Ενώ ο κόσμος συγκλονίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ελληνική κοινή γνώμη από τις αποκαλύψεις γύρω από την υπόθεση της Πάτρας και η κοινωνία από το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας, το πολιτικό σκηνικό αναδιατάσσεται και οι προσπάθειες των κομμάτων για καλύτερη θέση στην «pollposition» των επερχόμενων εθνικών εκλογών εντείνονται.
Το παιχνίδι το τελευταίο διάστημα έχει μεταφερθεί στο γήπεδο του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, αφού η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνωρίζοντας την ελεύθερη δημοσκοπική τους πτώση βολιδοσκοπούν το τρίτο κόμμα για την επόμενη μέρα της μη επίτευξης αυτοδυναμίας. Με αυτό το «αντίπαλο» πολιτικό πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία πηγαίνει, επιτέλους, στο συνέδριό του που θα λάβει χώρα από τις 14 έως τις 17 Απριλίου 2022 στο κλειστό γήπεδο του Τάε Κβον Ντο.
Τα μηνύματα που εστάλησαν από την εκλογή των συνέδρων την προηγούμενη Κυριακή 3 Απριλίου2022 δεν είναι μόνον ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Μάλιστα, η προσέλευση στις κάλπες για την εκλογή συνέδρων, 40.500 μελών στα61.600 εγγεγραμμένα, πέρα από τον τριπλασιασμό της συμμετοχής σε σχέση με το 2016, φαίνεται να διαμορφώνει και την πολιτική κατεύθυνση που θα πάρουν οι συνεδριακές διαδικασίες, αφού σκιαγραφείται η επικράτηση των θέσεων του Αλέξη Τσίπρα για την επόμενη μέρα της φυσιογνωμίας και της λειτουργίας του κόμματος.
Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι κάποια παλαιότερα σημαντικά στελέχη της Κουμουνδούρου και της διακυβέρνησης 2015-2019 είτε δεν εκλέχθηκαν είτε εξελέγησαν οριακά με κλήρωση ως σύνεδροι, δείγμα της διάθεσης για αλλαγή ρότας στη διαμόρφωση των κομματικών συσχετισμών εντός και εκτός Κουμουνδούρου.
Ωστόσο, παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα εν κινήσει, για να χρησιμοποιήσω τον εύστοχο τίτλο του ομώνυμου βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο, δείχνει να πηγαίνει ακόμη σημειωτόν – ο χαρακτηρισμός ανήκει στον καλό συνάδελφο Γιάννη Τριάντη. Με τέτοια τεράστια κυβερνητική φθορά και με έναν αρχηγό του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ που όσο αυξάνεται η απόσταση από την εκλογή του και πλησιάζουν οι εκλογές με απλή αναλογική να πιέζεται αφόρητα, η Κουμουνδούρου δεν απολαμβάνει μεγαλύτερης απήχησης στο εκλογικό σώμα, αλλά απλώς μειώνεται με παθητικό τρόπο η διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία.
Και στο σημείο αυτό, παρότι πιστεύουμε ότι τα πρόσωπα είναι φορείς δικτύων και κοινωνικοπολιτικών τάσεων, η δυναμική του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα είναι αυτή που τον κρατάει στον αφρό. Από την άλλη πλευρά είναι και το σύμπτωμα της παθογένειας της Κουμουνδούρου, αφού ένας δεν μπορεί να τα κάνει όλα για όλους.
Εάν, λοιπόν, επαληθευθούν οι εκτιμήσεις μας για την πορεία της πολιτικής κατεύθυνσης του κόμματος, τότε το μεγάλο άμεσο στοίχημα για τον πρώην πρωθυπουργό θα είναι να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο κόμμα της «ήπιας ισχύος», όρος που δανειζόμαστε από την ανάλυση του Τζόζεφ Νάι για το περιεχόμενο της πολιτιστικής διπλωματίας των ΗΠΑ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο σκληρός ριζοσπαστισμός που τον έφερε το 2015 στην εξουσία ανταποκρινόταν στις τότε συνθήκες. Προφανώς και δεν πρέπει να λείψουν οι ριζοσπαστικές πινελιές και η κινηματική δράση, ωστόσο, η κοινωνία μετά από 13 χρόνια δοκιμασίας χρειάζεται κοινωνική γαλήνη.
Το «αντιμητσοτακικό μέτωπο» θα λειτουργήσει αλλά δεν αρκεί. Το «σύστημα πεποιθήσεων» διαμορφώνεται στο όνομα της προοδευτικής διακυβέρνησης και η διαφορά με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πρέπει να καταδειχθεί σε επίπεδο προσώπων, των θετικών της προηγούμενης κυβερνητικής εμπειρίας και του κοινωνικού οράματος που ευαγγελίζεται το πρόσφατα συνταχθέν πρόγραμμα.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά και για να επιστρέψουμε στον Νάι πρέπει να υπάρξουν οι «πρόθυμοι διερμηνείς» που θα μεταφέρουν το γενικό και ειδικό μήνυμα στις τοπικές κοινωνίες και θα παρουσιάσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως την έμπειρη, δυναμική και ταυτόχρονα ήρεμη δύναμη που έχει ανάγκη ο τόπος.
Αυτοί δεν φαίνεται ακόμη να έχουν πειστεί για την έκθεσή τους, κάτι που επιβεβαιώθηκε και το 2014 και το 2019 στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση. Στόχος, λοιπόν, του συνεδρίου θα πρέπει να είναι αυτοί οι άνθρωποι να εμφανιστούν και να πείσουν τους συμπολίτες τους, τους συγχωριανούς τους, τους συναδέλφους τους και τους συγγενείς τους, γιατί θα πιστεύουν οι ίδιοι σε αυτά που λένε, κάτι που αυτή τη στιγμή αποτελεί μόνον ευχή…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος- ιστορικός)