Ο κατώτατος μισθός, αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο αντιπαράθεσης, ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, σε όλες τις χώρες του κόσμου, καθώς πολλοί συνέδεαν προκαταβολικά, την αύξηση του κατώτατου μισθού, με μαζικές απολύσεις και λουκέτα στις επιχειρήσεις.
Πριν από 6 μήνες, «λάδι στην φωτιά» της αντιπαράθεσης, ήρθε να ρίξει η βράβευση τριών ερευνητών (Καρντ, Ανγκριστ, Ιμπενς) με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας. Κυρίως ο Καρντ, απέδειξε με μελέτη του ότι, η αύξηση του κατώτατου μισθού, δεν οδηγεί απαραίτητα σε λιγότερες θέσεις εργασίας. Με αυτή την έρευνα, ο Καρντ διέψευσε τη νεοφιλελεύθερη θεωρία ότι, το επίπεδο των μισθών και των αποδοχών, έχει άμεση επίδραση στην ανεργία.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, έχει «φουντώσει» το τελευταίο διάστημα, λόγω της έξαρσης της ακρίβειας, που μειώνει δραματικά, το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.
Η άνοδος του πληθωρισμού, που έφτασε το 7,2% τον Φεβρουάριο 2022 -ρεκόρ 25ετίας- δημιουργεί συνθήκες περαιτέρω αυξημένης πίεσης, στα εισοδήματα των εργαζόμενων.
Συνέπεια των παραπάνω, είναι τον Δεκέμβριο του 2021 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου ατομικού εισοδήματος, να ανέρχεται στο 7% σε ετήσια βάση.
Τα άνισα αποτελέσματα της ακρίβειας αποτυπώνονται ξεκάθαρα, στο πώς η απώλεια αγοραστικής δύναμης αυξάνεται, όσο μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα, με την απώλεια, μάλιστα, αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, να φτάνει στο 10,4% και του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης, στο 13,7%.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εργάνης, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων (72%) εργάζεται με πλήρες ωράριο (35 ώρες και άνω την εβδομάδα) και η αμοιβή του 47% των εργαζόμενων, δεν ξεπερνά τα 800 ευρώ μικτά, με τις αμοιβές να σημειώνουν συνεχώς περαιτέρω πτώση.
Ενώ όμως το φαινόμενο της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων, είχε κάνει την εμφάνισή του, πριν από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία (Καλοκαίρι 2021), η κυβέρνηση επέλεξε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό από 1.1.2022 κατά 2%, διαμορφώνοντας τον στα 663 ευρώ μικτά (570 καθαρά).
Από διαρροές στον τύπο, διαφαίνεται ότι, η κυβέρνηση προσανατολίζεται, σε μια επιπλέον αύξηση του κατώτατου μισθού, πέριξ του 6%, ώστε να αυξηθεί κατά 40 ευρώ και να φτάσει, λίγο πάνω από τα 700 ευρώ μικτά (604 καθαρά).
Ωστόσο, η αύξηση αυτή - που θα μπορούσε σε άλλη περίοδο να χαρακτηριστεί σχετικά επαρκής - "χάνεται" κυριολεκτικά από την τεράστια αύξηση των ειδών πρώτης ανάγκης, και τον πληθωρισμό, που ήδη τρέχει με 7% και εκτιμάται ότι, θα υπερβεί ίσως και το 11%. Με άλλα λόγια οι εργαζόμενοι - που με βάση τα στοιχεία του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ έχουν χάσει πάνω από το 15% της αγοραστικής τους δύναμης το τελευταίο 4μηνο, θα πάρουν πίσω σχεδόν το 1/3 όσων έχασαν από το κύμα ακρίβειας. Η μεσοσταθμική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2022 δεν θα υπερβεί το 4,5% (2% για τους πρώτους πέντε μήνες, 6%+2% για τους επόμενους 7 μήνες) και πιθανότατα, δεν θα καλύψει, ούτε το μέσο πληθωρισμό του τρέχοντος έτους.
Από τα ανωτέρω προκύπτουν συνεπώς κρίσιμα συμπεράσματα και διαλύονται ορισμένοι βασικοί μύθοι γύρω από το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού:
Μύθος 1ος: Η αύξηση του κατώτατου μισθού, πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, οδηγεί σε λουκέτα και απολύσεις.
Πρόκειται για έναν αναχρονιστικό μύθο, που πλέον καταρρέει με τη βούλα της Επιτροπής Νόμπελ. Ας μην πάμε όμως μακριά. Τον Φλεβάρη του 2019, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση προχώρησε σε «γενναία» αύξηση του κατώτατου μισθού, το ΔΝΤ και οι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί του, μιλούσαν για «σεισμούς και καταποντισμούς». Οι ίδιοι διαψεύστηκαν πανηγυρικά, η οικονομία συνέχισε την ανοδική τα πορεία, οι θέσεις απασχόλησης αυξήθηκαν, ενισχύθηκε η κατανάλωση και νέα έσοδα εισέρρευσαν στα ασφαλιστικά ταμεία, στηρίζοντας τις συντάξεις.
Μύθος 2ος: Η κυβέρνηση πηγαίνει σε λελογισμένη αύξηση, πράττοντας ανάλογα με τις εξελίξεις.
Δεν χρειάζεται κανείς να είναι διάσημος οικονομολόγος, για να αντιληφθεί ότι, η καθυστέρηση στην λήψη μέτρων, στοιχίζει πολλαπλασιαστικά, «χρεώνοντας» την χώρα με επιπλέον ύφεση. Όσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πιέζονται από το κόστος παραγωγής και την ενεργειακή κρίση, είναι βέβαιο ότι, θα προσανατολιστούν στην κατεύθυνση των απολύσεων, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Ήδη τα βενζινάδικα απορροφούν μέρος των αυξήσεων στα καύσιμα, αφού με την εκτόξευση των τιμών, είδαν τον τζίρο τους να μειώνεται κατά 25%.Χιλιάδες όμως επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν και θα χαθούν πολλές θέσεις εργασίας, που με εμπροσθοβαρή μέτρα, θα υπήρχε η δυνατότητα να σωθούν. Η επιπλέον ανεργία γεννά μείωση της κατανάλωσης και ύφεση συνεχίζοντας το τρομακτικό σπιράλ.
Μύθος 3ος: η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο των χωρών της Ευρώπης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού.
Οι αριθμοί λένε την αλήθεια, ανάλογα πως τους διαβάζει κανείς: Είναι γνωστό ότι, 21 από τις 27 χώρες της ΕΕ είχαν τον θεσμό του κατώτατου μισθού την 1η Ιανουαρίου του 2022, με την Ιταλία, τη Δανία, την Κύπρο, την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία να αποτελούν τις εξαιρέσεις. Μεταξύ των 21 χωρών, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανερχόταν σε 774 ευρώ – καθώς η Eurostat επιμερίζει σε αυτόν και τον 13ο και 14ο μισθό – και ήταν υψηλότερος μόνο από αυτόν που ισχύει σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Αντίθετα, η απόσταση από τις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης είναι τεράστια. Αν ληφθεί, όμως, υπόψη η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού, τότε παρατηρείται το φαινόμενο να είναι αυτή χαμηλότερη στην Ελλάδα σε σχέση με αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως της Ρουμανίας, της Λιθουανίας, της Κροατίας και της Πολωνίας Και αυτό, γιατί το επίπεδο τιμών στις χώρες αυτές είναι σημαντικά χαμηλότερο απ’ ότι στην Ελλάδα.
Ο κατώτατος μισθός του Λουξεμβούργου είναι επταπλάσιος από αυτόν της Βουλγαρίας, αλλά αν υπολογισθεί η αγοραστική δύναμη, το χάσμα περιορίζεται αλλά παραμένει πολύ μεγάλο, καθώς για τον εργαζόμενο στο Λουξεμβούργο, είναι τριπλάσια από αυτή για τον Βούλγαρο.
Μύθος 4ος: Είναι μη ρεαλιστικό να γίνεται συζήτηση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ή στα 800 ευρώ.
Το αίτημα για αύξηση του κατωτάτου μισθού στις τιμές αυτές, διατυπώνεται από το σύνολο της αντιπολίτευσης. Είναι όμως μια πλειοδοτική, αντιπολιτευτική, τακτική ή έχει βάσιμο έρεισμα; Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι, για την εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, αλλά και για την οικοδόμηση δίκαιων και ανθεκτικών οικονομιών και κοινωνιών, είναι ουσιαστικό να διασφαλίζεται ότι, οι εργαζόμενοι στην Ένωση αμείβονται με επαρκείς και δίκαιους μισθούς (European Commission, 2020a). Υποστηρίζεται επίσης ότι, οι επαρκείς μισθοί αποτελούν ουσιώδες συστατικό στοιχείο του μοντέλου της ΕΕ για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς. Η σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών στον τομέα αυτό, συμβάλλει στην εκπλήρωση της επίτευξης κοινής ευημερίας στην ΕΕ.
Η Ατζέντα 2030 υπογραμμίζει ότι, η αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να επιτυγχάνεται μέσω ποιοτικών επενδύσεων οι οποίες θα οδηγούν στην τεχνολογική αναβάθμιση της διαδικασίας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και στην ενίσχυση της καινοτομίας και όχι μέσω της αύξησης του όγκου και της εντατικοποίησης της εργασίας. Για να είναι επαρκές το επίπεδο του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποστηρίζεται ότι οι κατώτατοι μισθοί θεωρούνται επαρκείς εάν είναι δίκαιοι σε σχέση με την κατανομή των μισθών στη χώρα και εάν παρέχουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Το όριο του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό του κινδύνου σχετικής φτώχειας ενώ το όριο του 50% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας (absolute poverty).
Στη σχετική επιστημονική συζήτηση υπάρχει σύγκλιση απόψεων στο ότι, το όριο του 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως μια κατά προσέγγιση εκτίμηση του αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού διαβίωσης (Schulten and Muller, 2019). Αυτό αντιστοιχεί σήμερα σε έναν κατώτατο μισθό της τάξης των 800 ευρώ. Τα ανωτέρω αποτελούν καλές ευρωπαϊκές πρακτικές που οι μαθητευόμενοι μάγοι του νεοφιλελευθερισμού μάλλον αγνοούν.
Η 6η Απριλίου είναι μια ημέρα που «τρέμει» το Μαξίμου. Είναι μέρα γενικής απεργίας, που συσπειρώνει εργαζόμενους, εμπόρους και ελευθέρους επαγγελματίες, αγρότες και συνταξιούχους, τη νεολαία και όλα τα πληττόμενα κοινωνικά στρωματά, που ακόμα και αν δεν έχουν ενιαία αιτήματα(πως θα μπορούσαν άλλωστε), έχουν δημιουργήσει μια άτυπη «κοινότητα συμφερόντων» που συστεγάζεται, γύρω από το αίτημα της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Η λαϊκή πλειοψηφία αμφισβητεί, ίσως για πρώτη φορά καθολικά, το μονόδρομο της λιτότητας. Ο αγώνας ενάντια στην ultra νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ, συναντιέται με τον αγώνα των πολιτών για αξιοπρέπεια, για μια καλύτερη ζωή. Οι πολίτες είναι αποφασισμένοι να στείλουν το «λογαριασμό» στο Μέγαρο Μαξίμου με ενότητα και αγώνα.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)