Στις 9 και 10 Δεκεμβρίου έλαβε χώρα η Σύνοδος για την Δημοκρατία, μια μεγαλεπήβολη πρωτοβουλία του Τζο Μπάιντεν, στο όνομα της παγκόσμιας υπεράσπισης των δημοκρατικών αρχών και αξιών. Ας σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία όπου ο σεβασμός ή μη των δημοκρατικών αρχών σε εθνικό επίπεδο προσδιορίζει τη συμμετοχή σε μια διεθνή συνάντηση. Αλλά ας δούμε το θέμα λίγο πιο προσεκτικά.
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν εκλέχθηκε με το σύνθημα να προστατέψει τη Δημοκρατία στις ΗΠΑ που απειλήθηκε βάναυσα από τον Πρόεδρο Τραμπ. Παράλληλα, υπογράμμισε σε όλη την προεκλογική του καμπάνια αλλά και μέχρι σήμερα ότι η Δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο σε πολλά μέρη της Υφηλίου και ότι ως δημοκράτες οφείλουμε να δώσουμε τη μάχη ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα.
Όλα τα παραπάνω περιέχουν αλήθειες. Όμως όλοι ξέρουμε ότι οι καλές προθέσεις δεν αρκούν, δεδομένου ότι η Σύνοδος κατέδειξε την απουσία συγκεκριμένης στρατηγικής ή έστω και σχεδίου για την προάσπιση των δημοκρατικών αξιών και αρχών. Η δε σύνθεση ήταν αυτή που κατά βάση στέρησε και τα λίγα στοιχεία νομιμοποίησης που είχε η πρωτοβουλία: πως αποκλείεις την Ουγγαρία του Όρμπαν αλλά καλείς την Πολωνία του Ντούντα; Πώς αποκλείεις την Τουρκία αλλά καλείς τη Βραζιλία του Μπολσονάρου ή την Ινδία του Μόντι; Πώς καλείς την Αγκόλα, την τη Δημοκρατία του Κονγκό ή ακόμη και τις Φιλιππίνες του Ντουάρτε;
Η Σύνοδος κινήθηκε σε τρεις άξονες: πως πρέπει να αντιμετωπίζονται τα αυταρχικά καθεστώτα, τον πόλεμο κατά της διαφθοράς και το πως μπορούν ουσιαστικά να προστατευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παράλληλά συζητήθηκε πως οι δημοκρατίες μπορούν να προστατευτούν από τις τεχνολογικές απειλές (σκιαγραφώντας ουσιαστικά την Κίνα).
Κατά βάση υπάρχει ένα ιδεαλιστικό και ένα πραγματιστικό επίπεδο ανάγνωσης των επιλογών της Συνόδου:
Το ιδεαλιστικό αφορά την πρωτοβουλία διαβούλευσης ανάμεσα σε χώρες της λειτουργούσας Δημοκρατίας που συναντιούνται και συνομιλούν σε ένα πλαίσιο συναντίληψης για τους κοινούς κινδύνους, σε μια εποχή που τα αυταρχικά και λαϊκιστικά καθεστώτα πολλαπλασιάζονται και δυναμώνουν.
Στην πράξη όμως αυτό που προκύπτει είναι η δημιουργία μετώπου κατά της Κίνας πρωτίστως αλλά και της Ρωσίας και ορισμένων άλλων κρατών που δεν εντάσσονται στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, με πρόσχημα ιδεολογικές διαιρετικές τομές. Η δημιουργία δηλαδή μιας ιδεολογικής ‘σταυροφορίας’, πίσω από τους ευγενείς σκοπούς της οποίας θα κρύβονται άλλα κίνητρα, που αφορούν πρωτίστως την βελτίωση της θέσης της Αμερικής στην παγκόσμια σκακιέρα. Όπως έγραψε ένας αναλυτής, η Σύνοδος για την Δημοκρατία αφορούσε την Αμερική «και τους φίλους της».
Η πρωτοβουλία Μπάιντεν μοιάζει να είναι μια σημαντική στιγμή της σύγκρουσης μεταξύ Αμερικής- Κίνας και συμμάχων τους. Κυρίως, επειδή δημιουργεί την εικόνα μιας σύγκρουσης μηδενικού αθροίσματος που δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Είναι σαφές ότι όταν μιλάμε για ‘συμφέροντα’ μπορεί να βρεθεί μια μέση οδός. Αν όμως μεταφράζουμε την σύγκρουση σε αξιακούς, ιδεολογικούς όρους όλοι οι υπόλοιποι καλούνται να διαλέξουν στρατόπεδο σε μια μάχη που θα πάρει τα χαρακτηριστικά «το καλό εναντίον του κακού». Σε τέτοιες συγκρούσεις οι γέφυρες μεταξύ των μερών, η διαλλακτικότητα και ο διάλογος είναι αδύνατα. Αντί να βρεθούν κοινοί τόποι, οικοδομείται μια εικόνα του ‘εχθρού’ που το μόνο που πετυχαίνει είναι να φέρνει τη σύγκρουση πιο κοντά. Σε μια εξαιρετική ανάλυση ο στοχαστής Branko Milanovic, μας θυμίζει ότι όλες οι μεγάλες συγκρούσεις ξεκίνησαν με ιδεολογικές αιτιάσεις: για παράδειγμα, οι σταυροφορίες, στο όνομα της επανάκτησης του ελέγχου στον Άγιο Τάφο οδήγησαν σε λεηλασίες και καταστροφές. Η αποικιοκρατία, πίσω από τη διάδοση του χριστιανικού μηνύματος οδήγησε στα σκλαβοπάζαρα της Αφρικής, στην δουλεία στη Λατινική Αμερική και στην ποδηγέτηση ολόκληρων κοινωνιών σε πολλά μέρη του κόσμου.
Το βασικό όμως είναι ακριβώς οι άνευ ουσιαστικών κριτηρίων επιλογές: στην πράξη προσκλήθηκαν οι ‘εκλεκτοί’ των ΗΠΑ, ενώ αποκλείστηκαν οι αντίπαλοι ή οι εν δυνάμει αντίπαλοι. Με δυο λόγια, τα φιλικά προς τις ΗΠΑ αυταρχικά καθεστώτα, δεν ήταν εν τέλει και τόσο αυταρχικά…
Αυτή η χρήση ιδεολογικών όρων για άσκηση realpolitik είναι ένας ολισθηρός δρόμος γιατί στερεί την πρωτοβουλία από αξιοπιστία και νομιμοποίηση, ενώ πλήττει παρά ενισχύει την εικόνα των ΗΠΑ. Γιατί, ακόμη και αν «σε γενικές γραμμές» η διαιρετική τομή είναι βάσιμη, ακριβώς στην ενδιάμεση, γκρίζα ζώνη κρίθηκαν όλα: εκεί που αυταρχικοί ηγέτες κλήθηκαν απλά γιατί ήταν ‘φίλοι’ ή απαραίτητοι σύμμαχοι.
Η άσκηση πολιτικής στη βάση αρχών είναι δύσκολη και επίπονη επιχείρηση. Απαιτεί σταθερότητα, στιβαρά και άμεμπτα κριτήρια και σε καμιά περίπτωση διπλά μέτρα και σταθμά. Αλλιώς, οποιαδήποτε λοξοδρόμηση απονομιμοποιεί αυτόν που την επικαλείται καθώς και όλο το εγχείρημα. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη Σύνοδο αυτή.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ)