Η ταινία «Don’t Look Up» (Μην Κοιτάς Πάνω) με πρωταγωνιστές διάσημους σταρ του Χόλιγουντ όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, η Μέριλ Στριπ και η Κέιτ Μπλάνσετ, Τζένιφερ Λόρενς, εκτός από τα πολλά εισιτήρια που κόβει έχει γίνει και «talk of the world» για τα μηνύματα που στέλνει.
Χωρίς να ασχοληθούμε με την ενσάρκωση των ρόλων και τη σκηνοθεσία που είναι αρίστως χολιγουντιανή και με υψηλά, λόγω των ηθοποιών, στάνταρντς, θα προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα νοήματα, με την παραδοχή ότι στα καλλιτεχνικά έργα η ερμηνείες είναι όσες και των ανθρώπων που τα έχουν δει, ακούσει ή παρακολουθήσει. Υπό αυτή την άποψη λοιπόν, κατ’ αρχήν του «Μην Κοιτάς Πάνω» είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία, αφού κανείς από όσους την έχουν δει δεν απέφυγε τον πειρασμό της κριτικής, και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και τα επίσημα ΜΜΕ, είτε στην Ελλάδα είτε διεθνώς, γεγονός που καταδεικνύει ότι η απήχηση ή ο αντίκτυπος ήταν μεγάλος.
Η ταινία, κατά την άποψή μας, αποτελεί μια προσπάθεια αφορισμού της διαπλοκής μεταξύ πολιτικού «λαϊκισμού» και ανάλγητης επιχειρηματικότητας που με την βοήθεια των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης μπορεί να καταστεί επικίνδυνη για το μέλλον του πλανήτη. Όπως είναι προφανές, φωτογραφίζει την περίοδο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), που ο πρώην πρόεδρος αγνοούσε επιδεικτικά και επιτηδευμένα τους πραγματικούς «κομήτες», αυτούς της πανδημίας, της κλιματικής κρίσης και φερόταν αντιανθρωπιστικά σε άλλους όπως αυτόν της μετανάστευσης. Το «νέο» κατεστημένο, που αποτυπώνει τον «τραμπισμό» προσπαθεί στην ταινία να απαξιώσει τους επιστήμονες και την ορθή-κοινή λογική, ενώ όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο, τους επιστρατεύει, αφού έχει την επιβεβαίωση των «αρίστων» του Χάρβαρντ -κάτι μας θυμίζει αυτό- κ.ο.κ., επειδή οι πρώτοι προέρχονται από το ταπεινό Μίσιγκαν. Επιπλέον, οι φωνές της λογικής που ακούγονται με πιο δυναμικό ή ακτιβίστικο τρόπο απομονώνονται και περιθωριοποιούνται με «κουκούλες», ενώ απαξιώνονται από ta social media γιατί δεν είναι αυτό που θέλουμε(;) να ακούσουμε.
Μέχρις εδώ και για τη δική μας αντίληψη των πραγμάτων, αφού οι fiction αποτυπώσεις δεν διαφέρουν από την πραγματικότητα που έζησαν οι ΗΠΑ επί Τραμπ και που ζει ακόμη μεγάλο μέρος του πλανήτη και θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλες παράμετροι, όπως τα εργασιακά ζητήματα, όλα καλά. Ωστόσο, η ταινία περνάει και κάποια μηνύματα που μάλλον αποδυναμώνουν αυτό που αρχικά παρουσιάζεται. Ξεκινώντας από το πιο επιμέρους είναι με τον τρόπο που εξελίσσεται το αφήγημα, δαιμονοποιείται η τεχνολογία ως κάτι κακό, αφού κουβαλάει μαζί της μύρια κακά που συνδέονται μόνο με την επικοινωνία. Οκ, κάποια στιγμή οι πρωταγωνιστές βροντοφωνάζουν για την αποδεδειγμένη ύπαρξη των ευρημάτων τους, αλλά αυτό χάνεται στον φόβο της καταστροφής, στον οποίο βέβαια έχουν επενδύσει οι κυβερνώντες.
Αλλά το πιο σημαντικό λανθάνον και αντιφατικό μήνυμα είναι ότι το σύνθημα των λαϊκιστών κυβερνώντων ««Don’t Look Up» ενώ θα έπρεπε να ταυτίζεται μόνο με την εμπιστοσύνη στην επιστήμη και τις μεθόδους της και ενάντια στην απληστία και την αναλγησία, βλέπουμε ξαφνικά την εμφάνιση της πίστης στη μεταφυσική της διάσταση, όταν ακόμη και αυτοί που δεν πιστεύουν καταφεύγουν πριν από την επικείμενη καταστροφή στη θρησκευτική προσευχή, που μάλλον θυμούνται από τα παιδικά τους χρόνια. Μια παράδοση της ζωής τους σε κάτι υπέρτερο που παρηγορεί πριν τη μετάβαση από το παρόν στο επέκεινα.
Τέλος, και για να μην κάνουμε άλλο «σπόιλερ» στην ταινία, δείτε τη γιατί είναι καλή τροφή για σκέψη σε σχέση με την ορθή λογική, τον λαϊκισμό, την εργαλειοποίηση της επιστήμης και γενικότερα τη στάση ζωής μας. Αυτό που εμάς μας έμεινε είναι μην σκύβουμε το κεφάλι -με αυτή την έννοια και ο μεταφορικός τίτλος μας «Don’t Look Down»-, αλλά να κοιτάμε κυρίως μπροστά…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός)