Στην ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις επιμέρους περιόδους ανόδου της σοσιαλιστικής Αριστεράς στην Ευρώπη:
Την περίοδο διαμόρφωσης του εργατικού κινήματος κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, τον επαναστατικό αναβρασμό μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο του αντιφασισμού από το 1935 έως το 1950 και, τέλος, τον ευρωκομμουνισμό και την πτώση των δικτατοριών στη Νότια Ευρώπη.
Παρά τις ήττες και την κρίση των κινημάτων που ακολούθησαν, υποδηλώνεται ένα μοτίβο -που μπορεί να θεωρηθεί και κανόνας: Κάθε ανάκαμψη της σοσιαλιστικής Αριστεράς προϋπέθετε την ικανότητα να αντιληφθεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης περιόδου και να συσχετιστεί πολιτικά με αυτό.
Έτσι, ξεκινάω με την παρατήρηση ότι η σοσιαλιστική αριστερά σήμερα, τουλάχιστον στην Ευρώπη, στερείται ενός μεγάλου σχεδίου. Δεν μιλάω για ένα αφήγημα, αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάθε επιτυχημένο κοινωνικό κίνημα απαιτεί μια συνολική ερμηνεία του παρόντος. Αλλά μάλλον διεκδικώ ένα αναλυτικό σχήμα που επιτρέπει την ενσωμάτωση των διαφόρων πολιτικών και αγώνων σε ένα ουσιαστικό νοηματικό πλαίσιο.
Ένα από τα στρατηγικά «τυφλά σημεία» πολλών ριζοσπαστικών σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη έγκειται στην έλλειψη επίγνωσης του βαθμού στον οποίο οι εθνικές πολιτικές εξαρτώνται από τις υπερεθνικές ευρωπαϊκές διαδικασίες.
Είναι προφανές ότι μια συζήτηση σχετικά με τις εθνικές πολιτικές έναντι των πολιτικών ολοκλήρωσης δεν μπορεί να γίνει χωρίς ορισμένες βασικές παραδοχές.
Ομολογουμένως, το ζήτημα αυτό είναι πολύπλοκο. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πιθανή θεωρητική προσέγγιση, στην πράξη τα σοσιαλιστικά κόμματα λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο έθνους-κράτους, πράγμα που σημαίνει ότι ανταγωνίζονται με άλλες πολιτικές δυνάμεις για την κρατική εξουσία, κάτι, το οποίο συνεπάγεται ούτως ή άλλως την υπεράσπιση της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν όλη η κοινωνική και πολιτική πρόοδος που έχει επιτευχθεί στον τομέα του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών δικαιωμάτων έχει κερδηθεί και θεσμοθετηθεί σε εθνικό επίπεδο. Η κατάργησή της ή τουλάχιστον η ελαχιστοποίησή της έχει γίνει ο στόχος της ΕΕ, αν όχι από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, τουλάχιστον πιο πρόσφατα με τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να μετρήσουμε sine irae et studio[3], τι μπορεί να σημαίνει κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας πολιτισμικής κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, η έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης. Για να είμαι σαφής: το ερώτημα δεν είναι αν τα έθνη εξακολουθούν να έχουν σημασία -έχουν, απλώς και μόνο επειδή αντικειμενικά υπάρχουν. Το ερώτημα είναι μάλλον τι σημαίνει η αυτοδιάθεσή τους και πώς μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά και δημοκρατικά υπό τις τρέχουσες ιστορικές συνθήκες.
Πολιτική βούληση και ηγεμονία
Υπάρχει μια παράξενη αντίφαση. Σχετικά με το τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, οι περισσότεροι επιστήμονες καθώς και οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι συμφωνούν.
Αυτό που λείπει, ωστόσο, είναι η ικανότητα διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης να εφαρμοστούν οι πολιτικές για τις οποίες προφανώς όλοι συμφωνούν εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Προφανώς, αυτό ισχύει τόσο για το εθνικό όσο και για το διεθνές επίπεδο.
Φυσικά, υπερασπιζόμαστε τη φιλελεύθερη δημοκρατία απέναντι στην επίθεση της φασιστικής εθνικιστικής Δεξιάς. Ωστόσο, σε μια κατάσταση πρωτοφανούς κρίσης στην οποία απαιτείται συλλογική κοινωνική προσπάθεια, η φιλελεύθερη έννοια της δημοκρατίας που προβλέπει μόνο ατομικά δικαιώματα φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά της.
Η λαϊκή δημοκρατία που πραγματώνεται με την καθολική ψηφοφορία, η οποία δεν κερδήθηκε από τους φιλελεύθερους αλλά από το εργατικό κίνημα, πηγαίνει πέρα από τη φιλελεύθερη δημοκρατία, επιτρέποντας στις εργατικές τάξεις να εκφράσουν τα συλλογικά τους συμφέροντα και να αγωνιστούν για την ηγεμονία των στόχων και των αξιών τους.
Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία και η εθνική αυτοδιάθεση δεν μπορούν να μετρηθούν μόνο με αφηρημένους όρους συνταγματικού και διεθνούς δικαίου. Το μέτρο μας πρέπει να είναι ο βαθμός στον οποίο παρέχουν τα απαραίτητα μέσα και χώρους για τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής βούλησης, που ενσωματώνει μια κοινωνική συναίνεση, σχετικά με τις κατευθύνσεις και το περιεχόμενο του μετασχηματισμού.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, αυτό αφορά τόσο το εθνικό όσο και το ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις, που θα κατευθύνουν τις επενδύσεις σε νέες μορφές, θα αλλάξουν βαθιά τις σχέσεις διανομής και θα μεταβάλουν την ιδιοκτησιακή τάξη.
Και ακόμη και αυτό δεν είναι αρκετό. Αν οι κοινωνίες του Βορρά ήταν έτοιμες να συμμετάσχουν ειρηνικά στη διαδικασία του παγκόσμιου μετασχηματισμού, δεν θα έπρεπε μόνο να αλλάξουν τον τρόπο παραγωγής τους και τα καταναλωτικά τους πρότυπα. Θα έπρεπε επίσης να υιοθετήσουν την ιδέα μιας παγκόσμιας αναδιανομής των πόρων και των ευκαιριών ζωής. Αυτό θα απαιτήσει όχι μόνο κοινωνικοοικονομικές αλλαγές αλλά και μια σημαντική πολιτιστική και διανοητική προσαρμογή του πληθυσμού σε μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Συνεπώς, μιλάμε για πολιτική ηγεσία και πολιτισμική ηγεμονία.
Τι κοινό έχει η άνοδος της Κίνας με τη στρατιωτική ήττα της Δύσης στο Αφγανιστάν; Αν δεν κρίνουμε μέσα από τον φακό της ιδεολογίας, με τον οποίο εύκολα χάνει κανείς από τα μάτια του την πραγματική διαδικασία, και τα δύο είναι η απόδειξη ότι ο παγκόσμιος μετασχηματισμός βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Και ότι το ερώτημα, επίσης, για τη σοσιαλιστική Αριστερά είναι πώς σχετίζεται με αυτόν.
Η άνοδος της Κίνας δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επεισόδιο στον κύκλο της ανόδου και της πτώσης των αυτοκρατοριών. Μάλλον αποδεικνύει ότι η διαδικασία της αποαποικιοποίησης, που διακόπηκε στη δεκαετία του 1990, έχει κερδίσει και πάλι έδαφος, οδηγώντας στο τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας του δυτικού ιμπεριαλισμού, ανεξάρτητα από το αν αρέσει σε κάποιον η ιδεολογική μορφή ή η πολιτική ηγεσία που παίρνει αυτή η διαδικασία σε διάφορες χώρες και περιοχές.
Αν αυτή η διάγνωση είναι κοντά στην αλήθεια, η σοσιαλιστική αριστερά, δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε αιτήματα και προγράμματα δράσης για την προστασία των λαϊκών τάξεων από το να πέσουν θύματα του παγκόσμιου μετασχηματισμού. Χρειάζεται, επιπλέον αυτού, ένα πολιτικό όραμα για το πώς η Ευρώπη θα μπορούσε να αναλάβει πρωταγωνιστικό και εποικοδομητικό ρόλο σε αυτόν.
Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ειλικρινά ότι οποιοδήποτε κράτος-μέλος της ΕΕ είναι ικανό να αντιμετωπίσει μόνο του αυτή την πρόκληση, καθώς ακόμη και τα μεγαλύτερα από αυτά είναι μόνο χώρες μεσαίου μεγέθους σε σύγκριση με την Κίνα, την Ινδία, τις ΗΠΑ, το Πακιστάν, την Ινδονησία ή τη Νιγηρία.
Έτσι, το μοντέλο του αυτόνομου εθνικού κράτους παραπέμπει μόνο στην ψευδοεναλλακτική λύση που προτάσσουν οι εθνικιστές και οι δεξιοί λαϊκιστές. Σοβαρότερο είναι το ερώτημα αν η σοσιαλιστική Αριστερά μπορεί να στηριχθεί στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων μέσω διακυβερνητικής συνεργασίας, η οποία εξακολουθεί να είναι το κέντρο βάρους στη θεσμική λογική της ΕΕ.
Έχει αποδώσει αυτό το σύστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Προφανώς όχι. Μάλλον αποκάλυψε τις έντονες αντιφάσεις των Συνθηκών της ΕΕ, οι οποίες αναθέτουν την κοινωνική πολιτική και την πολιτική υγείας στα εθνικά κράτη, ενώ τους έχουν επιβάλει οικονομική λιτότητα μετά την κατάρρευση του 2007.
Η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης την άνοιξη του 2020 ήταν αναγκαία και λογική. Ωστόσο, η εκ νέου ενεργοποίησή του το 2024 κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την οικονομική ανάκαμψη. Ο πιθανός συμβιβασμός μεταξύ της νέας γερμανικής κυβέρνησης υπό τον Scholz και του Γάλλου προέδρου Macron για την εξαίρεση των πράσινων δημόσιων επενδύσεων από τους περιορισμούς του Δημοσιονομικού Συμφώνου, αν υλοποιηθεί, αποδεικνύει τόσο την πραγματιστική ικανότητα μάθησης του συστήματος όσο και την αναγκαιότητα της θεμελιώδους αλλαγής του. Διαφορετικά, το θηρίο της λιτότητας θα πέσει σε χειμερία νάρκη στη σπηλιά του.
Επιπλέον, η πρόβλεψη για μη επιστρεπτέες μεταβιβάσεις προς τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση και η μερική χρηματοδότησή της μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού ήταν καλές κινήσεις. Ωστόσο, ενόψει των διαστάσεων των μελλοντικών προβλημάτων, η ΕΕ απέχει ακόμη πολύ από αυτό που ο σημερινός Γερμανός καγκελάριος, τότε υπουργός Οικονομικών, αποκάλεσε «Χαμιλτόνεια στιγμή»[4].
Αποδόμηση των φιλελεύθερων μύθων
Αν λοιπόν το μοντέλο των αυτόνομων εθνικών κρατών δεν ήταν ρεαλιστικό και αν, όπως αποδείχθηκε, η διακυβερνητική μέθοδος της σημερινής ΕΕ δεν απέδωσε, ποια πρόσθετη επιλογή θα ήταν διαθέσιμη;
Για να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, είναι σημαντικό να αποδομήσουμε μερικούς φιλελεύθερους μύθους.
Ο πρώτος μύθος είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Τι θα έπρεπε να είναι αυτό; Θα μπορούσε η ΕΕ να αυτοανακηρυχθεί σε δημοκρατία και να προσπαθήσει να επεκταθεί προς τα ανατολικά, αναζητώντας τα τελευταία της σύνορα στα Ουράλια; Τουλάχιστον, μετά τη σειρά των αποτυχιών -την Υπερδνειστερία, την Γεωργία, την Ουκρανία- και τις αυξανόμενες και πάλι εντάσεις στη Βοσνία, θα έπρεπε να γνωρίζουμε καλύτερα.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ασφάλεια και η ειρήνη στην Ευρώπη μπορούν να επιτευχθούν μόνο σε συνύπαρξη με τη Ρωσία. Από την οπτική γωνία των ΗΠΑ, αυτό μπορεί να μην αποτελεί ζήτημα πρωταρχικής σημασίας. Από την ευρωπαϊκή οπτική είναι. Αυτό σημαίνει ότι μια πραγματική στρατηγική αυτονομία χρειάζεται μια αρχιτεκτονική ασφαλείας χειραφετημένη από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που να περιλαμβάνει τόσο κράτη-μέλη της ΕΕ όσο και κράτη που για το προβλέψιμο μέλλον δεν θα γίνουν μέλη αυτής.
Ως εκ τούτου, πανευρωπαϊκά πλαίσια, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στα οποία ανήκουν όλα τα κράτη της ηπείρου και τα οποία έχουν επισκιαστεί στη δημόσια συνείδηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξακολουθούν να είναι σημαντικά, όπως και περιφερειακά όργανα όπως το Σκανδιναβικό Συμβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Δούναβη, η οποία συγκεντρώνει τα έντεκα παραποτάμια κράτη του Δούναβη.
Το να αναγνωρίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρώπη είναι διαφορετικά πράγματα δεν είναι μόνο θέμα πραγματικής πολιτικής, αλλά θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη διόρθωση της μεροληπτικής αντίληψης για την ολοκλήρωση.
Ας φανταστούμε ότι τα κράτη μέλη του ΟΑΣΕ θα μπορούσαν να συνάψουν μια συμφωνία για τη μετατροπή της Ευρώπης σε μια ζώνη ελεύθερη από πυρηνικά όπλα, όπως είναι η Λατινική Αμερική. Δεν θα ήταν αυτό μια τεράστια ώθηση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και δεν αξίζει να αγωνιστούμε γι' αυτό;
Για το λόγο αυτό, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια μονοσήμαντη λύση υπό την αιγίδα της ΕΕ, αλλά απαιτεί ένα πολύπλοκο σύστημα οργανισμών και θεσμών με μεταβλητή σύνθεση και στόχους.
Δεύτερος μύθος που πρέπει να αντιμετωπιστεί: Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω στα συντρίμμια των εθνικών κρατών!
Γιατί θα έπρεπε να είναι έτσι; Η σοσιαλιστική αριστερά αναγνώριζε πάντα την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης. Αυτό συνεπάγεται επίσης την αποδοχή των διαφορετικών οπτικών και σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που θα μπορούσε να είναι μια πιθανή πορεία, για παράδειγμα για τη Νορβηγία, λόγω των εντατικών εμπορικών δεσμών της με το Ηνωμένο Βασίλειο και του πλούτου των φυσικών της πόρων, δεν είναι απαραίτητα εφαρμόσιμο στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση του δικαιώματος παραμονής εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ακόμη και της αποχώρησης από αυτήν, από μια προοδευτική διεθνιστική θέση, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να αγωνιστούμε για την καταστροφή της ΕΕ. Θα μπορούσε ακόμη και να συγκλίνει με τον αγώνα για δημοκρατική αλλαγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα κενό σημαίνον
Η εθνική αυτοδιάθεση αυτή καθαυτή δεν είναι παρά ένα κενό σημαίνον, χρήσιμο ακόμη και για την εθνικιστική Δεξιά, αν δεν εντάσσεται σε μια ρεαλιστική θεώρηση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων εξουσίας. Το ίδιο δικαίωμα, όταν διεκδικείται για τη Δανία είναι ποιοτικά εντελώς διαφορετικό από ό,τι για τη Γαλλία. Το «Πρώτα η Αυστρία», μπορεί να θεωρηθεί αστείο, ενώ το «Πρώτα η Γερμανία» θα ήταν εφιάλτης, πολύ περισσότερο που ιστορικά το ένα συνέπεσε με το άλλο.
Όσον αφορά την πραγματική πολιτική, παρά την ανάπτυξη των αποσυνθετικών τάσεων, η άτακτη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα απίθανο σενάριο, τουλάχιστον υπό συνθήκες ειρήνης.
Πιο πιθανή και σε κάποιο βαθμό ήδη πραγματική είναι η συνεχής παράλυση των θεσμών που αποδεικνύονται όλο και πιο ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τα επείγοντα κοινωνικά, οικολογικά και υγειονομικά προβλήματα που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκρουσιακή συζήτηση για την υπεροχή ή την υποταγή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού συνταγματικού δικαίου, η οποία διεξάγεται επί του παρόντος στις περιπτώσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, έχει καταστεί κύριο ζήτημα όσον αφορά το μέλλον της ολοκλήρωσης.
Χωρίς την παραμικρή συμπάθεια για τις δύο δεξιές κυβερνήσεις, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι ο Πολωνός πρωθυπουργός Mateusz Morawietzki είχε δίκιο στην ομιλία του στο Στρασβούργο, στις 19 Οκτωβρίου, όταν υπαινίχθηκε την ultra vires[5] απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου από τον περασμένο Μάρτιο. Σε αυτήν το δικαστήριο έκανε δεκτή την καταγγελία ενός πολιτικού του AfD κατά του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων του Δημοσίου (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και απέκτησε το δικαίωμα να κρίνει τη νομιμότητα και την επάρκεια των πολιτικών που εκτελούνται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Και λοιπόν; Εξαρτάται η υπεροχή και η υποταγή έναντι του εθνικού δικαίου από το ποια ζητήματα αντιμετωπίζονται ή ισχύει η παροιμία: Quod licet Jovi not licet bovi;[6] Και μπορεί μια ένωση κρατών στον 21ο αιώνα να οικοδομηθεί πάνω σε τέτοιες προϋποθέσεις;
Σε μια τέτοια τεταμένη κατάσταση, η σοσιαλιστική Αριστερά κινδυνεύει να καταλήξει σε ένα σενάριο ήττας σε κάθε εκδοχή (lose-lose). Ενώ μια διάσπαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αναζωογονούσε αναπόφευκτα τους παραδοσιακούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που έχουν ποτίσει με αίμα το ευρωπαϊκό έδαφος, η παράλυση του θεσμού θα τροφοδοτούσε την εθνικιστική λαϊκιστική δεξιά.
Για να σκεφτούμε λογικά πάνω σε αυτό, πρέπει να αποδομήσουμε έναν τρίτο μύθο: ότι το μοντέλο της ευρωπαϊκής ενοποίησης των Monet, Schuman, De Gasperi[7] είχε σκοπό να ενώσει την Ευρώπη. Εδώ γίνεται εσφαλμένα επίκληση του Spinelli[8]. Όποιος διαβάσει το Μανιφέστο του Ventotene μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι συντάκτες του δεν ήταν μόνο μια ομοσπονδιακή, αλλά και μια σοσιαλιστική Ευρώπη -κάτι που το 1941, την εποχή της συγγραφής του, ήταν μια τολμηρή αλλά καθόλου εξωπραγματική ιδέα.
Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία έθεσε τις γερμανικές και γαλλικές χαλυβουργίες υπό κοινή διοίκηση, δεν είχε ως στόχο την ένωση αλλά τη διάσπαση της Ευρώπης για να περιορίσει τον σοσιαλισμό στην Ανατολή και να σώσει τον καπιταλισμό στη Δύση, γι' αυτό και συνδέεται ιστορικά με τη διαίρεση της Γερμανίας και την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Αν, σύμφωνα με την επιθυμία των ΗΠΑ, ο γαλλογερμανικός ανταγωνισμός έπρεπε να διαλυθεί, περιοχές που αποτέλεσαν πεδίο της μακραίωνης αντιπαλότητάς τους, δηλαδή οι χώρες του Benelux και η Ιταλία, έπρεπε να συμπεριληφθούν. Αυτός είναι ο πεζός τρόπος με τον οποίο συγκεντρώθηκαν οι έξι.
Όταν ο Spinelli, 35 χρόνια αργότερα, συνέταξε το σχέδιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποδέχθηκε αυτή την κατάσταση και μετατόπισε το επίκεντρο στην αναδυόμενη σύγκρουση μεταξύ της ριζοσπαστικής οικονομίας της αγοράς και του κοινωνικά και πολιτικά ενσωματωμένου καπιταλισμού. Παρ' όλα αυτά και παρ' όλο το νερό που χρειάστηκε να ρίξει στο κρασί, για να συγκεντρώσει την πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο, το σχέδιό του περιείχε μια επαναστατική αρχή, καθώς παραχωρούσε στο ελεύθερα εκλεγμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα να προτείνει τροποποιήσεις στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη ή ακόμη και τη συνολική μεταρρύθμισή της.
Γνωρίζουμε ότι η πρωτοβουλία αυτή ηττήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν, προς απογοήτευση του Spinelli, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία άνοιξε τον δρόμο στον μετέπειτα νεοφιλελευθερισμό, περισσότερο σκληρό μετά τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνα.
Δημοκρατία και εθνικότητα
Η σημερινή ΕΕ εμφανίζεται ως ένα παράξενο υβρίδιο: από τη μια πλευρά, είναι μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών με κοινό νόμισμα, σε συνδυασμό με ένα δικαστήριο και μια γραφειοκρατία στην υπηρεσία της. Και από την άλλη, διαθέτει ένα κοινοβούλιο, το οποίο εξακολουθεί να είναι αδύναμο, καθώς δεν διαθέτει την εξουσία ούτε να ρυθμίζει τις αγορές ούτε να ελέγχει τη γραφειοκρατία.
Αυτό το σύστημα επιμερισμού της νομοθετικής αρμοδιότητας μεταξύ ενός οργάνου που αποτελείται από κυβερνητικά στελέχη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και ενός Κοινοβουλίου χωρίς δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας και χωρίς δημοσιονομικό προνόμιο[9], δεν μοιάζει με ένα κλασικό σύστημα δύο σωμάτων, αλλά μάλλον με μια πεφωτισμένη απολυταρχία.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε επανίδρυση της Ευρώπης στη βάση ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού οράματος απαιτεί κατ' αρχάς να καταστεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το κέντρο λήψης αποφάσεων για τις υποθέσεις για τις οποίες η ΕΕ έχει αρμοδιότητα. Σε αυτό, ρόλο-κλειδί θα παίξει η παρέμβαση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό έχει επίσης βραχυπρόθεσμες πρακτικές επιπτώσεις. Ενώ τα επιμέρους εθνικά κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς θα πρέπει να ενισχύσουν την ορατότητα του κόμματος-ομπρέλας τους[10], το τελευταίο θα πρέπει να διεκδικήσει το δικαίωμα των ευρωπαϊκών κομμάτων να καταρτίζουν ενιαίες λίστες στις εκλογές του Ευρωκοινοβουλίου.
Η Ευρώπη σε καμία περίπτωση δεν έχει τελειώσει με το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα», του οποίου ένδειξη αποτελούν οι αυξανόμενοι εθνικισμοί. Αντιθέτως, καθώς η κρίση έχει ενταθεί, οι εθνικισμοί γίνονται όλο και περισσότερο η οθόνη στην οποία προβάλλονται τα κοινωνικά προβλήματα. Αυτό δεν αφορά μόνο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αλλά και τη συνοχή των επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών.
Μπορεί κανείς να μάθει από τον Αυστρομαρξισμό, ιδιαίτερα από τον Otto Bauer, ότι ο εθνικισμός δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με αφηρημένες εκκλήσεις σε μια διεθνή ταξική συνείδηση, την οποία πρέπει να καλλιεργήσουμε και στη συνέχεια να υπερασπιζόμαστε σε κάθε περίσταση, αλλά μόνο με έναν ριζικό εκδημοκρατισμό των εθνικών σχέσεων που βασίζεται στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Αυτό απαιτεί πρώτα μια αποτελεσματική και σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών θεσμών.
Οι εθνικές σχέσεις περιπλέκονται από το γεγονός ότι δεν αντικατοπτρίζονται επαρκώς στο σημερινό σχήμα των κρατών και της ΕΕ. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τους λαούς που ζητούν την αυτοδιάθεσή τους εντός των υφιστάμενων κρατών, αλλά και για τις νέες εθνοτικές μειονότητες που προέκυψαν λόγω της μετανάστευσης, οι οποίες κατανέμονται σε διάφορα κράτη και σχηματίζουν μεγαλύτερους πληθυσμούς από εκείνους των μικρότερων κρατών-μελών της ΕΕ. Και αυτό εγείρει το ζήτημα της πολιτιστικής, θρησκευτικής και εθνικής εκπροσώπησης αυτών των μειονοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το οποίο αν δεν αντιμετωπιστεί πολιτικά θα γίνει πύλη εισόδου για την ακροδεξιά, καθώς και για τους θρησκευτικούς και ηθικούς φονταμενταλισμούς.
Η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής στην Ιρλανδία[11], που τώρα υπονομεύεται από το Brexit, απέδειξε τη χρησιμότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου για την επίτευξη συμφωνιών σε εθνικά θέματα.
Ως εκ τούτου, το πρόβλημα είναι ότι η δημοκρατική ολοκλήρωση, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποτροπή της μετατροπής των κοινωνικών αντιφάσεων σε εθνικές, δεν εξαντλείται στην επίτευξη της καθολικής ψηφοφορίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Απαιτεί επίσης την εκπροσώπηση των λαών και των εθνών ως υποκειμένων δικαίου, η οποία συνήθως υλοποιείται σε ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα[12].
Εδώ και πάλι, ακόμα και από μία εθνική οπτική, η κατάργηση της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων αποδεικνύεται το μεγαλύτερο εμπόδιο τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την ολοκλήρωση.
Η κρίση που έχει κυριεύσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εκτείνεται από την υγειονομική περίθαλψη μέχρι την οικολογία, από τη βιομηχανική πολιτική μέχρι τα συστήματα κοινωνικής πολιτικής. Μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο στην πολυπλοκότητά της. Ο πυρήνας της, ωστόσο, είναι πολιτικός!
Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα είναι σε ποιο πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο οι ευρωπαϊκοί λαοί θέλουν να αποφασίσουν για το μέλλον τους.
Αν η σοσιαλιστική αριστερά δεν θέλει να γίνει η ίδια θύμα, πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ερώτημα.
[1] Το άρθρο περιλαμβάνεται στο Τεύχος #3 της διαδικτυακής περιοδικής έκδοσης για τις διεθνείς τάσεις του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς «Με ευρυγώνιο φακό» (Δεκέμβριος 2021) - https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-3-dekemvrios-2021/. Μετάφραση από τα αγγλικά Δανάη Κολτσίδα.
[2] Ο Βάλτερ Μπάιερ (Walter Baier) είναι οικονομολόγος με έδρα τη Βιέννη. Υπήρξε πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστρίας (KPÖ) από το 1994 ως το 2006. Ήταν συντάκτης της αυστριακής εβδομαδιαίας εφημερίδας Volksstimme και από το 2007 ως το 2020 διετέλεσε Πολιτικός Συντονιστής του δικτύου transform! europe, του οποίου παραμένει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και μέλος της συντακτικής επιτροπής της Επετηρίδας του.
[3] [ΣτΜ] Λατινική φράση, που σημαίνει «χωρίς οργή και προκατάληψη».
[4] [ΣτΜ] Η αναφορά γίνεται στον Alexander Hamilton (1755-1804), τον πρώτο Υπουργό Οικονομικών (Secretary of the Treasury). O Hamilton ήταν ο εμπνευστής -παρά τις αντιθέσεις που υπήρξαν, τα επιχειρήματα των οποίων δεν διαφέρουν πολύ από όσα ακούστηκαν και στη σημερινή εποχή στην ΕΕ- της συμφωνίας που επέτρεψε στη νεοσύστατη τότε ομοσπονδιακή Κυβέρνηση των ΗΠΑ να αναλάβει τα χρέη που είχε συσσωρεύσει στις πρώην αποικίες ο πόλεμος της ανεξαρτησίας και να τα μετατρέψει σε κοινές υποχρεώσεις της ομοσπονδιακής ένωσης. Αυτή η κίνηση θεωρείται ως ένα αποφασιστικό βήμα προς την ενοποίηση της νέας τότε ομοσπονδίας και προς τη δημιουργία του αμερικανικού συστήματος διακυβέρνησης.
[5] [ΣτΜ] Λατινική φράση που σημαίνει «εκτός εξουσίας» και αναφέρεται στην πέραν των ορίων της νομικής εξουσίας κάποιου οργάνου πράξη. Εν προκειμένω, το βασικό επιχείρημα της προσφυγής εναντίον του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων του Δημοσίου (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας -το οποίο δέχτηκε το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στην πλέον απόφασή του (2020)- ήταν ότι με αυτό η ΕΚΤ υπερέβη τα όρια της εξουσίας της, τα όρια δηλαδή των αρμοδιοτήτων που κατ’ αρχήν ανήκουν στα κυρίαρχα εθνικά κράτη και που μεταβιβάστηκαν στην ΕΕ από το Γερμανικό Κοινοβούλιο. Επομένως, το Πρόγραμμα αυτό ήταν μια “ultra vires” πράξη της ΕΚΤ που παραβίαζε την αρχή της δημοκρατίας σύμφωνα με το γερμανικό Σύνταγμα, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στο γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητά της. Βλ. αναλυτικά την απόφαση (στα αγγλικά) εδώ: https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/EN/2020/05/rs20200505_2bvr085915en.html;jsessionid=5236EFE36B8582F3A09D358CAA571BEC.1_cid377
[6] [ΣτΜ] Λατινική φράση που σημαίνει «Ό,τι είναι επιτρεπτό για τον Δία, μπορεί να μην είναι επιτρεπτό για τον ταύρο». Εδώ χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα για να υπογραμμίσει ότι η έκταση των δικαιωμάτων των κρατών-μελών της ΕΕ δεν μπορεί να διαφοροποιείται με βάση το για ποιο κράτος μιλάμε. Άρα, το ερώτημα της υπεροχής ή της υποταγής του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού συνταγματικού δικαίου θα πρέπει να απαντηθεί με τον ίδιο τρόπο είτε πρόκειται για τη Γερμανία είτε πρόκειται για την Πολωνία ή την Ουγγαρία.
[7] [ΣτΜ] Τρεις από τις προσωπικότητες που θεωρούνται παραδοσιακά «ιδρυτικοί πατέρες» της ΕΕ. Ο Jean Monet (1888-1979) υπήρξε πολιτικός και οικονομικός σύμβουλος και διπλωμάτης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Διακήρυξη Schuman του 1950, ένα ορόσημο στη γαλλο-γερμανική προσέγγιση μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα -προγόνου της σημερινής ΕΕ- της οποίας υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος. Ο Robert Schuman (1886-1963) τόσο από τη θέση του πρωθυπουργού όσο και από αυτή του υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας (υπό την οποία διαμόρφωσε και την παραπάνω γαλλογερμανική συμφωνία του 1950) έπαιξε κομβικό ρόλο στην οικοδόμηση της μεταπολεμικής Ευρώπης, αλλά και της διατλαντικής συνεργασίας και του ΝΑΤΟ. Ο Alcide De Gasperi (1881-1954) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας από το 1945 ως το 1953 και έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στη μετάβαση της χώρας του στο μεταπολεμικό καθεστώς, αλλά και στην οικοδόμηση της σημερινής ΕΕ.
[8] [ΣτΜ] Ο Altiero Spinelli (1907-1986) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος και της ιταλικής αντίστασης στο φασισμό, γνωστός για τις απόψεις του υπέρ μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας και θεωρείται επίσης ένας από τους «ιδρυτικούς πατέρες» της ΕΕ. Υπήρξε ο βασικός συγγραφέας, μαζί με άλλους Ιταλούς αντιφασίστες κρατούμενους, όπως ο Ernesto Rossi, του Μανιφέστο του Ventotene του 1941 (που ονομάστηκε έτσι από το νησί όπου κρατούνταν κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), υπέρ μιας ελεύθερης και ενωμένης Ευρώπης. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωκοινοβουλίου, το κεντρικό κτίριο του οποίου στις Βρυξέλλες φέρει το όνομά του.
[9] [ΣτΜ] Με τον όρο «δημοσιονομικό προνόμιο» (στο πρωτότυπο “budget prerogative”) νοείται η αποκλειστική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου – συνήθης στα περισσότερα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη – να εγκρίνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
[10] [ΣτΜ] Εννοείται το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς – Party of the European Left.
[11] [ΣτΜ] Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής ή Συμφωνία του Μπέλφαστ υπογράφηκε στις 10 Απριλίου 1998 και αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα στην ειρήνευση στη Βόρεια Ιρλανδία, διαμορφώνοντας το ισχύον καθεστώς διακυβέρνησής της, διαμορφώνοντας σειρά θεσμών μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Εγκρίθηκε με δημοψήφισμα στη Βόρεια Ιρλανδία και στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τέθηκε σε ισχύ από τον Δεκέμβριο του 1999.
[12] [ΣτΜ] Εδώ υπονοείται μια δομή ανάλογη των ομοσπονδιακών κρατών, όπου στην «πάνω Βουλή» (Γερουσία) εκπροσωπούνται τα ομόσπονδα κρατίδια και στην «κάτω Βουλή» (Κοινοβούλιο) το σύνολο του λαού μέσω της ενιαίας καθολικής ψηφοφορίας. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας, αντί της σημερινής εκπροσώπησης των κρατών σε διακυβερνητικό επίπεδο, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκρίνει μια εκπροσώπηση των λαών και εθνών σε ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα.