Αν ο διάσημος Άγγλος φιλόσοφος και νομικός των τελών του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου, ΤζέρεμιΜπένθαμ, έκανε ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο και αφού διάβαζε τις ειδήσεις στις αθηναϊκές εφημερίδες, στο ελληνικό διαδίκτυο και τις παρακολουθούσε στην ελληνική τηλεόραση ή τις άκουγε στους διαύλους του ελληνικού ραδιοφώνου, βρισκόταν στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ και διάβαζε στον τοίχο πάνω από το πάνελ των εκάστοτε ομιλητών την ρήση του «Η Δημοσίευσις είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης» («Publicityis the verysoul of justice») ή θα έσπευδε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για μήνυση κατά δυσφήμισής του ή θα έφευγε τρέχοντας από τη χώρα μην τον κατηγορήσουν για σκευωρία.
Δυστυχώς, εν έτει 2022 η κατάσταση στην ελληνική δημοσιογραφία και στη δημόσια σφαίρα μοιάζει να γίνεται πολύ χειρότερη από την εποχή του Μπένθαμ. Ο πλουραλισμός έχει αντικατασταθεί μονάχα από την επίκλησή του, που σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η κατάσταση εξοργίζει ακόμη και τον πιο νηφάλιο παρατηρητή. Προς επίρρωση των παραπάνω -και δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια- μια έρευνα του Media Freedom Rapid Response (MFRR), μια συνεργασία υπό το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, δείχνει ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός».
Τα συμπεράσματα της πολυσέλιδης μελέτης ανέδειξε και το Politico σχολιάζοντας χαρακτηριστικά ότι «η συστημική κρίση που πλήττει την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να “ελέγξει το μήνυμα” και να φιμώσει τις επικριτικές και αντίθετες φωνές», εγείροντας ακόμη μεγαλύτερες ανησυχίες αφού ο διεθνής έγκριτος δημοσιογραφικά ιστότοπος αποτελούσε το αγαπημένο ξένο μέσο πίεσης, λόγω της εγκυρότητάς του, του κυβερνώντος κόμματος προς την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έως τον Ιούλιο του 2019.
Και σαν να μην έφτανε μόνο το Politico ήρθαν και τα στοιχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που επιβεβαιώνουν με πίνακες και γραφήματα τα παραπάνω, καταδεικνύοντας την ποσοστιαία προτίμηση ανά κόμμα των τηλεοπτικών σταθμώνγια τα έτη 2018, 2019, 2020, όπου στον πρώτο ενάμιση χρόνο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει σχετική ισορροπία μεταξύ των κομμάτων του σύγχρονου δικομματισμού, ενώ τον υπόλοιπο ενάμιση χρόνο από τον σχηματισμό της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το «πλοίο» γέρνει τόσο πολύ που είναι πρακτικά αδύνατο να μην «μπάζει» νερά.
Επιπλέον, οι διώξεις δημοσιογράφων και εκδοτών, καθώς και ανεξιχνίαστα εγκλήματα κατά δημοσιογράφων, επιβαρύνουν την εικόνα της χώρας μας κατατάσσοντάς την στους ευρωπαϊκούς ουραγούς της ελευθερίας του τύπου και της ενημέρωσης. Θέση που δεν τιμά καθόλου ούτε κατά διάνοια ένα κράτος που θέλει να λέγεται σύγχρονο και ευρωπαϊκό, προκαλώντας ταυτόχρονα συγκρίσεις και ταυτίσεις με την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν ή άλλων ευρωπαϊκών κρατών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, που με τον ίδιο ζήλο θέλουν να «ελέγξουν» το «μήνυμα» που φτάνει στην κοινή γνώμη των χωρών τους.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τις σύγχρονες παθογένειες στην ενημέρωση, όπως την δυνατή παρουσία λόγω διαδικτύου των fake newsή των μη εξακριβωμένων ειδήσεων, την αντικατάσταση της ανάλυσης από τον όγκο της πληροφορίας, τη νόθα και λαϊκιστική ενημέρωση, όπως το ιδεόγραμμα νεκρού παιδιού που εμφάνισε σε τηλεοπτική εκπομπή του γνωστός δημοσιογράφος, την κυριαρχία των θέσεων επιδραστικών προσώπων(influencers)και της «αστυνομίας σκέψης» που έχει επιταθεί λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και της διαχρονικής ροπής των κοινωνιών στις συνωμοσιολογικές θεωρίες λόγω έλλειψης κριτικής σκέψης, τότε μόνο θα μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί βρισκόμαστε σε ελεύθερη πτώση.
Κι επειδή, όντως η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, πέρα από τη συνειδητοποίηση του εκλογικού σώματος της επικίνδυνης κατάστασης, να υπενθυμίσουμε τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία της περιόδου 2015-2019, όταν θα έπρεπε με σχέδιο και οργάνωση να αναβαθμιστεί το δημοκρατικό επίπεδο της ενημέρωσης. Να φτιαχτεί, δηλαδή, μια δημόσια τηλεόραση ανεξάρτητη και πλουραλιστική στα πρότυπα του BBC, να αδειοδοτηθούν τα τηλεοπτικά κανάλια με συνταγματικό τρόπο, πληρώνοντας το αντίτιμο της ενοικίασης δημόσιας συχνότητας και όχι με αυτό τον εκ του αποτελέσματος αποτυχημένο διαγωνισμό, που η νυν κυβέρνηση-κοίτα ποιος μιλάει- χρησιμοποιεί για να πλήξει την αξιωματική αντιπολίτευση.
Τέλος, η εκάστοτε κυβέρνηση μια δημοκρατικής πολιτείας οφείλει με διαφανή και αξιοκρατικό τρόπο, αποκλείοντας μέσα ενημέρωσης που εκβιάζουν ή μεταδίδουν αντιδημοκρατικές ιδέες, να στηρίξει τη λειτουργία των μέσων διαμέσου της κρατικής διαφήμισης, ενώ ταυτόχρονα οι φορείς και τα συνδικαλιστικά όργανα εκδοτών και δημοσιογράφων να ελέγχουν το χώρο τους και να εξασφαλίσουν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους, για να μπορέσουν με τη σειρά τους όλοι μαζί να ελέγξουν την εξουσία, που αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς του πάλαι ποτέ δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Για να είναι η δημοσίευση ψυχή της δικαιοσύνης πρέπει πρώτα να ξαναβρεί τη δική της ψυχή…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)