Ο πρόσφατος μεγάλος θόρυβος που δικαιολογημένα προκλήθηκε από τη δημοσιοποίηση στοιχείων της μελέτης του επικεφαλής της επιτροπής λοιμωξιολόγων καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και του επίκουρου καθηγητή επιδημιολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Θεόδωρου Λύτρα, έθεσε εκ νέου το ζήτημα των ορίων πολιτικής και επιστήμης ή καλύτερα της κατά περίσταση εργαλειοποίησή της δεύτερης από την πρώτη και σε άλλες περιπτώσεις την περιθωριοποίησή της. Από τη φιλοσοφική πλευρά του ζητήματος έχει απαντήσει ο Σωκράτης στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα, όπου εν ολίγοις λέει ότι για τα εξειδικευμένα θέματα μιλούν οι ειδικοί, ενώ σε ότι αφορά το γενικό καλό της πόλης μπορούν να εκφράσουν όλοι την άποψή τους. Μέχρι εδώ όλα καλά και μάλιστα αξίζει να αναστοχαστούμε παραπάνω σε αυτή τη θέση αφού τα τελευταία δύο χρόνια με αφορμή την πανδημία έχουμε γίνει όλοι «γιατροί».
Τι συμβαίνει όμως, όταν η ίδια η Πολιτεία και οι «πρυτάνεις» της (με το αρχαιοελληνικό περιεχόμενο του όρου), χρησιμοποιούν àla carteτα πορίσματα της επιστήμης και μάλιστα των ίδιων των ανθρώπων που συμβουλεύονται, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του κ. Τσιόδρα, που πριν από ενάμιση χρόνο και σωστά εκθειαζόταν για την επιστημονικά τεκμηριωμένη επάρκεια πειθούς του και τώρα απαξιώνεται από «συγκυριακούς» πρωταγωνιστές της «παροικίας της Ιερουσαλήμ»; Πώς θα πειστούν οι πολίτες να εμβολιαστούν και να τηρήσουν τα μέτρα προστασίας όταν η κυβέρνηση προσπερνά και υποβαθμίζει τη δουλειά αυτών στους οποίους στήριξε μέχρι σήμερα τη στρατηγική για την πανδημία; Και, τέλος πώς είναι δυνατόν ο ίδιος ο επιστήμονας, που δυο χρόνια τώρα έχει δώσει σε πολλαπλά επίπεδα τον επιστημονικό του αγώνα να σιωπά ουσιαστικά μπροστά σε αυτή την απαξιωτική προς το πρόσωπό του στάση;
Ο γράφων ανήκει σε αυτούς που από τον Σεπτέμβριο του 2020, που ξεκινούσε την έρευνά του ο κ. Τσιόδρας, είχε γράψει σε αυτή εδώ τη στήλη για την ανάγκη επανενίσχυσης του μετώπου της εμπιστοσύνης με επικεφαλής τον διακεκριμένο καθηγητή, στηριζόμενος όπως άλλωστε και οι περισσότεροι σώφρονες συμπολίτες μας, παρά τις όποιες αστοχίες, στην μέχρι τότε υπεύθυνη επιστημονικά και κοινωνικά στάση του, που την επικαλούνταν για λόγους εγκυρότητας σε κάθε βήμα της η κυβέρνηση. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο. Στην αλλαγή στάσης του πρωθυπουργού και των συνεργατών του γιατί ο κ. Τσιόδρας έκανε κάτι που δεν ήταν ελεγχόμενο. Προφανώς η επιστημονική κοινότητα εισηγείται και η κυβέρνηση λαμβάνει τις αποφάσεις, αφού σταθμίσει όλα τα δεδομένα, κοινωνικά, οικονομικά, ακόμη και πολιτικά. Γιατί μόνο η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν τη συνολική και πανοπτική εικόνα.
Εδώ όμως φαίνεται ότι συμβαίνει κάτι διαφορετικό, που καθίσταται από ανησυχητικό έως και επικίνδυνο. Η ιδεοληπτική εμμονή των κυβερνώντων ενάντια στην ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών περί «ΕΣΥ πολυτελείας», «5.000 ΜΕΘ», «σπατάλης εκατομμυρίων» και δυστυχώς με την απάντηση-ερώτηση του ίδιου του πρωθυπουργού από το βήμα της βουλής αν υπάρχουν ενδείξεις για μεγαλύτερη θνητότητα των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ, που τις ανασκεύασε προσφάτως, καταδεικνύουν την πολιτική επιλογή. Κανείς δεν λέει -με ελάχιστες εξαιρέσεις λαϊκίστικης παραφωνίας-ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για τις ανθρώπινες ζωές των κατοίκων αυτής της χώρας. Ωστόσο, η κατάσταση έχει εμφανώς ξεφύγει όταν οι νεκροί συμπολίτες μας έχουν ξεπεράσει τους 20.000, ενώ τον Σεπτέμβριο ακούγαμε συγκρίσεις περί στρεμμάτων και φέρετρών…
Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός