Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στη Βόρεια Μακεδονία θα έπρεπε να αποτελέσουν ένα σήμα κινδύνου για αυτά που ενδέχεται να ακολουθήσουν, αν η Αθήνα δεν βγει από τον ευγενή λήθαργο της.
Συνοπτικά:
Μετά την βαριά ήττα του κόμματος του στις δημοτικές εκλογές, ο Πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ εκδήλωσε την πρόθεση του να παραιτηθεί από την Πρωθυπουργία και την ηγεσία του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Αυτό προκάλεσε σειρά αντιδράσεων που οδήγησε την αξιωματική αντιπολίτευση του εθνικιστικού VMRO να υποβάλει πρόταση μομφής κατά της Κυβέρνησης. Την Πέμπτη 11 Νοεμβρίου, η συζήτηση για την πρόταση μομφής ήρθε στη Βουλή και απορρίφθηκε για μια μόνο ψήφο. Η Κυβερνητική Συμμαχία απείχε και η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει 61 βουλευτές ώστε να προχωρήσει στην καταψήφιση της Κυβέρνησης. Ο ένας βουλευτής που τελικά.. «άλλαξε γνώμη» ήταν ο Καστριότ Ρετζέπι από το μικρό αλβανικό κόμμα BESA. Το κόμμα αυτό ανήκε στον κυβερνητικό Συνασπισμό (μάλιστα το κόμμα είχε το Υπουργείο Γεωργίας)αλλά τις τελευταίες μέρες συντάχθηκε με την αντιπολίτευση.
Τούτων δοθέντων, ο Ζόραν Ζάεφ παραμένει στην Πρωθυπουργία με την ελπίδα, όπως δήλωσε, να διευρύνει περαιτέρω τον κυβερνητικό συνασπισμό ώστε να δοθεί μια νέα ώθηση στην Κυβέρνηση. Οι φήμες μιλούσαν για ένταξη ενός ακόμη μικρού αλβανικού κόμματος στο συνασπισμό. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται πλέον υπό κλυδωνισμό.
Όλη αυτή η κρίση που αποσταθεροποίησε τη χώρα, έχει υπευθύνους: η κύρια ευθύνη ανήκει στην ΕΕ, η οποία με την αδιαφορία της για το μέλλον της μικρής χώρας και εν τέλει της ευρύτερης περιοχής, δυναμιτίζει την σταθερότητα και εν τέλει την ειρήνη. Παρά τις υποσχέσεις για ένταξη, το μόνο που έκανε ήταν να στείλει κάποια χρήματα στην περιοχή και μετά να της γυρίσει την πλάτη. Σήμερα, το πρόβλημα είναι πολύ πέρα από την Βόρεια Μακεδονία: η Βοσνία, το Μαυροβούνιο δείχνουν έντονα σημάδια βαθιάς κρίσης ενώ οι σχέσεις Σερβίας με το Κόσοβο βρίσκονται σε αδιέξοδο, αν δεν χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα. Η συνολική κατάσταση θυμίζει τις αρχές της χιλιετίας. Τότε όμως η Ελλάδα με την Σύνοδο Κορυφής στη Θεσσαλονίκη το 2003 κατάφερε να δώσεις μια νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων αλλά και στην ασφάλεια και σταθερότητα της περιοχής. Επιπλέον, τώρα υπάρχουν στην περιοχή και νέοι παίκτες: Ρωσία, Τουρκία και Κίνα κινούνται με συστηματικότητα στο κενό που αφήνει η Δύση.
Δυστυχώς ο Πρόεδρος Μακρόν επέλεξε τα Βαλκάνια ως μέσο πίεσης για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: χωρίς εμβάθυνση καμιά διεύρυνση δεν είναι δυνατή, υπονόησε. Κατά βάση όμως άλλη ήταν η αιτία: η κοινή γνώμη της Ευρώπης δεν έχει πλέον κανένα ενδιαφέρον για την περιοχή και γενικότερα για την διεύρυνση. Θεωρείται λοιπόν μια περιττή διαδικασία, όταν η Ένωση πλήττεται από σωρεία άλλων προβλημάτων. Εξάλλου η Σόφια, έκανε αυτή την άρνηση ακόμη πιο εύκολη. Η Βουλγαρία , με το επιχείρημα ότι η Βόρεια Μακεδονία επιχείρησε να διαγράψει το βουλγαρικό παρελθόν των κατοίκων της, παρουσίασε ένα πρωτόκολλο με έξι σημεία ώστε να άρει το βέτο στην ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων της χώρας με την ΕΕ. Τα αιτήματα φτάνουν μέχρι και στην αλλαγή του Συντάγματος ώστε να περιληφθούν στους κατοίκους της χώρας και οι Βούλγαροι.
Αν η κατάσταση αποσταθεροποίησης χρεώνεται στις Βρυξέλλες, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε τι ακριβώς έκανε η Ελλάδα για να αποτρέψει την κατάσταση αυτή. Η Ελλάδα σιώπησε μπροστά στον Βουλγαρικό εκβιασμό. Δεν υπερασπίστηκε η ίδια τη συμφωνία των Πρεσπών με το να μην φέρει προς ψήφιση τα τρία πρωτόκολλα συνεργασίας με τη γειτονική χώρα και δεν ενεργοποίησε τις επιτροπές για τα σήματα και τα σχολικά βιβλία, θέματα που πρωτίστως ενδιαφέρουν τη χώρα μας. Γύρισε το κεφάλι και έκανε ως η συμφωνία να μην υπάρχει. Γιατί κομματικά δεν το αντέχει.
Η Ελλάδα όφειλε να επιβεβαιώσει ότι είναι μια δύναμη σταθερότητας και μετριοπάθειας αλλά και προοπτικής για όλη της Βαλκανική. Με εκείνες τις πρωτοβουλίες στην περιοχή που θα συμβάλουν στην επίλυση της κρίσης Σκοπίων- Σόφιας, λειτουργώντας ως ο Πρεσβευτής της περιοχής στις Βρυξέλλες. Γιατί το κόστος της αποσταθεροποίησης των Δυτικών Βαλκανίων θα το επωμιστεί πρωτίστως η χώρα μας.
Η ιστορία στοιχειώνει ακόμη τα Βαλκάνια. Η περιοχή ζει και ξαναζεί το παρελθόν της συχνά με δραματικό τρόπο. Η Κυβέρνηση θα όφειλε να έχει πάρει τα διδάγματα της και να μην παίζει με σπίρτα στη βαλκανική πυριτιδαποθήκη. Κανείς δεν δικαιούται να πει ότι δεν ξέρει, ή ότι δεν τον αφορά. Η ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της Βόρειας Μακεδονίας πέραν ότι θα συμπαρασύρει και άλλες χώρες της περιοχής σε ένα σπιράλ αναταραχών, θα έχει και τη χώρα μας ως θύμα. Και όλοι θα κληθούν να απαντήσουν για τις ευθύνες τους.
Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ