Αποκλιμάκωση της έντασης σε όφελος της διαπραγμάτευσης με ενεργοποίηση της Ομάδας του Μινσκ (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία και Ουκρανία) ή κλιμάκωση των στρατιωτικών προετοιμασιών και από τις δύο πλευρές της μεθορίου Ρωσίας και Ουκρανίας;
Το ερώτημα αυτό παρέμεινε προς απάντηση και μετά την χθεσινή δίωρη Τηλεδιάσκεψη Κορυφής Μπάιντεν και Πούτιν.
Την επόμενη φορά ελπίζω να συναντηθούμε διά ζώσης είπε ο Μπάιντεν στον Πούτιν και πρόσθεσε ότι δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τα πούμε στην Ρώμη καθώς ο ένοικος του Κρεμλίνου δεν συμμετείχε στην Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας G-20.
Η Ρωσική Διπλωματία δεν μας έχει συνηθίσει σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και έτσι οι εγγυήσεις που φέρεται σύμφωνα με τον Λαβρόφ ότι είχε την πρόθεση να ζητήσει ο Πούτιν από τον Μπάιντεν, ότι δηλαδή η Ουκρανία δεν θα γίνει ποτέ μέλος του ΝΑΤΟ, θέλει δεύτερη και τρίτη ανάγνωση.
Ρητή και δημόσια δέσμευση από πλευράς των ΗΠΑ όπως την θέλει η Ρωσία είναι αδύνατον να υπάρξει, καθώς θα ήταν έμμεση πλην σαφής αναγνώριση της περιορισμένης κυριαρχίας των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ.
Άλλωστε στην πράξη με τις κοινές ασκήσεις, αγορές οπλικών συστημάτων από την Δύση η Ουκρανία αλλά και άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ μπορούν να καταστούν Ντε Φάκτο εταίροι της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η χθεσινή τηλεδιάσκεψη Πούτιν-Μπάιντεν από ειρωνεία της Ιστορίας έγινε παρά μια μέρα μετά από τριάντα χρόνια από την διάλυση της ΕΣΣΔ στις 8.12.1991 με πρωτοβουλία των τότε Προέδρων της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας Γέλτσιν, Κραβτσούκ και Σουσκέβιτς.
Από τότε μέχρι και σήμερα το γεωπολιτικό στίγμα και το καθεστώς ασφαλείας των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, εξαιρουμένων των τριών Βαλτικών Χωρών, αργά αλλά σταθερά δημιούργησε μια αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.
Για την Ουάσιγκτον η διεκδίκηση από την Ρωσία ενός άτυπου Βέτο για τους διεθνείς προσανατολισμούς και συμμαχίες των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιθετική πολιτική αυτοκρατορικής παλινόρθωσης.
Για την Ρωσία η προσπάθεια της Δύσης να εντάξει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πολλοστή στην Ιστορία των τελευταίων δύο αιώνων προσπάθεια περικύκλωσης της από εχθρικές δυνάμεις.
Όποια διευθέτηση ήθελε βρεθεί για την αποκλιμάκωση της έντασης στην Ουκρανία κατά κύριο λόγο και στην Λευκορωσία δευτερευόντως οι χώρες της πρώην ΕΣΣΔ θα πυροδοτούν αιφνιδιαστικές αναζωπυρώσεις της έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και θα αυξάνουν την αμοιβαία καχυποψία.
Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο κοινός παρονομαστής ζωτικών συμφερόντων ΗΠΑ και Ρωσίας δεν είναι λιγότερο σημαντικός και βαρύνων από την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση των δύο χωρών στην πρώην ΕΣΣΔ
Ουάσιγκτον και Μόσχα έχουν κάθε λόγο να αποτρέψουν περαιτέρω διασπορά των πυρηνικών όπλων αλλά και ως δίδυμο πυρηνικών Υπερδυνάμεων να κρατήσουν προβάδισμα ασφαλείας από τα άλλα μέλη της Πυρηνικής Λέσχης περιλαμβανομένης και της Κίνας.
ΗΠΑ και Ρωσία έχουν ως κοινό αντίπαλο τον Σουνιτικό Ισλαμικό Φονταμενταλισμό και έχουν όλους τους λόγους να συνεργασθούν όχι μόνον για την πλήρη εξάλειψη των Τζιχαντιστών από την Συρία και το Ιράκ αλλά και να βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα να επέμβουν ξανά στο Αφγανιστάν στην περίπτωση που οι Ταλιμπάν επιχειρήσουν να αποσταθεροποιήσουν την πρώην Σοβιετική Κεντρική Ασία.
Άλλωστε η ταυτόχρονη αντιπαλότητα και συνεργασία επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά το 2014-15 όταν ΗΠΑ και Ρωσία συγκρούονταν μέσω αντιπροσώπων στην Ανατολική Ουκρανία και ταυτόχρονα βομβάρδιζαν μαζί τους Τζιχαντιστές στην Συρία.
Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος