Opinions

Κώστας Καρβουναρίδης: Αποχαιρετισμός στην μπάρα…

«Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορώ να δώσω στην πατρίδα μου, αυτό που της αξίζει». Λόγια απλά, ξεκάθαρα. Όλα τα υπόλοιπα, τα εκ των υστέρων, του υφυπουργού και του Δήμα δε μετράνε πια. Ο Θόδωρος Ιακωβίδης πήγε μόνος του, γυρίζει μόνος του και κάνει το λογαριασμό. Θα τον πληρώσει ο ίδιος, όπως πάντα

Μετά το τέλος της τελευταίας προσπάθειάς του, χαϊδεύει την μπάρα, κάνει το σταυρό του, σκύβει και φυλάει το «πλατό». Ύστερα, σηκώνεται, ρίχνει μία ακόμα φευγαλέα ματιά στην μπάρα, σα να την αποχαιρετάει για τελευταία φορά, και βγαίνει από την αίθουσα. Όσοι ήξεραν κατάλαβαν. Όσοι δεν ήξεραν, ως συνήθως, έπεσαν από τα σύννεφα.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο Θεόδωρος Ιακωβίδης είναι το πρόσωπο των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκυο. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του και τη θέση του στην τελική κατάταξη. «Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορώ να δώσω στην πατρίδα μου, αυτό που της αξίζει». Λόγια απλά, ξεκάθαρα. Όλα τα υπόλοιπα, τα εκ των υστέρων, του Υφυπουργού και του Δήμα δε μετράνε πια. Πήγε μόνος του, γυρίζει μόνος του και κάνει το λογαριασμό. Θα τον πληρώσει ο ίδιος, όπως πάντα. Θα του στοιχίσει να εγκαταλείψει τη μεγάλη του αγάπη: την Άρση Βαρών.

Ιδέες εγκατάλειψης είχαν μπει στο μυαλό και του Στέφανου Ντούσκου. Το όνειρό του, που πραγματοποιήθηκε θα είχε μείνει απραγματοποίητο, αν δεν υπήρχε η μάνα του να τον πείσει, να μην εγκαταλείψει. Ο Ντούσκος κατάγεται από τα Γιάννενα. Το 2004, η επίσημη Πολιτεία, αντί να κάνει την κωπηλασία στη Λίμνη των Ιωαννίνων, δίνοντας στην τοπική κοινωνία σύγχρονες εγκαταστάσεις, προτίμησε να το κάνει στο Σχοινιά. Παρόλο που όλοι γνωρίζουν ότι οι ιδανικές συνθήκες για κωπηλασία είναι σε λίμνη και όχι στη θάλασσα. Παρόλ’ αυτά οι άνθρωποι της κωπηλασίας τα κατάφεραν. Διακρίθηκαν και στο Τόκυο και στους προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο Τόκυο ήρθε το χρυσό! Η μάνα του Ντούσκου, παρά το μεθύσι της χαράς της, δήλωσε ξεκάθαρα: «Είμαι περήφανη για όλα τα παιδιά κι ας μην πήραν μετάλλιο. Γιατί ξέρω τί πέρασαν, για να φτάσουν ως εδώ».

Η Ελισάβετ Τελτσίδου, 7η στο Τζούντο, σε δηλώσεις που έκανε στο «RealFM», δήλωσε: «Οι Έλληνες αθλητές έχουν ψυχή, όμως στην Ελλάδα δεν προσέχουν όσο πρέπει τον αθλητισμό!». Η ίδια πριν από δύο χρόνια, είχε δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι οι συνθήκες που επικρατούν στο τζούντο την οδηγούν να εγκαταλείψει το άθλημα.

Όλοι οι αθλητές, για να πετύχουν παλεύουν με τον εαυτό τους. Οι δικοί μας παλεύουν με τον εαυτό τους και με την ιδέα της εγκατάλειψης. Μία ιδέα, που δεν αφορά στο φόβο της αποτυχίας, που είναι μέρος του… αγώνα, αλλά στην αγάπη τους για το άθλημα και την αδυναμία να το ασκήσουν, όπως πρέπει.

Και αυτό δεν αφορά μόνο αυτούς που τα φέρνουν δύσκολα και δεν μπορούν. Αφορά και αυτούς που έχουν την άνεση και μπορούν. Ο Τσιτσιπάς και η Σάκκαρη έγιναν κορυφαίοι στον κόσμο επειδή οι οικογένειές τους είχαν τα μέσα… Κάτι ανάλογο ισχύει για την Κατερίνα Στεφανίδη, που έφτασε στην κορυφή των αιθέρων, επειδή μπόρεσε να πάει στις ΗΠΑ.

Το 1-1-4 και νυν 120 του αθλητισμού

Υπεύθυνοι για το σχεδιασμό του αθλητισμού στην Ελλάδα είναι το Υφυπουργείο Αθλητισμού, σε συνεργασία με τις Ομοσπονδίες. Επίσης, βάσει του καταστατικού της, την ευθύνη για την ολυμπιακή προετοιμασία έχει η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή. Μπορεί κάποιος να αναζητήσει και να βρει ένα σοβαρό πρόγραμμα ανάπτυξης του ελληνικού αθλητισμού και μία σοβαρή πρόταση για την ολυμπιακή προετοιμασία; Το μοναδικό που θα βρει είναι το πρόγραμμα της ΕΟΕ «Υιοθετείστε έναν αθλητή», με το οποίο καλούνται ιδιωτικές επιχειρήσεις να χρηματοδοτήσουν, ως χορηγοί, την προετοιμασία κάποιων αθλητών. Κατά τα άλλα, μας ενοχλεί που ο Τσιτσιπάς και η Σάκκαρη είχαν φανέλα με το σήμα του χορηγού και όχι με το εθνόσημο.

Επιπλέον, αισθάνονται προσωπική ευθύνη, για τη σημερινή κατάντια άνθρωποι του αθλητισμού, από οποιονδήποτε πολιτικό χώρο, που στο παρελθόν ψήφισαν τα μνημόνια, στήριξαν ή στηρίζουν τη συγκεκριμένη πολιτική, σε σχέση με τον αθλητισμό;

Οι διακρίσεις του Ελληνικού αθλητισμού είναι σαν το τελευταίο άρθρο του Συντάγματος: επαφίενται στον πατριωτισμό των Ελλήνων αθλητών. Η τσέπη της πατρίδας, η οποία θα πιστωθεί το καμάρι και την περηφάνεια, παρέμεινε κλειστή. Άνοιξε μόνο για το ταξίδι των επισήμων στο Τόκυο.

Το κόστος του πρωταθλητισμού και η πίστωση των επιτυχιών

Ο Πρωταθλητισμός είναι, προσωπική επιλογή. Η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να καλλιεργεί τον αθλητισμό και όχι τον πρωταθλητισμό. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες τα μετάλλια και οι διακρίσεις απαιτούν καθημερινή αφοσίωση, επενδύσεις σε χρήματα και χρόνο. Το Ελληνικό Κράτος, Υφυπουργείο Αθλητισμού, ΓΓΑ, αλλά και η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, παρόλο που είναι υπεύθυνη για την ολυμπιακή προετοιμασία, έχουν δικαίωμα, για οποιονδήποτε λόγο (πχ. μνημόνια, άλλες προτεραιότητες) να μην στηρίξουν την ιδιωτική επιλογή του Ντούσκου, του Ιακωβίδη ή της Σάκκαρη.

Άλλες χώρες, στις οποίες θέλουμε να λέμε ότι μοιάζουμε, έχουν βρει την ισορροπία ανάμεσα στον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό. Για παράδειγμα ευνοούν το μαζικό αθλητισμό, αλλά έχουν βρε και συστήματα δημιουργίας και υποστήριξης αθλητών μεγάλων επιδόσεων, γιατί οι επιτυχίες αυτές αυξάνουν το διεθνές κύρος τους.

Το ελληνικό κράτος προφανώς δεν έχει παρόμοιο σχεδιασμό. Είναι επιλογή του. Μία επιλογή την οποία στηρίζουν και οι Έλληνες πολίτες με την ψήφο τους. Στη θεμιτή αυτή επιλογή, ωστόσο, το Κράτος πρέπει να είναι συνεπές. Από τη στιγμή που απέχει από τη στήριξη του πρωταθλητισμού, θα πρέπει, κατ’ αναλογία, να απέχει και από την, εκ των υστέρων, συμμετοχή στους πανηγυρισμούς. Όπως, δεν αναλαμβάνει το κόστος του πρωταθλητισμού, έτσι δε δικαιούται της πίστωσης των επιτυχιών.

Για ποια Ελλάδα, ρε…

Το 1992 η μεγάλη Βούλα Πατουλίδου, κόβει πρώτη το νήμα, στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να πει ήταν: «Νίκησα για την Ελλάδα».

Σήμερα, η Ελλάδα, δεν επιτρέπει στον Γιώργο Ιακωβίδη, να προσφέρει στην πατρίδα του, αυτά που της αξίζουν. Και ο Γιώργος και ο Στέφανος και ο Κρίστιαν και η Ελισάβετ, όπως και όλα τα παιδιά, τίμησαν την πατρίδα τους. Άλλοι με τη νίκη, άλλη με τη διάκριση, άλλη με τη συμμετοχή. Ωστόσο, τους πρώτους που σκέφτηκαν να ευχαριστήσουν ήταν η μαμά, ο μπαμπάς, οι θείοι, οι φίλοι και οι προπονητές τους. Κι αυτό, γιατί όσο και να ψάξουν, πίσω από την προσπάθειά τους κρύβεται πολλή λίγη από την επίσημη Ελλάδα. Και αν το 1992 το «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο», ήταν αυθόρμητο, σήμερα το πιο πιθανό είναι να ακουγόταν το «Για ποια Ελλάδα, ρε γαμώτο;».

Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές μάστερ αθλητικού δικαίου και μάνατζμεντ – Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών CIES– FIFA

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Δήμος Βερύκιος: Δίκη Βαλυράκη. Το φονικό!!!
Γιώργος Καπόπουλος: Γαλλία - ή το διαρκές δίλημμα
Chevron Right