1.Οι υποψήφιοι χωρίς διακριτό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα.
Στον σημερινό κόσμο των «χαοτικών αβεβαιοτήτων» (που αναδύθηκε μετά το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) και αφού όλα τα κράτη δοκίμασαν τις υπερβολές της φρενίτιδας του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, τώρα -προκειμένου να επιβιώσουν στη νέα εποχή της «ακυβέρνητης παγκοσμιοποίησης»- ανασυντάσσονται επί τη βάσει των ιστορικών, εθνικών, φυλετικών, πολιτισμικών, γεωφυσικών και οικονομικών τους χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων.
Εισέρχονται δηλαδή σε μια νέα περίοδο ανασυγκρότησης και ενδυνάμωσης τού εθνικού τους πυρήνα και των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων. Η χώρα μας όμως ακολούθησε τον εντελώς διαφορετικό δρόμο: αυτόν της πλήρους ετερονομίας και της ολοκληρωτικής παράδοσης στα μνημονιακά προγράμματα που το Διευθυντήριο της ΕΕ -ως «επιτίμιο» και «τιμωρία» κατά τον Πρόεδρο Ομπάμα- επιφύλαξε για την Ελλάδα.
Ήδη το δημογραφικό πρόβλημα «διέβη τον Ρουβίκωνα» και επιταχύνει την καταστροφική του πορεία. Τα Μνημόνια και οι μόνιμοι καταναγκασμοί του, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη πολιτική αλλοτρίωση, επιτάχυναν τους ρυθμούς τής πολύπλευρης συρρίκνωσης του λαού και του έθνους.
Αυτά όμως τα υπαρκτικά ζητήματα δεν τίθενται στην αποσπασματική συζήτηση που γίνεται μεταξύ των υποψηφίων προέδρων του ΚΙΝΑΛ που θα αναδείξει νέο αρχηγό μετά τον αιφνίδιο θάνατο της Φώφης Γεννηματά.
Η αείμνηστη Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ φαινόταν ότι είχε «ξεπεράσει» τη μνημονιακή ορολογία και άρθρωνε έναν λόγο που προσπαθούσε να συνδέσει το σημερινό ΠΑΣΟΚ με κάποιες από τις παλαιότερες αντιλήψεις του της προμνημονιακής περιόδου και να το απενοχοποιήσει από τη βαριά μνημονιακή του ευθύνη, εκμεταλλευόμενη την απόλυτη ιδεολογική και πολιτική αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ ως εισαγωγέα τού απόλυτου Μνημονίου.
Κατά τη σημερινή όμως αναμέτρηση των ηγετικών στελεχών, αρκετοί υποψήφιοι πολιτικοί αρχηγοί θέτουν ως κύριο επιχείρημά τους το ότι πάντα παρέμειναν στον χώρο, ανεξαρτήτως της εκάστοτε εφαρμοζομένης πολιτικής. Προβάλλουν τη «χωροταξική» συνέπειά τους λέγοντας ότι «εμείς δεν φύγαμε ποτέ από το σπίτι μας». Πρόκειται περί της πιο ΑΠΟ-πολιτικοποιημένης και ΑΠΟ-ιδεολογικοποιημένης φράσης που μπορεί να εκστομίσει ένας κατ’επάγγελμα πολιτικός!
Θα ήταν ανάξιο σχολιασμού, αν δεν διεκδικούσαν για τον εαυτό τους το ηθικό πλεονέκτημα της πιστότητας στις ιδέες που κάποτε εκπροσωπούσε ο σχηματισμός αυτός. Γιατί, με δεδομένη την ιδεολογική και πολιτική διαδρομή τού σημερινού ΠΑΣΟΚ και των στελεχών του, αυτό μεταφράζεται στο ότι «Εμείς παραμένουμε στο σπίτι μας», ανεξαρτήτως ποια πολιτική εξυπηρετούσε κάθε φορά ο χώρος (που έφερε άμεσα ή έμμεσα αυτό το όνομα), είτε υλοποιούσε σοσιαλιστική, είτε νεοφιλελεύθερη, είτε δεξιά ή ακόμα και «βικτωριανή»- προδημοκρατικής εποχής πολιτική.
Αυτός όμως είναι ο ορισμός τού οπορτουνισμού, της επαγγελματοποίησης, της αγοραίας σταδιοδρομίας..., αφού αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταστήσει την πολιτική επάγγελμα ή επιχείρηση και διακηρύσσουν urbietorbi ότι «εμείς είμαστε ικανοί για όλα τα είδη της πολιτικής», αδιαφορώντας για τις ανάγκες τού λαού και τις ιδεολογικές προδιαγραφές τού χώρου.
Θα ήταν επομένως ειλικρινέστεροι, εάν έλεγαν το κόμμα «τροχόσπιτο» αντί για «σπίτι» που μπορεί (αφού κινείται) να μεταφέρεται σε οποιονδήποτε ιδεολογικό, οικονομικό, κοινωνικό χώρο, χωρίς ηθικά κριτήρια, χωρίς ιδεολογικά φρένα, χωρίς ιστορικά χαρακτηριστικά...
Έτσι χάνονται τα ιδεολογικά κριτήρια, τα διακριτά προγράμματα και τα ηθικά προτάγματα! Αλίμονο στους λαούς, εάν δεν υπήρχε ιδεολογική, αισθητική, πολιτική και ηθική ιδιαιτερότητα και επαναστατικότητα από φωτισμένους ανθρώπους ή σχηματισμούς!!
Εξάλλου, όταν πρόκειται για την κατ’εξοχήν σοβαρή, καθημερινή και ψυχοφθόρα ενασχόληση με τα κοινά και την οργάνωση της ανθρώπινης ζωής, οι πολιτικοί δρουν μέσα στις διακηρυγμένες θέσεις τού φορέα και μέσα στην ιδιαίτερη ιδεολογική θέαση που έχει για την οργάνωση τού κοινωνικού βίου και δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη κατάλληλοι και γι’αυτήν και για την αντίθετή της πολιτική!!
Το μέγιστο ιστορικό παράδειγμα της ηθικής πολιτικής στάσης το δίδει ο φημισμένος πρόγονός μας Περικλής, κύριος εκπρόσωπος της κλασικής Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Καίτοι ανήκε σε πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, εγκατέλειψε το γένος και το κόμμα των Αριστοκρατών και προσχώρησε στους Δημοκρατικούς. Έγινε μέλος τού κατηγορητηρίου εναντίον τού Κίμωνα (για την απόπειρά του κατά των δημοκρατικών ηγετών), μετά, δε, τη δολοφονία τού Εφιάλτη από την ελίτ των Αριστοκρατών (λόγω των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε), ανέλαβε την αρχηγία τους και συνέχισε, από αυτή τη θέση, την αναγεννητική του δράση.
Ας σκεφτούμε τί πορεία θα είχε η Αθηναϊκή Δημοκρατία και ο παγκόσμιος πολιτισμός, εάν ο Περικλής απαντούσε στην πρόσκληση των Δημοκρατικών με την ίδια φράση των σημερινών υποψηφίων προέδρων του ΚΙΝΑΛ «Εγώ δεν φεύγω ποτέ από το σπίτι μου»...
2.Οι υποψήφιοι απεμπόλησαν την 3η του Σεπτέμβρη και τις αρχές της κοινωνικοποίησης και της εθνικής ανεξαρτησίας
Το ύστερο ΠΑΣΟΚ της απεμπόλησης της 3ης του Σεπτέμβρη και του Σοσιαλιστικού Μετασχηματισμού της κοινωνίας, της απόρριψης της Κοινωνικοποίησης και της Αυτοδιαχείρισης, της συγκέντρωσης των μέσων μαζικής παραγωγής σε λίγα επιχειρηματικά χέρια και της εκποίησης (κυρίως στους Γερμανούς) των μεγαλύτερων δημοσίων επιχειρήσεων..., ακόμη και αυτό το ΠΑΣΟΚ, είχε μια κάποια ανοχή τού ελληνικού λαού.
Γιατί έγινε φανερό ότι, παρά την κατίσχυση του βρυξελληνικού ρεύματος και εντός του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα αυτό είχε μεγάλη ακόμη λαϊκή βάση λόγω και των πολλών συγχωρητικών εκπτώσεων που κάνει συχνά ο ελληνικός λαός στα παραδοσιακά κόμματα ως προς την πιστή τήρηση των προγραμματικών διακηρύξεων. Μέχρις ότου οι υπουργοί και βουλευτές του της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου ήραν πανηγυρικώς την εμπιστοσύνη τους, ήδη από το περιστύλιο της Βουλής, όταν ο ΓΑΠ τόλμησε να ζητήσει από τους Μέρκελ-Σαρκοζί στη Μάλτα (εν μέσω ήδη του α’ μνημονιακού προγράμματος) να εγκρίνουν τη διενέργεια δημοψηφίσματος ώστε ο ελληνικός λαός να αποφασίσει αν θα συνεχίσει την προδιαγεγραμμένη (και όπως αποδείχθηκε, μόνιμη) μνημονιακή πορεία.
Εκείνη την ώρα οι δημοκρατικοί πολίτες είδαν έκπληκτοι, για άλλη μια φορά, ότι η πλειοψηφία των στελεχών τού ΠΑΣΟΚ δεν αγωνίζεται για τα συμφέροντα των πολιτών, τη δημοκρατία και την κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων, αλλά για την επαγγελματική τους προοπτική που τότε εξασφαλιζόταν με την πλήρη υποταγή στα γερμανικά και ευρωπαϊκά κελεύσματα...
Και είναι απορίας άξιον πώς η ιστορία, ενώ έχει χαρακτηρίσει ως «αποστασία» την αποχώρηση του Κων/νου Μητσοτάκη και αρκετών βουλευτών της Ένωσης Κέντρου από την πλειοψηφική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου με εντολή των Ανακτόρων το 1965, αυτήν την πρόσφατη και εξόφθαλμη και «on camera» άρση της εμπιστοσύνης στον εν ενεργεία ακόμη πρωθυπουργό που τους διόρισε, η ελληνική μνημονιακή δημοσιολογία την χαρακτηρίζει ως επιβεβλημένη ενέργεια για το μέλλον της χώρας έναντι του «άφρονος» διαβήματος τού Προέδρου του κόμματος και πρωθυπουργού ΓΑΠ.
Αλλά και ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός έκανε το μείζον σφάλμα όχι μόνο να μην ζητήσει από τον λαό ανανέωση της εντολής και εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, αλλά να προσχωρήσει στη μνημονιακή εντολή της συνεργασίας όλων των πρόθυμων δυνάμεων υπό τον κ.Παπαδήμο ώστε να περάσει το β’ Μνημόνιο που -μεταξύ των άλλων- θεσμοθετούσε τη ραγδαία μείωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων με τη «ρήτρα Βουλγαρίας» (σελ. 713 ν.4046/2012).
Έκτοτε ο λαός(που είχε ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ με την ανάμνηση των δημοκρατικών κατακτήσεων αλλά και την αρχηγία του ιστορικού ονόματος «Παπανδρέου») απομακρύνθηκε από τις τάξεις του οριστικά. Οι δημοκρατικοί πολίτες διασκορπίστηκαν σε διάφορα σχήματα, κυρίως δε, στον ελπιδοφόρο τότε ΣΥΡΙΖΑ, μεγάλο δε μέρος του κατευθύνθηκε στην αποχή, που έκτοτε διογκώνεται, καθίσταται μόνιμη και κυμαίνεται λίγο πιο κάτω από το μισό τού εκλογικού σώματος.
Αυτό δεν συνέβη στον άλλο παραδοσιακό πόλο τού πολιτικού συστήματος, τη Νέα Δημοκρατία. Τα πάντα ενεργά, έγκαιρα και αυτοσυντηρητικά εξουσιαστικά αντανακλαστικά τού χώρου εκδηλώθηκαν γρήγορα και επούλωσαν τις πληγές που είχαν διανοιγεί από την αιφνίδια μεταστροφή της στο πολιτικο-ιδεολογικό εκκρεμές (από τις αντιμνημονιακές διαδοχικές διακηρύξεις τού Ζαππείου στην πλήρη μνημονιακή ενσωμάτωση).
Επομένως οι δημοκρατικοί πολίτες της Μεταπολίτευσης (και ασφαλώς η νεολαία) εξεπλάγησαν για την έλλειψη μνήμης, για το ευμετάβολο της συνείδησης, για την εξουσιαστική διάθεση και κυρίως για το απόλυτο βρυξελληνικό πνεύμα της πλειοψηφίας των ηγετικών και ανώτερων στελεχών τού ΠΑΣΟΚ, που είχαν διανύσει από τα παιδικά τους χρόνια πλέον όλη τη διαδρομή τού υπαρκτού ιδεολογικού φάσματος. Αυτό φανέρωσε την πλήρη απώλεια κάθε ιδεολογικού στίγματος και την απόλυτη υπακοή σε ό,τι εκπορεύεται από την άρχουσα τάξη της ΕΕ (γερμανική σφαίρα επιρροής).
3.Οι υποψήφιοι πιστοί στον βρυξελληνισμό και στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο
Οι περισσότεροι όμως υποψήφιοι αρχηγοί θεωρούν τον βρυξελληνισμό ως ουσία τού σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ. Προφανώς οι αναμνήσεις τους έχουν ξεθωριάσει και οι ιδεολογικές σταθερές τους έχουν χαθεί. Ίσως δεν άκουσαν ποτέ για τις κεντρικές πολιτικές τού «Τρίτου Δρόμου προς τον Σοσιαλισμό», που δυστυχώς ξεχάστηκαν γρήγορα. Θεωρούν ως ...ύψιστο καθήκον τους την ενσωμάτωση στην παρασιτική και κατ’ουσίαν αντι-ευρωπαϊκή σημερινή Τεχνοδομή της ΕΕ, που αποστερεί από τους λαούς-όχι μόνο στην πράξη, αλλά και με τις νομοθετημένες κύριες και πρωτογενείς ευρωπαϊκές συμβάσεις- τον εναλλακτικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας. Φαντάζεται κανείς τον Ανδρέα Παπανδρέου, έστω και αυτόν της εποχής της παρακμής, να υιοθετεί τις θέσεις και τις προτάσεις τού ΕΛΙΑΜΕΠ ως προς τον προσανατολισμό της χώρας, τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και τον χειρισμό των εθνικών θεμάτων;
Γι’ αυτό, σε λίγα χρόνια, η δημοκρατία, αντί να αναδεικνύει εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης της ζωής με γνώμονα την ευημερία των ανθρώπων, θα απισχναίνει διαρκώς στον νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο», ώσπου να θεωρηθεί περιττή και επιζήμια για τη λήψη γρήγορων (οικονομικών κυρίως) αποφάσεων. Ήδη, αναφορικά με τις μεθόδους αντιμετώπισης της πανδημίας, ακούγονται πολλές προτάσεις που διολισθαίνουν προς τον αυταρχισμό και την περιφρόνηση των συνταγματικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, μολονότι και αυτά έχουν συμπεριλάβει, από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, πολλά ατομοκεντρικά μέτρα και δικαιώματα που περιορίζουν την ισχύ και την υπεροχή των αρχών τού γενικευμένου Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.
Τί λόγο επομένως ύπαρξης έχει το προσδιοριστικό επίθετο «σοσιαλιστικό» στον τίτλο τού ΠΑΣΟΚ κατά την παρακμιακή αυτή περίοδο της μνημονιακής «κανονικότητας»;; Και τί περιεχόμενο έχει ο τίτλος «Ριζοσπαστική Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ όταν με το γ’ γενικευμένο και ανακεφαλαιωτικό Μνημόνιο επανέφεραν βασικούς θεσμούς της προδημοκρατικής βικτωριανής εποχής, με τον ενιαίο ΕΦΚΑ, το υπερΤαμείο της αλλοτρίωσης του διαχρονικού άυλου και υλικού πλούτου της πατρίδας, την εκποίηση των πολλάκις ανακεφαλαιωμένων με τα δάνεια των Ελλήνων τραπεζών, την πώληση των πακέτων των ενυπόθηκων δανείων της μικρομεσαίας τάξης και των εργαζομένων στο νομαδικό κεφάλαιο, την κατάργηση του ΕΚΑΣ κ.λπ.;;
Ποιά είναι η ηθική βάση της ύπαρξής τους και η αναγκαιότητα για τη διαρκώς εκφερόμενη με προφανή έλλειψη σεβασμού προς τις λέξεις «προοδευτική διακυβέρνηση»;;
4.Όλοι ευθύνονται για την αλλοίωση της ταυτότητας του ιστορικού Κινήματος του ΠΑΣΟΚ. Αδύνατη πλέον η επανεκκίνηση.
Δυστυχώς στο ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ) έχουμε πληθωρισμό υποψηφίων προέδρων αλλά χωρίς διακριτό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα ώστε να υπάρξει ένα κάποιο κριτήριο επιλογής.
Αυτό αφορά και τους νεώτερους στην ηλικία υποψηφίους που έχουν ενστερνιστεί δύο αναχρονιστικά και απο-ιδεολογικοποιημένα κριτήρια. Από τη μια λένε ότι «εμείς θέλουμε την ανανέωση χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς» και από την άλλη απαλλάσσουν τους εαυτούς τους και τους φίλους τους από τις ευθύνες για τα κατακριτέα κυβερνητικά δεδομένα τού χώρου.
Πολύ περισσότερο που υπηρέτησαν πιστά αυτούς που αλλοίωσαν την ταυτότητα τού κόμματος, ακολουθώντας τους αδιαμαρτύρητα, μόνο και μόνο για να μην χάσουν τις προσοδοφόρες πολιτικές τους ιδιότητες.
Γιατί όταν εξέλειψε η στοιχειώδης αυτονομία τού χώρου και τα στελέχη προσχώρησαν στη μνημονιακή χλωρίδα και πανίδα για να παραμείνουν στις υψηλά αμειβόμενες και προνομιούχες θέσεις τους, είτε μέσω της συγκυβέρνησης των μνημονιακών κομμάτων (κυβέρνηση Παπαδήμου), είτε μέσω της συνεργασίας με τη μετανοημένη ΝΔ (κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου), πολλά από τα σιτιζόμενα στο Δημόσιο ή την ΕΕ στελέχη, μετά, προσχώρησαν -ανάλογα με την πολιτική τους ορατότητα- στα δύο κεντρικά (πλέον) μνημονιακά κόμματα, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.
Κυρίως όμως προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καθύβριζαν καθημερινά όσο ακόμη βρισκόταν στην αντιμνημονιακή ρητορική και συγγένευε με το αυθεντικό ΠΑΣΟΚ.
Όταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε το γ’ γενικευμένο, ανακεφαλαιωτικό και διαρκές Μνημόνιο, τότε όρμησαν προς τη νέα και αυθεντικά βικτωριανή εκδοχή των Μνημονίων που εκπροσωπούσε, αφήνοντας τον κάποτε ελπιδοφόρο χώρο τού ΠΑΣΟΚ. Όπως όμως η μετακόμιση όλου του κεντρικού στελεχιακού δυναμικού του ΣΕΒ στη ΝΔ τής αλλοιώνει σταδιακά την πολιτική αναφορά και φρασεολογία, ως διακριτού από την επιχειρηματική ελληνική και διεθνή οικονομική τάξη ρεύματος, άλλο τόσο και η αλλοπρόσαλλη και αμνήμων συμπεριφορά τού υπερμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και οι αντιθετικές και σπασμωδικές του κινήσεις στα δόκανα του γ’ Μνημονίου, θα θυμίζουν το τέλος ενός θνήσκοντος θηράματος.
Επομένως, ως συμπέρασμα όλων των παραπάνω εξάγεται ότι τα κόμματα «παντός καιρού» με «σημαίες ευκαιρίας», χωρίς ιδεολογικώς σταθερά και πολιτικώς ικανά στελέχη, δεν μπορούν να προωθήσουν τα συμφέροντα της χώρας. Εξάλλου ούτε και οι πολίτες που διαθέτουν στοιχειώδη αξιοπρέπεια και ιστορική μνήμη μπορούν να παραμείνουν ή, πολύ περισσότερο, να επανέλθουν σε ένα κόμμα-πυλώνα της ετερόνομης μνημονιακής πολιτικής και της οριστικής απομάκρυνσης από το προοδευτικό και πατριωτικό πρόγραμμα της 3ης του Σεπτέμβρη.-
(Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, πρώην μέλους της Κ.Ε.ΠΑΣΟΚ – Ο Δημήτρης Π. Μητρόπουλος είναι ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, πρώην μέλος του Π.Σ. ΠΑΣΟΚ)