έναντι ενός σκληρού Μνημονίου.
Όταν στις αρχές του 2015 το ΚΚ και το Αριστερό Μπλοκ αποφάσισαν να στηρίξουν την κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλιστών υπό τον Κόστα αρνούμενοι όμως να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση πίστευαν προφανώς ότι το μοντέλο στήριξη χωρίς συμμετοχή που υιοθέτησε το ΚΚ Γαλλίας την εποχή του Λαϊκού Μετώπου απέναντι στην κυβέρνηση Μπλουμ θα τους θωράκιζε από την φθορά διαχείρισης της εξουσίας.
Όταν συγκροτήθηκε η υπό τον Κόστα νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία το ΚΚ και το Αριστερό Μπλοκ είχαν μαζί το 18% των ψηφοφόρων.
Έξη χρόνια αργότερα στις Προεδρικές Εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου το ποσοστό τους είχε συρρικνωθεί στο 8%.
Έτσι εξηγείται η αποχώρηση τους από την κυβερνητική πλειοψηφία μια κίνηση που δεν οφείλεται μόνο στην μεγάλη φθορά τους αλλά αποτυπώνει ένα υπαρξιακό ερώτημα.
Μπορεί να υπάρξει Ριζοσπαστική Αριστερά στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας όχι ως κίνημα διαμαρτυρίας αλλά ως δύναμη ικανή να μετάσχει στην κυβερνητική διαχείριση και να αποδείξει ότι έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την Μεταρρυθμιστική Αριστερά;
Το παλιότερο παράδειγμα του κοινού προγράμματος διακυβέρνησης που υπέγραψαν το 1972 στην Γαλλία οι Κομμουνιστές και οι Σοσιαλιστές και στην συνέχεια οι Ριζοσπάστες της Αριστεράς και η συμμετοχή των πρώτων στην κυβέρνηση Μιτεράν την περίοδο 1981-84 δίνει αρνητική απάντηση.
Το 1981 το ΓΚΚ πίεζε δημόσια τον Μιτεράν να περιλάβει κομμουνιστές υπουργούς αιφνιδιάστηκε όταν μετά τις Βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν την Προεδρική στην δεύτερη κυβέρνηση Μορουά τέσσερα στελέχη του διορίσθηκαν σε σημαντικά υπουργεία.
Έτσι οι Μεταφορές και Υποδομές, η Δημόσια Διοίκηση, η Υγεία και Πρόνοια αλλά και η Εργασία απέκτησαν κομμουνιστή πολιτικό προϊστάμενο.
Οι τέσσερεις υπουργοί αρνήθηκαν να παραμείνουν μετά τον Ιούλιο του 1984 όταν ο Φαμπιούς διαδέχθηκε ως Πρωθυπουργός τον Μορουά, μια απόφαση του ΓΚΚ που αποτελούσε ομολογία αποτυχίας της μετά το 1972 στρατηγικής του.
Η συμμετοχή του ΓΚΚ στην κυβέρνηση της Πληθυντικής Αριστεράς του Ζοσπέν στην περίοδο 1997 -2002 ήταν δευτερεύουσας σημασίας κατά κύριο λόγο άλλοθι κυβερνησιμότητας για τους Κομμουνιστές και πλουραλισμού για τους Σοσιαλιστές.
Σήμερα αρνητική προβλέπεται να είναι για τους ραγδαία και πρόωρα φθαρμένους Podemos στην Ισπανία η συμμετοχή στην υπό τον Σάντσεθ κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος PSOE.
Η παράδοση των Λαϊκών Μετώπων που υιοθέτησε με εισήγηση του Στάλιν και του Ντιμιτρόφ η Κομμουνιστική Διεθνής στο 7ο Συνέδριο της το 1935 υπήρξε αποτελεσματική στον αγώνα κατά του Φασισμού και μετά το 1945 στην Γαλλία και στην Ιταλία στην πάλη για εκδημοκρατισμό και παραγωγική ανασυγκρότηση αλλά ανεφάρμοστη στο πεδίο της κυβερνητικής διαχείρισης.
Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος