Έξι ευρήματα για την κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών
Τα τελευταία δυο χρόνια η οικονομική και κοινωνική ζωή έχει σημαδευτεί από την εν εξελίξει πανδημική κρίση. Το διάστημα αυτό η ελληνική κυβέρνηση έλαβε εκτεταμένα μέτρα για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών έναντι των ιδιαίτερα αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας. Παράλληλα, η μερική επιστροφή στην κανονικότητα από τον Μάιο του 2021 και μετά αποτέλεσε μια ελπιδοφόρο εξέλιξη,που όμως επισκιάστηκε από την εμφάνιση του πληθωρισμού που από το δεύτερο μισό του 2021 και μετά καλπάζει,κυρίως λόγω της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας.
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των ελληνικών νοικοκυριών,όπως προέκυψαν για το 2021 είναι αποκαλυπτικά για το πως εξελίχθηκε το εισόδημα και η διαβίωση τους το προηγούμενο έτος.
Έξι είναι κατά την άποψη μου τα σημαντικότερα ευρήματα της σχετικής έρευνας.
1. Η εισοδηματική διάρθρωση των νοικοκυριών βελτιώθηκε το 2021. Μειώθηκαν σημαντικά τα νοικοκυριά που ανήκουν στην χαμηλότερη εισοδηματικά κατηγορία (με ετήσιο εισόδημα έως 10.000€), ενώ αυξήθηκαν ελαφρώς τα νοικοκυριά που ανήκουν στις μεσαίες και υψηλότερες εισοδηματικά κατηγορίες. Γενικότερα από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι το εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 7% (μεσοσταθμικά).
2. Ωστόσο, η αύξηση αυτή εξανεμίστηκε από το κύμα ακρίβειας, καθώς οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 12% (μεσοσταθμικά).Το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού (20% το αντίστοιχο ποσοστό το 2020), το 52,8% για είδη διατροφής (26,2% το 2020), το 51,9% για θέρμανση (12,9% το 2020) και το 34,7% για υγεία και φάρμακα (26% το 2020).
3. Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών διευρύνθηκε. Το 31,6% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 25.000 € δήλωσε ότι το εισόδημα του μειώθηκε το 2021, έναντι μόλις του 6,9% που δήλωσε ότι αυξήθηκε. Στον αντίποδα το 20% των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, έναντι του 11,6% που δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε. Αξίζει να σημειωθεί πως με βάση τα στοιχεία της έρευνας μόλις 2 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000 €.
4. Η επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών δεν μεταβλήθηκε τόσο σε σχέση με το 2020 όσο και με το 2019. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός νοικοκυριών συνεχίζει να διαβιεί σε συνθήκες οικονομικής επισφάλειας, καθώς το μηνιαίο εισόδημα για περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά επαρκεί κατά μέσο όρο μόλις για 19 ημέρες. Ανάλογα είναι και τα ευρήματα για τη δυνατότητα αποταμίευσης των νοικοκυρών. Μόλις 2 στα 10 νοικοκυριά μπορούν να αποταμιεύσουν, που σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών έχει πολύ χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον.
5. Στα θετικά καταγράφεται η μείωση του ποσοστού των νοικοκυριών με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος (22,5% το 2021, έναντι 27,9% που ήταν το 2020). Ωστόσο, υψηλό και μάλιστα ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το 2020 καταγράφηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που το άνεργο μέλος του βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας (73% το 2021, έναντι 54,3% το 2020).
6. Τέλος, δυσοίωνες είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2022. Σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (45,1%) εκτιμά ότι το 2022 η οικονομική του κατάσταση θα χειροτερέψει, έναντι μόλις του 13,6% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί.
Ερμηνεύοντας τα παραπάνω ευρήματα φαίνεται ότι τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την στήριξη της οικονομίας και της απασχόλησης απέδωσαν. Το εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε και η ανεργία μειώθηκε. Η γενικότερη, ωστόσο, πολιτική οδηγεί σε διεύρυνση των ανισοτήτων. Επιπλέον, ο καλπάζων πληθωρισμός θέτει νέες προκλήσεις. Ήδη έχει εξουδετερώσει τα θετικά στοιχεία που πρόεκυψαν από την έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, προδιαγράφοντας μάλιστα ένα δυσοίωνο μέλλον. Με δεδομένο ότι περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά συνεχίζουν να διαβιούν υπό συνθήκες σχετικής φτώχειας η ανάγκη λήψης αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας λαμβάνει διαστάσεις άμεσης και επείγουσας προτεραιότητας.
(Ο Γιώργος Θανόπουλος είναι Επιστημονικό Στέλεχος ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ)