Ουδέποτε οι αριθμοί είπαν ψέματα. Στη συγκυρία ας κρατήσουμε δύο που φαίνεται ότι προδιαγράφουν καθαρότερα τις πολιτικές εξελίξεις: Ο (επίσημος) πληθωρισμός ξέφυγε στο 4,8% τον Νοέμβριο και στην κάλπη του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ πήγαν πάνω από 270.000 ενεργοί πολίτες.
Πίσω από αυτούς τους αριθμούς μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις επιπτώσεις που έχει για το λαϊκό νοικοκυριό η ακρίβεια, η οποία είναι πολύ πιο βαριά για τους εργαζομένους, τους ανέργους, τους νέους, καθώς αυτοί καταναλώνουν το σύνολο των χρημάτων τους για στέγαση, τρόφιμα, θέρμανση και μετακινήσεις. Εκεί που σημειώθηκε δηλαδή έκρηξη τιμών. Και η αθρόα προσέλευση στην μόνη δυνατή-ανοικτή εκδήλωση που είχε ο πολίτης τις προηγούμενες ημέρες ήταν οι κάλπες ενός κόμματος που προσδιορίστηκε από τη φράση «μη προνομιούχοι».
Όπως ο πληθωρισμός δεν είναι παροδικός, όπως επιδίωκε να μας πείσει η κυβέρνηση, προσχωρώντας σταδιακά σε μέτρα-ψίχουλα για νε ελέγξει τη λαϊκή οργή, έτσι και ο «γεμάτη» κάλπη του ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά μια τροχιοδεικτική βολή. Και αυτή αφορά πρωτίστως τον τρόπο που πολιτεύονται τα κόμματα στα σύγχρονα προβλήματα και δευτερευόντως στους πάλαι ποτέ κραταιούς μηχανισμούς διαχείρισης των λαϊκών αιτημάτων.
Είναι προφανές ότι «από τα ελλείμματα δεν δίνεις μέρισμα». Τα ελλείμματα σημαίνουν πρόσθετο χρέος, το οποίο κατανέμεται, αργά η γρήγορα, σαν φόρος στους πολίτες. Προβλέπεις ωστόσο ένα δίχτυ ασφαλείας για τα ευάλωτα νοικοκυριά, αντισταθμίσεις με μισθολογικές αυξήσεις την απώλεια του διαθέσιμου εισοδήματος. Την στιγμή μάλιστα που υπολογίζεις οικονομική μεγέθυνση για ολόκληρο το 2021 πάνω από 7% επί του ΑΕΠ.
Αλλά, εδώ δεν πρόκειται μόνο για την ακρίβεια που προσπαθεί να προσπεράσει η κυβέρνηση ξορκίζοντάς την σαν… παροδική. Το πρόβλημα είναι η απουσία προοπτικής για τους νέους, η παραδοχή ότι στο προβλεπτό μέλλον δεν θα αποκτήσουν στέγη, το γεγονός ότι εξανεμίζονται οι δυνατότητες ανάληψης μιας καλής θέσης εργασίας. Και όσον αφορά την επιχειρηματικότητα, δεν υπάρχει καμία ελπίδα για χρηματοδοτήσεις. Οι τράπεζες για την μεσαία παραγωγική τάξη είναι κλειστές και η όποια ανταγωνιστικότητα στηρίζεται στους εξευτελιστικά χαμηλούς (βασικούς) μισθούς. Αλίμονο όμως εάν η ελληνική οικονομία βασίζεται μονοδιάστατα στην ανειδίκευτη χαμηλόμισθη εργασία. Αυτό το κάνει καλύτερα η Κίνα και εσχάτως η Τουρκία μέσα από την ραγδαία υποτίμηση της λίρας και την καταστροφή του διαθέσιμου εισοδήματος των γειτόνων. Θα το κάνουν, «αύριο» κιόλας, τα ρομπότ και οι αυτοματισμοί.
Φόροι και επιδόματα
Είναι προφανές ότι με τα «μερίσματα» δεν λύνεται το θέμα του διαθέσιμου εισοδήματος. Το λαϊκό εισόδημα πρέπει να ενισχυθεί μέσα από την παραγωγή, να ανατροφοδοτηθεί η κατανάλωση, να πυροδοτηθεί η ανάκαμψη, ώστε να προκύψει η οικονομική προοπτική σε περιβάλλον ανταγωνισμού.
Ο λελογισμένος πληθωρισμός βοηθά την κατανάλωση (αφού το επόμενο διάστημα τα διαρκεί αγαθά θα είναι ακριβότερα, άρα «πείθουν» τον καταναλωτή να δράσει). Αλλά εδώ η κυβέρνηση κρατάει σκοπίμως χαμηλά τις αμοιβές, ενώ έχουμε κοινωνική διάβρωση από την ακρίβεια, διαλύει το διαθέσιμο εισόδημα. Η οικονομική «λογική» των κρατούντων λέει: «Κρατάμε χαμηλά της αμοιβές-Στερούμε τα αναγκαία είδη πρώτης ανάγκης-Δεν ανεβαίνουν οι τιμές λόγω βύθισης της κατανάλωσης» (καθώς όλο και λιγότεροι μπορούν να τα αγοράσουν)…
Τα «μερίσματα» και οι παροχές με τα οποία αρθρώνει αντιπολιτευτικό λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σωσίβια, δεν συνθέτουν το «σκαρί» της οικονομίας. Ούτε επενδύσεις γίνονται σε περιβάλλον ανασφάλειας ή φοροξεφλουδίσματος για την «αναδιανομή» με επιδόματα. Μερίδιο στην ανάπτυξη απαιτείται και επιδόματα στους ανήμπορους…
Πώς κόβεται η πίτα;
Ουσιαστικά ο σημερινός δικομματισμός προτείνει φτωχοποίηση των εργαζομένων για την «ανάπτυξη» ή φόρους για τα επιδόματα.
Γι αυτό η κινητοποίηση στην κάλπη του ΠΑΣΟΚ μπορεί να ερμηνευτεί ως η πιο πολιτικοποιημένη κίνηση με αίτημα τον σχεδιασμό της νέας εποχής με περισσότερα χέρια στην παραγωγή και καλύτερο τρόπο κοπής (και μοιρασιάς) της πίτας. Οι πολίτες θέλουν κοστολογημένες δράσεις, αναλυτική παρουσίαση των μέτρων, στάδια υλοποίησης και μετρήσιμα αποτελέσματα. Προς τούτο απαιτούνται αναπτυξιακά κονδύλια με βάσει τις ιδέες και προτάσεις και όχι αποκλεισμοί (μόνο) με τραπεζικά κριτήρια (Ταμείο Ανάκαμψης).
Μόνο έτσι θα παρατηρηθεί και πάλι η αναγκαία οικονομική και κοινωνική κινητικότητα, τόσο για παραγωγικούς λόγους όσο και για λόγους ευστάθειας του συστήματος.
Αν κάτι μας λέει αυτή η προσέλευση στις εσωκομματικές κάλπες, η οποία και ασφαλώς επηρέασε τους… αυτοποιημένους σχεδιασμούς (τύπου εναλλαγής) όλων των εκφάνσεων του πολιτικού φάσματος, διαπερνώντας μάλιστα οριζόντια τον σημερινό δικομματισμό, είναι ότι προβάλει μια νέα «μεταπολίτευση», αυτή του συγκεκριμένου, μετά την (πολιτική) μεταπολίτευση. Δεν έχουν πια την ίδια αξία τα συνθήματα και οι διακηρύξεις εν κενώ για μια «άλλη πολιτική», αλλά χρειάζονται προτάσεις που δουλεύουν και ιδέες για λύσεις στα προβλήματα. Και ως γνωστόν, οι λύσεις είναι προοδευτικές…
Η επιλογή Νίκου Ανδρουλάκη στην Κεντροαριστερά, και με ότι κομίζει από την Γαλλο-Γερμανική σοσιαλδημοκρατία του μελετημένου, συγκεκριμένου και με μετρήσιμα αποτελέσματα, αναδεικνύει ακριβώς αυτή τη νέα προτεραιότητα ως τη μόνη διέξοδο για τη χώρα και τους πολίτες.
Το πρώτο μάθημα στην πολιτική είναι να μάθουμε να μετράμε. Είτε πρόκειται για την ακρίβεια και τις ψήφους στην κάλπη, είτε προκειμένου να μελετήσουμε εν τω βάθει τα προβλήματα και να καταθέτουμε μελετημένες προτάσεις. Ας (ξανα)μετρηθούμε λοιπόν…
(Ο Χρήστος Μέγας είναι δημοσιογράφος)