Η Συμφωνία της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945 κατέχει δίχως αμφιβολία την πρωτιά ιστορικών παρερμηνειών, με αποτέλεσμα μια κλασική κίνηση Ρεαλπολιτίκ να απαξιώνεται εκ των υστέρων ως ένα κυνικό παζάρι χωρίς αρχές.
Στο θέρετρο των Τσάρων στην Κριμαία ο Στάλιν, ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ δεν διαπραγματεύτηκαν επί της ουσίας, αλλά απλά επικύρωσαν την κατάσταση πραγμάτων που είχε διαμορφωθεί στο πεδίο της μάχης.
Έτσι οι ζώνες επιρροής της Δύσης και της ΕΣΣΔ νομιμοποίησαν τις κατακτήσεις στα πεδία των μαχών του Ανατολικού και Δυτικού Μετώπου και παρέκαμψαν τα επεισόδια που έθεταν σε κίνδυνο την συμμαχική ενότητα όπως η άρνηση του Στάλιν να βοηθήσει την εξέγερση της Βαρσοβίας τον Αύγουστο του 1944 και στην συνέχεια η επέμβαση της Βρετανίας στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944.
Σήμερα όταν διατυπώνεται το ερώτημα αν μία νέα Γιάλτα είναι δυνατή ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ρωσία προφανώς ζητούμενο δεν είναι τόσο η γεωγραφική αποτύπωση ζωνών επιρροής, όσο η αναγνώριση από την Ουάσιγκτον του ότι η Μόσχα παραμένει Μεγάλη Δύναμη με παγκόσμια συμφέροντα.
Με άλλα λόγια οι διασφαλίσεις που ζητά το Κρεμλίνο από την Ουάσιγκτον ως προς το καθεστώς ασφαλείας της Ουκρανίας αφορούν πρώτα και πάνω από όλα την αξιοπιστία της πυρηνικής στρατηγικής ισορροπίας του τρόμου που θα υπονομευόταν αν τακτικά πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ αναπτύσσονταν σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ.
Με άλλα λόγια η Ρωσία του 2021 αντιδρά όπως ακριβώς αντέδρασαν οι ΗΠΑ όταν διαπίστωσαν την εγκατάσταση ρωσικών πυραύλων στην Κούβα το 1962.
Τότε η Κοινή Γνώμη κατέγραψε την αναδίπλωση των Σοβιετικών που απέσυραν τους πυραύλους αλλά όχι δύο παρασκηνιακές δεσμεύσεις των ΗΠΑ, πρώτον την απόσυρση παρόμοιων πυραύλων από την Τουρκία μετά από έξη μήνες και δεύτερον την διαβεβαίωση ότι δεν θα υπάρξει νέα προσπάθεια ανατροπής του Κάστρο.
Τριάντα χρόνια μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν εκ των πραγμάτων την Ρωσία ως Μεγάλη Δύναμη στην Συρία, στην Λιβύη και συνεργάζονται μαζί της εδώ και αρκετά χρόνια πρώτον για να μην υπάρξει περαιτέρω διασπορά των πυρηνικών όπλων και δεύτερον στην αναχαίτιση του Ισλαμικού Φονταμενταλισμού.
Έτσι έχουμε ένα πρωτοφανές στα ιστορικά χρονικά παράδοξο ΗΠΑ και Ρωσία να έχουν κοινό παρονομαστή ζωτικών συμφερόντων από την Συρία μέχρι το Αφγανιστάν και την ίδια στιγμή να βρίσκονται σε ψυχροπολεμική αντιπαλότητα στην Ανατολική Ευρώπη και την πρώην ΕΣΣΔ.
Αν η Ρωσία είναι σήμερα αποδεκτή από τις ΗΠΑ στην Συρία και ευρύτερα στους συνολικούς συσχετισμούς και ισορροπίες στην Μέση Ανατολή και την Νοτιοδυτική Ασία με ποια λογική η όποια εμπλοκή της στα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να καταγραφεί ως απειλή για την Δύση;
Η Ρωσική Αυτοκρατορία, δηλαδή η ΕΣΣΔ, διαλύθηκε συνολικά πριν από τριάντα χρόνια και σε αντίθεση με την Βρετανία και την Γαλλία που διατηρούν σχέσεις προνομιακής επιρροής με τις πρώην υπερπόντιες κτήσεις της, κάθε παρόμοια φιλοδοξία της Μόσχας καταγράφεται από την Ουάσιγκτον ως επιθετικός ρεβανσισμός αυτοκρατορικής παλινόρθωσης.
Μέχρι στιγμής η Δύση δοκίμασε ανεπιτυχώς να αποκόψει τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ από την Ρωσία αντιμετωπίζοντάς την όπως την Τουρκία στην
Συνθήκη της Λοζάνης του 1923, που αποκόπηκε τελείως από την μέχρι το 1918 Οθωμανική Μέση Ανατολή.
Τότε η Τουρκία ήταν μια ηττημένη χώρα ,κάτι που δεν ισχύει για την Μετασοβιετική Ρωσία.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος)