Άρωμα Ψυχρού Πολέμου ξανά στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, με την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα να διασταυρώνουν τα ξίφη τους με αφορμή αλλά και αιτία (για άλλη μία φορά) το ουκρανικό ζήτημα. Ένα ζήτημα που συμπυκνώνει τα τελευταία χρόνια τις βασικές πτυχές της αντιπαλότητας Ρωσίας και ΗΠΑ – μιας αναμέτρησης που έρχεται από το χθες και μοιάζει να στοιχειώνει (και) τον 21ο αιώνα, προκαλώντας αμηχανία σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που επιβεβαιώνει το γνωστό χαρακτηρισμό του “γίγαντα με πήλινα πόδια”, εξαιτίας του καίριου ελλείμματος σε ό,τι αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας.
Στο πλαίσιο αυτό, το τελευταίο διάστημα η κινητικότητα ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία έχει προκαλέσει ανησυχία στην ΕΕ και στις ΗΠΑ. Μια εισβολή ή πολεμική σύρραξη θα ήταν μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη για την ευρύτερη περιοχή, την ειρήνη, την σταθερότητα και την ασφάλεια συνολικά στην Ευρώπη.
Την περασμένη άνοιξη η συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων για στρατιωτικές ασκήσεις κοντά στα ουκρανικά σύνορα έληξε έπειτα από σειρά επαφών μεταξύ του Αμερικάνου προέδρου και των ομολόγων του σε Ρωσία και Ουκρανία. Την κίνηση αυτή ακολούθησε η σύνοδος κορυφής το περασμένο καλοκαίρι μεταξύ Πούτιν και Μπάιντεν, με την αίσθηση τότε να είναι πως το Κρεμλίνο θέλησε να βάλει στην ατζέντα του νέου Αμερικανού προέδρου τη σύγκρουση στο Ντονμπάς και τις προοπτικές εξελίξεων στο ζήτημα αυτό. Η προχθεσινή δίωρη συνομιλία ανάμεσα στον Μπάιντεν και τον Πούτιν δε μας έκανε ούτε σοφότερους ούτε καθησύχασε την παγκόσμια κοινότητα καθώς και οι δύο έβαλαν τις κόκκινες γραμμές τους και τις επόμενες ημέρες οι διαρροές από διάφορους αξιωματούχους και των δύο πλευρών αναφέρονται σε κυρώσεις και πιθανά αντίποινα.
Η ρωσική πλευρά ζητά σοβαρές και μακροπρόθεσμες εγγυήσεις που διασφαλίζουν την ασφάλεια της της χώρας, νιώθοντας απειλή με την παρουσία ΝΑΤΟ στη Βαλτική και τη σύσφιξη σχέσεων ΝΑΤΟ-Πολωνίας. Η Ρωσία, όπως και η Κίνα, επιθυμούν να τεθούν επί τάπητος όλα τα ζητήματα περιφερειακής συνεργασίας, να δοθούν εγγυήσεις και να διαμορφωθούν ή να επιβεβαιωθούν «σφαίρες επιρροής». Η Ρωσία ζητά διαβεβαιώσεις καθώς βλέπει στρατιωτικά πλοία του ΝΑΤΟ κοντά στα σύνορα της και ένα πιθανό ψήφισμα από το αμερικανικό Κογκρέσο που θα κήρυττε αυτομάτως την εξουσία του Πούτιν παράνομη, μετά από τις εκλογές του 2024. Μακροπρόθεσμα ο πρόεδρος Πούτιν στοχεύει στην αναθεώρηση της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής τάξης που δημιουργήθηκε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ πριν από 30 χρόνια, διασφαλίζοντας ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και κατ' επέκταση αμερικανικός δούρειος ίππος έναντι της Μόσχας.
Η αναστάτωση στην Ουκρανία προκαλεί ανησυχία και στην ΕΕ, που δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να δει στρατιωτική κινητοποίηση στην περιοχή. Είναι βέβαιο ότι πολεμικές εξελίξεις στην Ουκρανία και τον Ντονμπάς θα επηρεάσουν και τις Βρυξέλλες, αλλά θα θέσουν και νέα ερωτήματα ασφαλείας στην νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο. Είναι χαρακτηριστικό πως ο νέος καγκελάριος κ.Σολτς στις πρώτες του δηλώσεις αναφέρθηκε στο θέμα κάνοντας αυστηρές συστάσεις προς τη ρωσική πλευρά.
Η Ρωσία φαίνεται πράγματι να είναι προετοιμασμένη για μια στρατιωτική επιχείρηση στην Ανατολική Ουκρανία και εάν κάτι μπορεί να μην είναι κατανοητό στη μία ή την άλλη πλευρά, είναι γιατί αναπτύσσονται στρατηγικές από διαφορετικό πρίσμα: Από τη μία πλευρά, ΕΕ και ΗΠΑ βλέπουν τις εξελίξεις στο Ντονμπάς στο ευρύτερο πλαίσιο μιας ρωσικής επίθεσης στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, από την άλλη πλευρά στο Κρεμλίνο βλέπουν αυτές τις ίδιες εξελίξεις ως μια επίθεση από τις αρχές του Κιέβου, μέσω των ΗΠΑ, στην ακεραιότητα των Ρώσων.
Όπως είναι διαμορφωμένο το σημερινό πλαίσιο συσχετισμών και οι γεωπολιτικές δυναμικές, η ρωσική πλευρά αναγνωρίζει ως μεγαλύτερη απειλή το ενδεχόμενο η Ουκρανία (και η Λευκορωσία) να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στις δυτικές στρατιωτικές υποδομές, αλλάζοντας τις ισορροπίες στα ρωσικά σύνορα. Από την άλλη το ΝΑΤΟ αντιλαμβάνεται την Ρωσία ως απειλή σε κάθε ενέργειά της, εξέλιξη που τροφοδοτεί μιας συνεχώς συγκρουσιακή σχέση, με χαμένους τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Όσο δύσκολο ή σύνθετο και εάν είναι για την ΕΕ να πάρει θέση, οφείλει να το κάνει στοχεύοντας στη σύγκλιση των διαφορών και στη διασφάλιση ότι δεν θα υπάρξει στρατιωτική κινητοποίηση. Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα η στάση της ΕΕ είναι από δύσκολη ως αδύνατη. Ο πρόεδρος Πούτιν έχει κάνει σαφές ότι θεωρεί την Ευρώπη ως “έναν εταίρο χωρίς ενδιαφέρον”, όπως τόνισε διπλωματική πηγή στη γαλλική Μοντ. Ενώ στο παζλ της νέας κρίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ενεργειακή πτυχή με τον ρωσο-γερμανικό αγωγό NordStream 2 να προκαλεί τις ανησυχίες του Κιέβου καθώς ο αγωγός παρακάμπτει την Ουκρανία, πλήττοντάς την οικονομικά...
Έτσι, η διάχυση της κρίσης μέσα από μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα επηρεάσει την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, βάζοντας τους πολίτες των περιοχών σε μεγάλες περιπέτειες και την ΕΕ εγκλωβισμένη σε μια σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας.
Στα επόμενα Συμβούλιο ΥΠΕΞ της ΕΕ πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αναζήτηση λύσεων και στην διακήρυξη της πρόθεσης της Ένωσης να κάνει ό,τι περνά από τις δυνάμεις της για να διατηρηθεί η σταθερότητα στην περιοχή. Το διακύβευμα είναι πολυεπίπεδο για τις Βρυξέλλες, με τη Γερμανία να κάνει τα πρώτα της βήματα στη μετά- Μέρκελ περίοδο και τη Γαλλία που θα ασκήσει την προεδρία, να βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο ενόψει των προεδρικών εκλογών της άνοιξης. Με τον γαλλο-γερμανικό άξονα στο “ρελαντί”, τη Μόσχα αποφασισμένη να μην κάνει πίσω μπροστά σε αυτό που θεωρεί απειλή για την ασφάλειά της και την Ουάσινγκτον να μην παρουσιάζει κάποια εναλλακτική στρατηγική πλην της γνωστής των κυρώσεων, η ουκρανική κρίση τείνει να διαιωνίζεται. Μια πληγή που έχει κακοφορμίσει χωρίς ορατές προοπτικές επίλυσης – ένα νέο- παλιό “παίγνιο” ισορροπιών Μόσχας – Ουάσινγκτον με την Ευρώπη να αναζητεί τρόπους (περιορισμένης) παρέμβασης.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)