Θα αναβαθμίσει το ΝΑΤΟ την παρουσία του στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε σημείο που να θυμίζει την μαζική παρουσία συμμαχικών δυνάμεων στα σύνορα των δύο Γερμανικών Κρατών;
Το ερώτημα έχει περισσότερο πολιτική παρά επιχειρησιακή σημασία υπό την έννοια ότι η συμμετοχή των Μεγάλων της Ευρώπης – Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία – στην Νατοϊκή Πανστρατιά θα περιορίσει ακόμη περισσότερο το περιθώριο ελιγμών τους για μια διαφοροποίηση τους από τις ΗΠΑ σε σχέση με την Ρωσία.
Ο επιχειρησιακός αυτοματισμός έφθασε στο απόγειο του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν η εγκατάσταση των πυραύλων μεσαίου Βεληνεκούς Πέρσιγκ και Κρουζ πρόσδεσε εκ των πραγμάτων την Δυτική Γερμανία στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν και πάγωσε την δυναμική της Οστπολιτίκ που είχε ξεκινήσει ο Μπραντ το 1969.
Σήμερα οι αντιρρήσεις του Μακρόν και του Σολτς στην κλιμάκωση της ρητορικής πυγμής του Μπάιντεν απέναντι στη Ρωσία και τον Πούτιν δεν έχουν σε καμιά περίπτωση τη βαρύτητα και το αντίκρισμα που είχαν πριν από την 24η Φεβρουαρίου.
Τα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ψυχρού πολέμου συνέβαλλαν στο να ξεχασθεί η δυναμική του επιχειρησιακού αυτοματισμού του ΝΑΤΟ ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση συντονίζει ως αυτόματος πιλότος τους Ευρωπαίους συμμάχους με τις ΗΠΑ και στην χειρότερη οριοθετεί τις ιδιαίτερες εθνικές προτεραιότητες και ατζέντες των χωρών – μελών.
Στο Κρεμλίνο ήδη προσαρμόζονται στην νέα πραγματικότητα που υπαγορεύει χαμηλές αν όχι μηδενικές προσδοκίες για ουσιαστική διαφοροποίηση της Γαλλίας και της Γερμανίας από τις ΗΠΑ.
Μόνον μια φορά στα τριάντα χρόνια μεταξύ των δύο ψυχρών πολέμων υπήρξε δυναμική σύγκλισης Ρωσίας, Γαλλίας και Γερμανίας με ταυτόχρονη παράκαμψη των ΗΠΑ, την Άνοιξη του 2003, λίγο πριν από την εισβολή του Μπους υιού στο Ιράκ.
Τότε εγκαινιάσθηκαν τριμερείς Σύνοδοι Κορυφής που αποτέλεσαν ένα σκληρό μήνυμα στην Ουάσιγκτον ότι η αυτόματη συσπείρωση των συμμάχων της εποχής του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν πλέον δεδομένη.
Ακόμη όμως και στην διάρκεια της Γαλλογερμανικής ανταρσίας στην απόφαση των ΗΠΑ να εισβάλλουν στο Ιράκ υπήρξαν οι επιχειρησιακοί αυτοματισμοί που οριοθετούσαν την σύγκρουση καθώς ο εναέριος χώρος των δύο χωρών και η διανομή εμπιστευτικών πληροφοριών δεν διαταράχθηκαν από την πολιτική μετωπική σύγκρουση της Ουάσιγκτον με το Βερολίνο και το Παρίσι.
Εδώ εντοπίζεται και το πιο βαρύ τίμημα που καλείται να πληρώσει ο Πούτιν για την απόφασή του να εισβάλλει στην Ουκρανία, μια επιλογή που ανέστησε το κλινικά νεκρό ΝΑΤΟ για μα θυμηθούμε την απαξιωτική προσέγγιση του Μακρόν το καλοκαίρι του 2020 για την Ατλαντική Συμμαχία.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος)